Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΞΕΝΟΦΩΝ

Ἑλληνικά (4.1.1-4.1.28)

ΒΙΒΛΙΟ Δ


[4.1.1] Ὁ δὲ Ἀγησίλαος ἐπεὶ ἀφίκετο ἅμα μετοπώρῳ εἰς τὴν τοῦ Φαρναβάζου Φρυγίαν, τὴν μὲν χώραν ἔκαε καὶ ἐπόρθει, πόλεις δὲ τὰς μὲν βίᾳ, τὰς δ᾽ ἑκούσας προσελάμβανε. [4.1.2] λέγοντος δὲ τοῦ Σπιθριδάτου ὡς εἰ ἔλθοι πρὸς τὴν Παφλαγονίαν σὺν αὐτῷ, τὸν τῶν Παφλαγόνων βασιλέα καὶ εἰς λόγους ἄξοι καὶ σύμμαχον ποιήσοι, προθύμως ἐπορεύετο, πάλαι τούτου ἐπιθυμῶν, τοῦ ἀφιστάναι τι ἔθνος ἀπὸ βασιλέως.
[4.1.3] Ἐπεὶ δὲ ἀφίκετο εἰς τὴν Παφλαγονίαν, ἦλθεν Ὄτυς καὶ συμμαχίαν ἐποιήσατο· καὶ γὰρ καλούμενος ὑπὸ βασιλέως οὐκ ἀνεβεβήκει. πείσαντος δὲ τοῦ Σπιθριδάτου κατέλιπε τῷ Ἀγησιλάῳ Ὄτυς χιλίους μὲν ἱππέας, δισχιλίους δὲ πελταστάς. [4.1.4] χάριν δὲ τούτων εἰδὼς Ἀγησίλαος τῷ Σπιθριδάτῃ, Εἰπέ μοι, ἔφη, ὦ Σπιθριδάτα, οὐκ ἂν δοίης Ὄτυϊ τὴν θυγατέρα; Πολύ γε, ἔφη, μᾶλλον ἢ ἐκεῖνος ἂν λάβοι φυγάδος ἀνδρὸς βασιλεύων πολλῆς καὶ χώρας καὶ δυνάμεως. τότε μὲν οὖν ταῦτα μόνον ἐρρήθη περὶ τοῦ γάμου. [4.1.5] ἐπεὶ δὲ Ὄτυς ἔμελλεν ἀπιέναι, ἦλθε πρὸς τὸν Ἀγησίλαον ἀσπασόμενος· ἤρξατο δὲ λόγου ὁ Ἀγησίλαος παρόντων τῶν τριάκοντα, μεταστησάμενος τὸν Σπιθριδάτην· [4.1.6] Λέξον μοι, ἔφη, ὦ Ὄτυ, ποίου τινὸς γένους ἐστὶν ὁ Σπιθριδάτης; ὁ δ᾽ εἶπεν ὅτι Περσῶν οὐδενὸς ἐνδεέστερος. Τὸν δὲ υἱόν, ἔφη, ἑόρακας αὐτοῦ ὡς καλός ἐστι; Τί δ᾽ οὐ μέλλω; καὶ γὰρ ἑσπέρας συνεδείπνουν αὐτῷ. Τούτου μέν φασι τὴν θυγατέρα αὐτῷ καλλίονα εἶναι. [4.1.7] Νὴ Δί᾽, ἔφη ὁ Ὄτυς, καλὴ γάρ ἐστι. Καὶ ἐγὼ μέν, ἔφη, ἐπεὶ φίλος ἡμῖν γεγένησαι, συμβουλεύοιμ᾽ ἄν σοι τὴν παῖδα ἄγεσθαι γυναῖκα, καλλίστην μὲν οὖσαν, οὗ τί ἀνδρὶ ἥδιον; πατρὸς δ᾽ εὐγενεστάτου, δύναμιν δ᾽ ἔχοντος τοσαύτην, ὃς ὑπὸ Φαρναβάζου ἀδικηθεὶς οὕτω τιμωρεῖται αὐτὸν ὥστε φυγάδα πάσης τῆς χώρας, ὡς