ΕΞΟΔΟΣ ΑΓΓΕΛΟΣ
Πολίτες, αν πρέπει όλα με δυο λόγια να τα πω,
1580ο Οιδίπους πέθανε.
Τις πράξεις όμως δεν μπορεί με λίγες λέξεις
να τις ιστορήσει ο λόγος μου, γιατί όσα έγιναν εκεί
κράτησαν ώρα.
ΧΟ. Πέθανε ο δύστυχος;
ΑΓ. Μάθε, τώρα του έπεσε ο κλήρος της άλλης πια ζωής
που δεν τελειώνει.
ΧΟ. Πώς έγινε; Είχε ο δύσμοιρος τη θεία τύχη
1585να σβήσει δίχως πόνο;
ΑΓ. Έτσι ακριβώς, κάτι που παραμένει αξιοθαύμαστο.
Πήρε λοιπόν το βήμα του από δω (ήσουν κι εσύ
παρών και ξέρεις), δίχως κανέναν οδηγό δικό του·
αυτός μας οδηγούσε όλους.
1590Και μόλις έφτασε μπροστά στο κατηφορικό κατώφλι,
βαθιά στο χώμα ριζωμένο με τα χάλκινα σκαλιά του,
σταμάτησε στο σταυροδρόμι και διάλεξε ένα δρόμο
εκεί κοντά στο κοίλωμα που μοιάζει με κρατήρα,
όπου χαράχτηκαν όρκοι αιώνιας πίστης Πειρίθου και Θησέα.
1595Εκεί σταμάτησε, σε ίση απόσταση απ᾽ τον Θορίκιο βράχο,
την κούφια γέρικη αχλαδιά, τον τύμβο από πέτρα,
και τότε κάθισε. Μετά λύνει από πάνω του τα λερωμένα ρούχα,
οπότε φώναξε τις δυο του θυγατέρες, να του φέρουν
νερό τρεχούμενο, για να πλυθεί και για να κάνει τις σπονδές.
Εκείνες έτρεξαν αμέσως στον λόφο αντίκρυ
1600της Χλοερής θεάς, της Δήμητρας, γρήγορα έφεραν όσα τούς
πρόσταξε ο πατέρας τους, κι αφού τον έπλυναν,
του φόρεσαν το ρούχο που απαιτεί το έθιμο.
Όταν εκείνος ένιωσε καλά κι ευχαριστήθηκε μ᾽ όλα που έγιναν
1605σωστά — τίποτα δεν του έλειψε απ᾽ όσα επιθυμούσε —
βρόντηξε ο Δίας.
Ακούγοντας οι κόρες αναρίγησαν, πέφτουν στα γόνατα θρηνώντας
του πατέρα τους, χτυπούν τα στήθη τους και γοερά βογκούσαν.
1610Τον πικραμένο θρήνο τους ακούγοντας εκείνος,
τα χέρια του άπλωσε, τις αγκαλιάζει και τους είπε:
κόρες μου, από σήμερα δεν έχετε πατέρα πια,
όλα που είχα χάνονται, κι εδώ θα σταματήσει
πολύμοχθη η φροντίδα σας για την τροφή μου.
1615Ήταν σκληρή, το ξέρω, κόρες μου, αλλά μια λέξη φτάνει
να πληρώσει τον μεγάλο μόχθο σας·
άλλος κανείς, όσο εγώ, δεν σας αγάπησε· τώρα θα στερηθείτε
την αγάπη μου για την υπόλοιπη ζωή σας.
1620Έτσι μιλώντας μεταξύ τους, αγκαλιασμένοι οι τρεις
θρηνούσαν. Όταν ο θρήνος εξαντλήθηκε και κόπασε η βοή,
έπεσε απόλυτη σιωπή. Και τότε ξαφνικά τον φώναξε
μια δυνατή κραυγή. Σ᾽ όλους εμάς από τον τρόμο
1625όρθιες σηκώθηκαν της κεφαλής οι τρίχες.
