Είπε, τους άφησεν αυτού και πέρασε στους άλλους·
ήβρε τον Νέστορα, γλυκόν της Πύλου δημηγόρον,
που εσύνταζε κι εγκάρδιωνε τους άνδρες εις την μάχην
295με τους ανδρείους Αίμονα, Πελάγοντα, Χρομίον,
Αλάστορα και Βίαντα, ποιμένα των ανθρώπων.
Και τους ιππείς έστησ᾽ εμπρός με τα ζεμέν᾽ αμάξια,
έβαλε οπίσω τους πεζούς πολλούς και ανδρειωμένους,
πύργον πολέμου στερεόν, και τους κακούς στην μέση,
300ν᾽ αναγκασθεί να μάχεται και αυτός οπού δεν θέλει.
Και να μη σπρώξουν τ᾽ άλογα στην ταραχήν της μάχης
εις τους ιππείς συμβούλευε. «Κανείς ας μη θαρρέψει
στην ιππική και στην ανδρειά να ορμήσει εμπρός των άλλων
μόνος ενάντια στον εχθρόν· αλλά μήτε να γύρει
305οπίσω· και τα δυο κακά και σας αδυνατίζουν.
Κι όποιος από τ᾽ αμάξι του στου εχθρού τ᾽ αμάξι φθάσει,
με το κοντάρι ας κτυπηθεί, και αυτό συμφέρει πλέον·
αυτήν την γνώμην έτρεφαν και την ψυχήν στα στήθη
οι παλαιοί μας κι έπαιρναν τες χώρες και τα τείχη».
310Αυτά πολέμων έμπειρος εδίδασκεν ο γέρος.
Άμα τον είδε χάρηκεν ο κραταιός Ατρείδης,
κι ευθύς τον επροσφώνησε με λόγια φτερωμένα:
«Άμποτε, ω γέρε, αδάμαστην ως έχεις την ψυχήν σου
να είχες και τα γόνατα κι ακέριαν την ανδρείαν
315αλλά το γήρας το κοινό σε φθέρνει· κι άμποτ᾽ άλλος
να το ᾽χε και να εβρίσκοσουν συ μεταξύ των νέων».
Και ο Νέστωρ, ο Γερήνιος ιππότης, του αποκρίθη:
«Ατρείδη, το ᾽θελα κι εγώ να είμαι ως ήμουν πρώτα
που τον Ερευθαλίωνα εφόνευσα τον θείον·
320αλλά δεν δίδουν στους θνητούς οι αθάνατοι όλ᾽ αντάμα.
Αγόρι τότε ήμουν κι εγώ, τώρα το γήρας μ᾽ ήβρε,
αλλά και ως είμαι, στους ιππείς ανάμεσα θα μείνω
να συμβουλεύω· κι είναι αυτό το μέρος των γερόντων.
Και με κοντάρια θα κτυπούν οι νέοι που από μένα
325χρόνια ολιγότερα μετρούν και στην ανδρειά θαρρεύουν».
Άκουσε τούτα και φαιδρός προχώρησ᾽ ο Ατρείδης·
τον Μενεσθέα πλήξιππον του Πετεού τον γόνον
ήβρε στην μέση των φρικτών στες μάχες Αθηναίων·
πλησίον ο πολύβουλος στεκόταν Οδυσσέας,
330κι οι τάξεις οι ανίκητες, σιμά, των Κεφαλλήνων·
ότι της μάχης η βοή σ᾽ αυτούς δεν είχε φθάσει,
ενώ μόλις οι φάλαγγες των ιπποδάμων Τρώων
κινούνταν και των Αχαιών, κι εκείνοι περιμέναν
οπόταν σώμ᾽ άλλο Αχαιών να φθάσει και να ορμήσει
335στους Τρώας πρώτον, ώστε αρχή να γίνει του πολέμου.
Τους είδ᾽ ευθύς και ονείδισεν ο κραταιός Ατρείδης
κι εκείνους επροσφώνησε με λόγια φτερωμένα:
«Ω γόνε, συ, του Πετεού διοθρέφτου βασιλέως,
και συ, που στα σοφίσματα εξέχεις και στους δόλους,
340τι κρύβεσθε, τι μένετε μακράν ως να ᾽λθουν άλλοι;
Και να σταθείτ᾽ έπρεπε σεις στην πρώτην τάξιν πρώτοι
και πρώτοι ν᾽ απαντήσετε την φλόγα του πολέμου,
καθώς δέχεσθε κάλεσμα στην τράπεζά μου πρώτοι,
οπότε στρώνουμ᾽ οι Αχαιοί τραπέζι των γερόντων.
345Και σας αρέσει τα ψητά να τρώγετε και ωραίο
κρασί να πίνετ᾽ άφθονο και τώρα σας αρέσει
και αν δέκα σώματ᾽ Αχαιών εβλέπετ᾽ έμπροσθέν σας
με τ᾽ ανδροφόνο σίδερο ν᾽ αρχίσουν τον αγώνα».
Μ᾽ άγριο βλέμμα ο πολύγνωμος του απάντησε Οδυσσέας·
350«Ατρείδη, από τα χείλη σου ποίος εβγήκε λόγος!
Εμείς την μάχην φεύγομεν; Όταν τον άγριον Άρη
κινήσομ᾽ όλ᾽ οι Αχαιοί στους ιπποδάμους Τρώες,
θα ιδείς, αν θέλεις και αν γι᾽ αυτό σε μέλει, τον πατέρα
του Τηλεμάχου να ριχθεί των ιπποδάμων Τρώων
355εις τους προμάχους, και όλ᾽ αυτά που λέγεις παίρν᾽ ο αέρας».
Και άμ᾽ είδε τον που εθύμωνε, τον λόγον πήρε οπίσω
και του ᾽πε με γλυκόγελον ο κραταιός Ατρείδης:
«Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα,
δεν ονειδίζω υπέρμετρα εσένα ούτε προστάζω·
360γνωρίζ᾽ ότ᾽ η καρδία σου καλά για μένα τρέφει
αισθήματα κι ότι μ᾽ εμέ την ίδιαν έχεις γνώμη,
και θα τα καλοκάμoμε κατόπι, αν τώρα ειπώθη
λόγος κακός, κι είθε οι θεοί να τ᾽ αποσβήσουν όλα».
|