ὁρᾷς, πεποίηκεν. [4.1.8] εὖ ἴσθι μέντοι, ἔφη, ὅτι ὥσπερ ἐκεῖνον ἐχθρὸν ὄντα δύναται τιμωρεῖσθαι, οὕτω καὶ φίλον ἄνδρα εὐεργετεῖν ‹ἂν› δύναιτο. νόμιζε δὲ τούτων πραχθέντων μὴ ἐκεῖνον ἄν σοι μόνον κηδεστὴν εἶναι, ἀλλὰ καὶ ἐμὲ καὶ τοὺς ἄλλους Λακεδαιμονίους, ἡμῶν δ᾽ ἡγουμένων τῆς Ἑλλάδος καὶ τὴν ἄλλην Ἑλλάδα. [4.1.9] καὶ μὴν μεγαλειοτέρως γε σοῦ, εἰ ταῦτα πράττοις, τίς ἄν ποτε γήμειε; ποίαν γὰρ νύμφην πώποτε τοσοῦτοι ἱππεῖς καὶ πελτασταὶ καὶ ὁπλῖται προύπεμψαν ὅσοι τὴν σὴν γυναῖκα εἰς τὸν σὸν οἶκον προπέμψειαν ἄν; [4.1.10] καὶ ὁ Ὄτυς ἐπήρετο· Δοκοῦντα δ᾽, ἔφη, ὦ Ἀγησίλαε, ταῦτα καὶ Σπιθριδάτῃ λέγεις; Μὰ τοὺς θεούς, ἔφη ὁ Ἀγησίλαος, ἐκεῖνος μὲν ἐμέ γε οὐκ ἐκέλευσε ταῦτα λέγειν· ἐγὼ μέντοι, καίπερ ὑπερχαίρων, ὅταν ἐχθρὸν τιμωρῶμαι, πολὺ μᾶλλόν μοι δοκῶ ἥδεσθαι, ὅταν τι τοῖς φίλοις ἀγαθὸν ἐξευρίσκω. [4.1.11] Τί οὖν, ἔφη, οὐ πυνθάνῃ εἰ καὶ ἐκείνῳ βουλομένῳ ταῦτ᾽ ἐστί; καὶ ὁ Ἀγησίλαος· Ἴτ᾽, ἔφη, ὑμεῖς, ὦ Ἡριππίδα, καὶ διδάσκετε αὐτὸν βουληθῆναι ἅπερ ἡμεῖς. [4.1.12] οἱ μὲν δὴ ἀναστάντες ἐδίδασκον. ἐπεὶ δὲ διέτριβον, Βούλει, ἔφη, ὦ Ὄτυ, καὶ ἡμεῖς δεῦρο καλέσωμεν αὐτόν; Πολύ γ᾽ ἂν οἶμαι μᾶλλον ὑπὸ σοῦ πεισθῆναι αὐτὸν ἢ ὑπὸ τῶν ἄλλων ἁπάντων. ἐκ τούτου δὴ ἐκάλει ὁ Ἀγησίλαος τὸν Σπιθριδάτην τε καὶ τοὺς ἄλλους. προσιόντων δ᾽ εὐθὺς εἶπεν ὁ Ἡριππίδας· [4.1.13] Τὰ μὲν ἄλλα, ὦ Ἀγησίλαε, τὰ ῥηθέντα τί ἄν τις μακρολογοίη; τέλος δὲ λέγει Σπιθριδάτης πᾶν ποιεῖν ἂν ἡδέως ὅ τι σοι δοκοίη. [4.1.14] Ἐμοὶ μὲν τοίνυν, ἔφη, δοκεῖ, ὁ Ἀγησίλαος, σὲ μέν, ὦ Σπιθριδάτα, τύχῃ ἀγαθῇ διδόναι Ὄτυϊ τὴν θυγατέρα, σὲ δὲ λαμβάνειν. τὴν μέντοι παῖδα πρὸ ἦρος οὐκ ἂν δυναίμεθα πεζῇ ἀγαγεῖν. Ἀλλὰ ναὶ μὰ Δί᾽, ἔφη ὁ Ὄτυς, κατὰ θάλατταν ἤδη ἂν πέμποιτο, εἰ σὺ βούλοιο. [4.1.15] ἐκ τούτου δεξιὰς δόντες καὶ λαβόντες ἐπὶ τούτοις ἀπέπεμπον τὸν Ὄτυν.
