Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας
Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7
ΞΕΝΟΦΩΝ
Κύρου Ἀνάβασις (4.5.22-4.5.36)
[4.5.22] Ἐν δὲ τούτῳ Χειρίσοφος πέμπει τῶν ἐκ τῆς κώμης σκεψομένους πῶς ἔχοιεν οἱ τελευταῖοι. οἱ δὲ ἄσμενοι ἰδόντες τοὺς μὲν ἀσθενοῦντας τούτοις παρέδοσαν κομίζειν ἐπὶ τὸ στρατόπεδον, αὐτοὶ δὲ ἐπορεύοντο, καὶ πρὶν εἴκοσι στάδια διεληλυθέναι ἦσαν πρὸς τῇ κώμῃ ἔνθα Χειρίσοφος ηὐλίζετο. [4.5.23] ἐπεὶ δὲ συνεγένοντο ἀλλήλοις, ἔδοξε κατὰ τὰς κώμας ἀσφαλὲς εἶναι τὰς τάξεις σκηνοῦν. καὶ Χειρίσοφος μὲν αὐτοῦ ἔμενεν, οἱ δὲ ἄλλοι διαλαχόντες ἃς ἑώρων κώμας ἐπορεύοντο ἕκαστοι τοὺς ἑαυτῶν ἔχοντες. [4.5.24] ἔνθα δὴ Πολυκράτης Ἀθηναῖος λοχαγὸς ἐκέλευσεν ἀφιέναι ἑαυτόν· καὶ λαβὼν τοὺς εὐζώνους, θέων ἐπὶ τὴν κώμην ἣν εἰλήχει Ξενοφῶν καταλαμβάνει πάντας ἔνδον τοὺς κωμήτας καὶ τὸν κώμαρχον, καὶ πώλους εἰς δασμὸν βασιλεῖ τρεφομένους ἑπτακαίδεκα, καὶ τὴν θυγατέρα τοῦ κωμάρχου ἐνάτην ἡμέραν γεγαμημένην· ὁ δ᾽ ἀνὴρ αὐτῆς λαγῶς ᾤχετο θηράσων καὶ οὐχ ἥλω ἐν τῇ κώμῃ. [4.5.25] αἱ δ᾽ οἰκίαι ἦσαν κατάγειοι, τὸ μὲν στόμα ὥσπερ φρέατος, κάτω δ᾽ εὐρεῖαι· αἱ δὲ εἴσοδοι τοῖς μὲν ὑποζυγίοις ὀρυκταί, οἱ δὲ ἄνθρωποι κατέβαινον ἐπὶ κλίμακος. ἐν δὲ ταῖς οἰκίαις ἦσαν αἶγες, οἶες, βόες, ὄρνιθες, καὶ τὰ ἔκγονα τούτων· τὰ δὲ κτήνη πάντα χιλῷ ἔνδον ἐτρέφοντο. [4.5.26] ἦσαν δὲ καὶ πυροὶ καὶ κριθαὶ καὶ ὄσπρια καὶ οἶνος κρίθινος ἐν κρατῆρσιν. ἐνῆσαν δὲ καὶ αὐταὶ αἱ κριθαὶ ἰσοχειλεῖς, καὶ κάλαμοι ἐνέκειντο, οἱ μὲν μείζους οἱ δὲ ἐλάττους, γόνατα οὐκ ἔχοντες· [4.5.27] τούτους ἔδει ὁπότε τις διψῴη λαβόντα εἰς τὸ στόμα μύζειν. καὶ πάνυ ἄκρατος ἦν, εἰ μή τις ὕδωρ ἐπιχέοι· καὶ πάνυ ἡδὺ συμμαθόντι τὸ πῶμα ἦν. |
[4.5.22] Στο μεταξύ ο Χειρίσοφος στέλνει μερικούς στρατιώτες από κείνους που βρίσκονταν στο χωριό, για να δουν τί κάνουν αυτοί που ήταν στην οπισθοφυλακή. Τούτοι τους είδαν με χαρά και τους παράδωσαν τους άρρωστους για να τους πάνε στο στρατόπεδο, ενώ οι ίδιοι προχωρούσαν και, προτού περάσουν είκοσι στάδια, βρίσκονταν στο χωριό που είχε στρατοπεδέψει ο Χειρίσοφος. [4.5.23] Όταν πια μαζεύτηκαν όλοι, νόμισαν πως θα είχαν ασφάλεια, αν τα τάγματα στρατοπέδευαν χωριστά στα διάφορα χωριά. Ο Χειρίσοφος, φυσικά, εξακολούθησε να μένει εκεί που ήταν. Οι άλλοι όμως μοίρασαν με κλήρο τα χωριά που έβλεπαν, κι ο καθένας πήγαινε με τους δικούς του σε κείνο που του έλαχε. [4.5.24] Τότε ο Πολυκράτης, ένας λοχαγός από την Αθήνα, παρακάλεσε να τον αφήσουν να προχωρήσει. Πήρε τους ελαφρά οπλισμένους στρατιώτες, έτρεξε στο χωριό που είχε πάρει ο Ξενοφώντας με κλήρο, και βρίσκει μέσα όλους τους κατοίκους και τον προεστό του χωριού. Βρήκε ακόμα δεκαεφτά πουλάρια που τα έτρεφαν σαν φόρο για το βασιλιά, καθώς και την κόρη του προεστού, που είχε μόλις εννιά μέρες παντρεμένη. Ο άντρας της όμως είχε πάει να κυνηγήσει λαγούς και γι᾽ αυτό δεν πιάστηκε μέσα στο χωριό. [4.5.25] Τα σπίτια ήταν υπόγεια κι είχαν πόρτα που έμοιαζε με στόμα πηγαδιού, αλλά κάτω ήταν φαρδιά. Τα ζώα έμπαιναν μέσα από σκαμμένες τρύπες, ενώ οι άνθρωποι κατέβαιναν από σκαλοπάτια. Μέσα στα σπίτια υπήρχαν γίδια, πρόβατα, βόδια, κότες, και τα μικρά τους. Κι όλα αυτά τα ζώα θρέφονταν μέσα με χορτάρι. [4.5.26] Υπήρχαν ακόμα και σιτάρια και κριθάρια και όσπρια και κρασί κριθαρένιο σε κρατήρες. Μέσα σ᾽ αυτούς μάλιστα βρίσκονταν και σπυριά από κριθάρι, που έφταναν ως επάνω στην επιφάνεια, και καλάμια, άλλα μεγάλα κι άλλα μικρά, που δεν είχαν κόμπους. [4.5.27] Αυτά έπρεπε να τα βάζει κανείς στο στόμα, όποτε διψούσε, και να ρουφά. Το κρασί αυτό ήταν πολύ δυνατό, αν δεν έριχναν μέσα νερό. Κι όταν το συνήθιζε κανείς, ήταν ένα πολύ ευχάριστο πιοτό. |