Ήταν φωνή θεού που τον καλούσε, δυνατά κι επίμονα:
εσύ Οιδίποδα, εσύ, γιατί αργούμε; γιατί δεν προχωρούμε;
Περνά η ώρα, και το φταίξιμο είναι δικό σου.
Ακούγοντας εκείνος την κλήση του θεού, κοντά του
1630ζήτησε να πάει ο βασιλιάς της χώρας, ο Θησέας.
Κι όταν αυτός πλησίασε, μιλώντας είπε:
Με το δεξί σου χέρι στα παιδιά μου, την πίστη δώσ᾽ μου την παλιά
— κάνετε, κόρες μου, κι εσείς το ίδιο. Και τώρα
η υπόσχεση: ποτέ σου θέλοντας δεν θα προδώσεις
τις θυγατέρες μου, με καλοσύνη πάντα θα προσφέρεις
1635ό,τι τους είναι ωφέλιμο.
Γενναίος άντρας, το υποσχέθηκε εκείνος. Κι όχι από οίκτο,
έδωσε στον ξένο όρκο.
Μετά απ᾽ αυτό ο Οιδίπους τις κόρες του με τα τυφλά του χέρια
1640ψηλαφώντας, έλεγε: κόρες μου, πρέπει τώρα ν᾽ αποδείξετε
γενναίο φρόνημα, κι από τον τόπο αυτόν ν᾽ αποχωρήσετε. Μη δείτε,
μην ακούσετε τ᾽ απόρρητα και τ᾽ απαγορευμένα.
Αποσυρθείτε αμέσως. Μόνο ο Θησέας ας μείνει εδώ,
έχει δικαίωμα αυτός να μάθει όσα θα γίνουν.
1645Όλοι στα λόγια του υπακούσαμε κι αναστενάζοντας,
με μάτια βουρκωμένα, ακολουθήσαμε τις κόρες.
Φεύγοντας, λιγάκι μόνο προχωρήσαμε, κι αμέσως
στρέφουμε το κεφάλι μας να δούμε·
εκείνος είχε εξαφανιστεί· μόνον ο βασιλιάς
1650στεκόταν με το χέρι στο μέτωπό του σηκωμένο,
σκεπάζοντας τα μάτια του, σαν από φόβο για κάτι φοβερό
που φανερώθηκε, κι ανθρώπου μάτι δεν αντέχει να το δει.
Μετά, σε λίγο, είδαμε τον Θησέα, να προσκυνεί γονατιστός
1655τη γη, συνάμα και τον θείο Όλυμπο.
Το πώς ωστόσο εκείνος χάθηκε, ο τρόπος του θανάτου του,
γι᾽ αυτά κανένας άλλος δεν ήξερε κάτι να πει,
εκτός ο ίδιος ο Θησέας.
Πάντως αυτόν μήτε πυρφόρος κεραυνός από θεού
1660τον φλόγισε, μήτε τον άρπαξε του πόντου θύελλα
που ξέσπασε την ώρα εκείνη.
Μπορεί και να τον πήρε κάποιος αποσταλμένος των θεών,
ή σπλαχνικά ν᾽ άνοιξε η γη και μαύρο το χάσμα της
στον κάτω κόσμο να τον δέχτηκε.
Το βέβαιο είναι πως δεν έφυγε στενάζοντας
από τον πόνο μιας αρρώστιας. Σαν από θαύμα,
θαυμαστός ο θάνατός του, για θνητό μοναδικός.
1665Αν πάλι δίνω την εντύπωση ότι μιλώ παράλογα,
δεν θέλω με το μέρος μου να πάρω όσους νομίζουν
πως δεν είμαι στα καλά μου.
ΧΟ. Πού είναι τώρα οι θυγατέρες του
κι όσοι δικοί μας τον συνόδεψαν;
ΑΓ. Όχι μακριά. Οι αντίφωνοί τους γόοι το δείχνουν
με τα σήματά τους καθαρά, πως έφτασαν κιόλας εδώ.
|