Καὶ εὐθὺς ὁ Ἀγησίλαος, ἐπεὶ ἔγνω αὐτὸν σπεύδοντα, τριήρη πληρώσας καὶ Καλλίαν Λακεδαιμόνιον κελεύσας ἀπαγαγεῖν τὴν παῖδα, αὐτὸς ἐπὶ Δασκυλείου ἀπεπορεύετο, ἔνθα καὶ τὰ βασίλεια ἦν Φαρναβάζῳ, καὶ κῶμαι περὶ αὐτὰ πολλαὶ καὶ μεγάλαι καὶ ἄφθονα ἔχουσαι τὰ ἐπιτήδεια, καὶ θῆραι αἱ μὲν καὶ ἐν περιειργμένοις παραδείσοις, αἱ δὲ καὶ ‹ἐν› ἀναπεπταμένοις τόποις, πάγκαλαι. [4.1.16] παρέρρει δὲ καὶ ποταμὸς παντοδαπῶν ἰχθύων πλήρης. ἦν δὲ καὶ τὰ πτηνὰ ἄφθονα τοῖς ὀρνιθεῦσαι δυναμένοις. ἐνταῦθα μὲν δὴ διεχείμαζε, καὶ αὐτόθεν καὶ σὺν προνομαῖς τὰ ἐπιτήδεια τῇ στρατιᾷ λαμβάνων. [4.1.17] καταφρονητικῶς δέ ποτε καὶ ἀφυλάκτως διὰ τὸ μηδὲν πρότερον ἐσφάλθαι λαμβανόντων τῶν στρατιωτῶν τὰ ἐπιτήδεια, ἐπέτυχεν αὐτοῖς ὁ Φαρνάβαζος κατὰ τὸ πεδίον ἐσπαρμένοις, ἅρματα μὲν ἔχων δύο δρεπανηφόρα, ἱππέας δὲ ὡς τετρακοσίους. [4.1.18] οἱ δ᾽ Ἕλληνες ὡς εἶδον αὐτὸν προσελαύνοντα, συνέδραμον ὡς εἰς ἑπτακοσίους· ὁ δ᾽ οὐκ ἐμέλλησεν, ἀλλὰ προστησάμενος τὰ ἅρματα, αὐτὸς δὲ σὺν τοῖς ἱππεῦσιν ὄπισθεν γενόμενος, ἐλαύνειν εἰς αὐτοὺς ἐκέλευσεν. [4.1.19] ὡς δὲ τὰ ἅρματα ἐμβαλόντα διεσκέδασε τὸ ἁθρόον, ταχὺ οἱ ἱππεῖς κατέβαλον ὡς εἰς ἑκατὸν ἀνθρώπους, οἱ δ᾽ ἄλλοι κατέφυγον πρὸς Ἀγησίλαον· ἐγγὺς γὰρ ἔτυχε σὺν τοῖς ὁπλίταις ὤν. [4.1.20] ἐκ δὲ τούτου τρίτῃ ἢ τετάρτῃ ἡμέρᾳ αἰσθάνεται ὁ Σπιθριδάτης τὸν Φαρνάβαζον ἐν Καυῇ κώμῃ μεγάλῃ στρατοπεδευόμενον, ἀπέχοντα στάδια ὡς ἑξήκοντα καὶ ἑκατόν, καὶ εὐθὺς λέγει πρὸς τὸν Ἡριππίδαν. [4.1.21] καὶ ὁ Ἡριππίδας ἐπιθυμῶν λαμπρόν τι ἐργάσασθαι, αἰτεῖ τὸν Ἀγησίλαον ὁπλίτας τε εἰς δισχιλίους καὶ πελταστὰς ἄλλους τοσούτους καὶ ἱππέας τούς τε Σπιθριδάτου καὶ τοὺς Παφλαγόνας καὶ τῶν Ἑλλήνων ὁπόσους πείσειεν. [4.1.22] ἐπεὶ δὲ ὑπέσχετο αὐτῷ, ἐθύετο· καὶ ἅμα δείλῃ καλλιερησάμενος κατέλυσε τὴν θυσίαν. ἐκ δὲ τούτου δειπνήσαντας παρήγγειλε παρεῖναι πρόσθεν τοῦ στρατοπέδου. σκότους δὲ γενομένου οὐδ᾽ οἱ ἡμίσεις ἑκάστων ἐξῆλθον. [4.1.23] ὅπως δὲ μή, εἰ ἀποτρέποιτο, καταγελῷεν αὐτοῦ οἱ ἄλλοι τριάκοντα, ἐπορεύετο σὺν ᾗ εἶχε δυνάμει. [4.1.24] ἅμα δὲ τῇ ἡμέρᾳ ἐπιπεσὼν τῇ Φαρναβάζου στρατοπεδείᾳ, τῆς μὲν προφυλακῆς αὐτοῦ Μυσῶν ὄντων πολλοὶ ἔπεσον, αὐτοὶ δὲ διαφεύγουσι, τὸ δὲ στρατόπεδον ἁλίσκεται, καὶ πολλὰ μὲν ἐκπώματα καὶ ἄλλα δὴ οἷα Φαρναβάζου κτήματα, πρὸς δὲ τούτοις σκεύη πολλὰ καὶ ὑποζύγια σκευοφόρα. [4.1.25] διὰ γὰρ τὸ φοβεῖσθαι μή, εἴ που κατασταίη, κυκλωθεὶς πολιορκοῖτο, ἄλλοτε ἄλλῃ τῆς χώρας ἐπῄει, ὥσπερ οἱ νομάδες, καὶ μάλα ἀφανίζων τὰς στρατοπεδεύσεις. [4.1.26] ἐπεὶ δὲ τὰ ληφθέντα χρήματα ἀπήγαγον οἵ τε Παφλαγόνες καὶ ὁ Σπιθριδάτης, ὑποστήσας Ἡριππίδας ταξιάρχους καὶ λοχαγοὺς ἀφείλετο ἅπαντα τόν τε Σπιθριδάτην καὶ τοὺς Παφλαγόνας, ἵνα δὴ πολλὰ ἀπαγάγοι τὰ αἰχμάλωτα τοῖς λαφυροπώλαις. [4.1.27] ἐκεῖνοι μέντοι ταῦτα παθόντες οὐκ ἤνεγκαν, ἀλλ᾽ ὡς ἀδικηθέντες καὶ ἀτιμασθέντες νυκτὸς συσκευασάμενοι ᾤχοντο ἀπιόντες εἰς Σάρδεις πρὸς Ἀριαῖον, πιστεύσαντες, ὅτι καὶ ὁ Ἀριαῖος ἀποστὰς βασιλέως ἐπολέμησεν αὐτῷ. [4.1.28] Ἀγησιλάῳ μὲν δὴ τῆς ἀπολείψεως τοῦ Σπιθριδάτου καὶ τοῦ Μεγαβάτου καὶ τῶν Παφλαγόνων οὐδὲν ἐγένετο βαρύτερον ἐν τῇ στρατείᾳ.

ΒΙΒΛΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ

[4.1.1] Ο Αγησίλαος έφτασε με την αρχή του φθινοπώρου στη Φρυγία του Φαρναβάζου, όπου βάλθηκε να καίει και να λεηλατεί τη χώρα και να υποτάσσει τις πόλεις, άλλες με το καλό κι άλλες με τη βία. [4.1.2] Ο Σπιθριδάτης του είπε ότι αν πήγαινε μαζί του στην Παφλαγονία θα κατάφερνε τον βασιλιά των Παφλαγόνων και σε συνάντηση να ᾽ρθει και σύμμαχός του να γίνει. Ο Αγησίλαος ξεκίνησε πρόθυμα, γιατί από καιρό φιλοδοξούσε ν᾽ αποσπάσει κάποιαν εθνότητα από τον Βασιλέα.
[4.1.3] Αφού έφτασε στην Παφλαγονία, ήρθε ο Ότυς —που δεν είχε πάει στον Βασιλέα όταν εκείνος τον είχε καλέσει— κι έγινε σύμμαχός του. Ο Σπιθριδάτης τον έπεισε μάλιστα ν᾽ αφήσει του Αγησιλάου χίλιους ιππείς και δυο χιλιάδες πελταστές. [4.1.4] Ο Αγησίλαος, που ένιωθε πολύ υποχρεωμένος στον Σπιθριδάτη, τον ρώτησε: «Πες μου, Σπιθριδάτη, θα ᾽δινες την κόρη σου στον Ότυ;» «Εγώ, ευχαρίστως!» απάντησε ο άλλος. «Αυτός όμως την παίρνει; Γιατί εγώ είμαι πρόσφυγας κι αυτός βασιλιάς με μεγάλο και δυνατό κράτος…»
Εκείνη την ώρα δεν έγινε άλλη συζήτηση για τον γάμο. [4.1.5] Όταν όμως ο Ότυς ήρθε ν᾽ αποχαιρετίσει τον Αγησίλαο πριν φύγει, τούτος απομάκρυνε τον Σπιθριδάτη κι έπειτα άνοιξε την κουβέντα μπροστά στους τριάντα Σπαρτιάτες. [4.1.6] «Πες μου, Ότυ», ρώτησε «τί λογής είν᾽ η γενιά του Σπιθριδάτη;» Εκείνος αποκρίθηκε ότι ήταν μια από τις πρώτες της Περσίας. «Κι ο γιος του», είπε ο Αγησίλαος, «πρόσεξες τί ωραίος που είναι;» «Πώς να μην το προσέξω; Χτες βράδυ τρώγαμε μαζί». «Λένε πως η κόρη του είν᾽ ακόμα πιο ωραία απ᾽ αυτόν». [4.1.7] «Μα τον Δία», είπε ο Ότυς, «στ᾽ αλήθεια είν᾽ όμορφη». «Εγώ, λοιπόν», συνέχισε ο άλλος, «μια και έγινες φίλος μας, θα σε συμβουλεύσω να πάρεις το κορίτσι γυναίκα σου. Είναι πανέμορφη, και τί καλύτερο μπορεί να ποθήσει ένας άνδρας; Έπειτα ο πατέρας της είν᾽ από αρχοντική γενιά — κι η δύναμή του φαίνεται από το πώς εκδικήθηκε τον Φαρνάβαζο που τον αδίκησε: τον έχει διώξει, καθώς βλέπεις, απ᾽ ολόκληρη τη χώρα του. [4.1.8] Και να ᾽σαι βέβαιος», πρόσθεσε, «ότι όπως είναι σε θέση να εκδικηθεί έναν εχθρό του, έτσι θα ᾽ταν σε θέση και να ευεργετήσει έναν φίλο του. Και να το ξέρεις πως αν γίνει αυτό που λέμε δεν θα συγγενέψεις μονάχα μ᾽ αυτόν, αλλά και με μένα και τους άλλους Λακεδαιμονίους — κι όπως έχουμε την ηγεμονία στην Ελλάδα θα συγγενέψεις και με την υπόλοιπη Ελλάδα. [4.1.9] Έπειτα, αν το κάνεις αυτό, σε ποιόν θα ᾽χει λάχει ποτέ πιο μεγαλόπρεπος γάμος από τον δικό σου; Ποιά νύφη συνόδεψαν ποτέ τόσοι πολλοί καβαλάρηδες και πελταστές κι οπλίτες, όσοι θα συνοδέψουν τη δική σου γυναίκα ώς το σπίτι σου;» [4.1.10] Τότε ο Ότυς ρώτησε: «Συμφωνεί κι ο Σπιθριδάτης με όσα λες, Αγησίλαε;» «Μα τους θεούς», αποκρίθηκε ο Αγησίλαος, «δεν μ᾽ έβαλε αυτός να τα πω. Ωστόσο εγώ, όσο χαίρομαι όταν τιμωρώ έναν εχθρό μου, άλλο τόσο μου φαίνεται ότι ευχαριστιέμαι όταν μου έρχεται μια καλή ιδέα για έναν φίλο μου». [4.1.11] «Τότε», πρόσθεσε ο άλλος, «γιατί δεν ρωτάς να μάθεις αν κι εκείνος το θέλει;» Κι ο Αγησίλαος: «Πηγαίνετε σεις», είπε, «Ηριππίδα, να τον πείσετε να δεχτεί την πρότασή μας».
[4.1.12] Εκείνοι τότε σηκώθηκαν και πήγαν να πείσουν τον Σπιθριδάτη. Καθώς αργούσαν, είπε ο Αγησίλαος: «Θέλεις, Ότυ, να τον φωνάξουμε κι εμείς εδώ;» Κι ο Ότυς: «Νομίζω ότι πολύ πιο εύκολα θα τον πείσεις εσύ απ᾽ όλους τους άλλους». Τότε ο Αγησίλαος φώναξε τον Σπιθριδάτη και τους υπόλοιπους. [4.1.13] Όταν ήρθαν, είπε αμέσως ο Ηριππίδας: «Τί χρειάζεται, Αγησίλαε, να σου διηγηθούμε όλα όσα είπαμε; Η ουσία είναι ότι ο Σπιθριδάτης λέει πως ευχαρίστως θα κάνει ό,τι νομίζεις εσύ». [4.1.14] «Εγώ, λοιπόν», είπε ο Αγησίλαος, «νομίζω ότι πρέπει εσύ, Σπιθριδάτη, να δώσεις με το καλό την κόρη σου στον Ότυ, και συ, Ότυ, να την πάρεις. Μόνο που δεν θα μπορέσουμε να φέρουμε το κορίτσι από τη στεριά πριν από την άνοιξη». «Μα τον Δία!» είπε ο Ότυς, «θα μπορούσε και τώρα να πάει από τη θάλασσα, αν θέλεις». [4.1.15] Πάνω σ᾽ αυτό έδωσαν τα χέρια και ξεπροβόδισαν τον Ότυ.
Καταλαβαίνοντας πως ο Ότυς βιαζόταν, ο Αγησίλαος επάνδρωσε αμέσως ένα πολεμικό και ανέθεσε στον Λακεδαιμόνιο Καλλία να συνοδέψει το κορίτσι. Κατόπιν ξεκίνησε ο ίδιος για το Δασκύλειο, όπου βρίσκονταν τ᾽ ανάκτορα του Φαρναβάζου· τριγύρω ήταν πολλά και μεγάλα χωριά όπου αφθονούσαν οι τροφές, καθώς κι ωραιότατοι τόποι κυνηγιού, άλλοι σε περιφραγμένα πάρκα κι άλλοι ανοιχτοί. [4.1.16] Κοντά κυλούσε κι ένα ποτάμι γεμάτο ψάρια κάθε λογής. Υπήρχαν κι άφθονα πουλιά, για όποιον ήξερε να τα πιάνει.
Εκεί λοιπόν περνούσε τον χειμώνα, βρίσκοντας εφόδια για τον στρατό του πότε στην ίδια την περιοχή, πότε μ᾽ επιδρομές στα περίχωρα. [4.1.17] Καθώς όμως οι στρατιώτες αψηφούσαν τον κίνδυνο, μια και ποτέ ώς τότε δεν τους είχε λάχει κανένα κακό, κι έβγαιναν γι᾽ ανεφοδιασμό δίχως προφυλάξεις, μια φορά τους πέτυχε σκορπισμένους στην πεδιάδα ο Φαρνάβαζος, έχοντας μαζί του δύο δρεπανηφόρα άρματα και κάπου τετρακόσιους ιππείς. [4.1.18] Μόλις τον είδαν οι Έλληνες να ᾽ρχεται γοργά καταπάνω τους, μαζεύτηκαν καμιά εφτακοσαριά· ωστόσο ο Φαρνάβαζος, χωρίς να χάσει καιρό, έβαλε μπροστά τ᾽ άρματα κι ακολουθώντας με το ιππικό έδωσε διαταγή να επιτεθούν. [4.1.19] Τ᾽ άρματα χτύπησαν μέσα στον σωρό και τον διασκόρπισαν, και ύστερα το ιππικό σκότωσε καμιά εκατοστή· οι υπόλοιποι κατέφυγαν στον Αγησίλαο, που βρισκόταν εκεί κοντά με τους οπλίτες.
[4.1.20] Τρεις τέσσερις μέρες μετά απ᾽ αυτά έμαθε ο Σπιθριδάτης ότι ο Φαρνάβαζος είχε στρατοπεδεύσει στην Καυή, ένα μεγάλο χωριό κάπου εκατόν εξήντα στάδια μακριά, κι αμέσως ειδοποίησε τον Ηριππίδα. [4.1.21] Ο Ηριππίδας, που φιλοδοξούσε να διακριθεί με κάποιο κατόρθωμα, ζήτησε από τον Αγησίλαο δυο χιλιάδες οπλίτες, άλλους τόσους πελταστές, και για ιππικό τούς άνδρες του Σπιθριδάτη, τους Παφλαγόνες κι όσους Έλληνες θα έπειθε να ᾽ρθουν εθελοντές. [4.1.22] Όταν ο Αγησίλαος του το υποσχέθηκε, έκανε θυσία· κατά το δειλινό πέτυχε ευνοϊκά σημάδια και σταμάτησε. Τότε πρόσταξε τους άνδρες του να δειπνήσουν και να παρουσιαστούν μπροστά στο στρατόπεδο· την ώρα που σκοτείνιασε δεν βγήκαν ούτε οι μισοί από κάθε μονάδα. [4.1.23] Ωστόσο ο Ηριππίδας φοβήθηκε μην τυχόν τον περιγελούν οι άλλοι Σπαρτιάτες αν υπαναχωρούσε, κι έτσι ξεκίνησε με όση δύναμη είχε. [4.1.24] Κατά τα ξημερώματα έκανε επίθεση στο στρατόπεδο του Φαρναβάζου, σκότωσε πολλούς από τους Μυσίους φρουρούς του —ενώ η κύρια δύναμη του εχθρού ξέφυγε— και κατέλαβε το στρατόπεδο, όπου βρήκε πολλά κύπελλα κι άλλα αντικείμενα πολυτελείας που ήταν φυσικό να ᾽χει ένας άνθρωπος σαν τον Φαρνάβαζο, καθώς και πολλές αποσκευές και υποζύγια. [4.1.25] (Γιατί ο Φαρνάβαζος, που φοβόταν μην τον κυκλώσουν και τον πολιορκήσουν αν στρατοπέδευε μόνιμα κάπου, τριγύριζε από το ᾽να σημείο της περιοχής στ᾽ άλλο σαν τους νομάδες, κρύβοντας προσεκτικά τα μέρη όπου στρατοπέδευε.)
[4.1.26] Καθώς όμως οι Παφλαγόνες κι ο Σπιθριδάτης έπαιρναν τα λάφυρα, ο Ηριππίδας έβαλε ταξιάρχους και λοχαγούς να τους σταματήσουν και τα συγκέντρωσε όλα κι από τον Σπιθριδάτη κι από τους Παφλαγόνες, για να ᾽χει περισσότερα να πάει στους λαφυροπώλες. [4.1.27] Εκείνοι ωστόσο δεν ανέχτηκαν αυτή τη μεταχείριση· κρίνοντας ότι τους αδίκησαν και τους πρόσβαλαν, μάζεψαν τα πράγματά τους και σηκώθηκαν νύχτα να πάνε στις Σάρδεις, στον Αριαίο: σ᾽ αυτόν είχαν εμπιστοσύνη, γιατί κι ο Αριαίος είχε αποστατήσει από τον Βασιλέα και τον είχε πολεμήσει. [4.1.28] Η εγκατάλειψή του από τον Σπιθριδάτη, τον Μεγαβάτη και τους Παφλαγόνες στάθηκε το βαρύτερο πλήγμα που δοκίμασε ο Αγησίλαος κατά τη διάρκεια της εκστρατείας.