Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΞΕΝΟΦΩΝ

Κύρου Ἀνάβασις (4.5.9-4.5.21)

[4.5.9] Ἐπειδὴ δέ τι ἐμφάγοιεν, ἀνίσταντο καὶ ἐπορεύοντο. πορευομένων δὲ Χειρίσοφος μὲν ἀμφὶ κνέφας πρὸς κώμην ἀφικνεῖται, καὶ ὑδροφορούσας ἐκ τῆς κώμης πρὸς τῇ κρήνῃ γυναῖκας καὶ κόρας καταλαμβάνει ἔμπροσθεν τοῦ ἐρύματος. [4.5.10] αὗται ἠρώτων αὐτοὺς τίνες εἶεν. ὁ δ᾽ ἑρμηνεὺς εἶπε περσιστὶ ὅτι παρὰ βασιλέως πορεύονται πρὸς τὸν σατράπην. αἱ δὲ ἀπεκρίναντο ὅτι οὐκ ἐνταῦθα εἴη, ἀλλ᾽ ἀπέχει ὅσον παρασάγγην. οἱ δ᾽, ἐπεὶ ὀψὲ ἦν, πρὸς τὸν κώμαρχον συνεισέρχονται εἰς τὸ ἔρυμα σὺν ταῖς ὑδροφόροις. [4.5.11] Χειρίσοφος μὲν οὖν καὶ ὅσοι ἐδυνήθησαν τοῦ στρατεύματος ἐνταῦθα ἐστρατοπεδεύσαντο, τῶν δ᾽ ἄλλων στρατιωτῶν οἱ μὴ δυνάμενοι διατελέσαι τὴν ὁδὸν ἐνυκτέρευσαν ἄσιτοι καὶ ἄνευ πυρός· καὶ ἐνταῦθά τινες ἀπώλοντο τῶν στρατιωτῶν. [4.5.12] ἐφείποντο δὲ τῶν πολεμίων συνειλεγμένοι τινὲς καὶ τὰ μὴ δυνάμενα τῶν ὑποζυγίων ἥρπαζον καὶ ἀλλήλοις ἐμάχοντο περὶ αὐτῶν. ἐλείποντο δὲ τῶν στρατιωτῶν οἵ τε διεφθαρμένοι ὑπὸ τῆς χιόνος τοὺς ὀφθαλμοὺς οἵ τε ὑπὸ τοῦ ψύχους τοὺς δακτύλους τῶν ποδῶν ἀποσεσηπότες. [4.5.13] ἦν δὲ τοῖς μὲν ὀφθαλμοῖς ἐπικούρημα τῆς χιόνος εἴ τις μέλαν τι ἔχων πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν ἐπορεύετο, τῶν δὲ ποδῶν εἴ τις κινοῖτο καὶ μηδέποτε ἡσυχίαν ἔχοι καὶ εἰς τὴν νύκτα ὑπολύοιτο· [4.5.14] ὅσοι δὲ ὑποδεδεμένοι ἐκοιμῶντο, εἰσεδύοντο εἰς τοὺς πόδας οἱ ἱμάντες καὶ τὰ ὑποδήματα περιεπήγνυντο· καὶ γὰρ ἦσαν, ἐπειδὴ ἐπέλιπε τὰ ἀρχαῖα ὑποδήματα, καρβάτιναι πεποιημέναι ἐκ τῶν νεοδάρτων βοῶν.
[4.5.15] Διὰ τὰς τοιαύτας οὖν ἀνάγκας ὑπελείποντό τινες τῶν στρατιωτῶν· καὶ ἰδόντες μέλαν τι χωρίον διὰ τὸ ἐκλελοιπέναι αὐτόθι τὴν χιόνα εἴκαζον τετηκέναι· καὶ ἐτετήκει διὰ κρήνην τινὰ ἣ πλησίον ἦν ἀτμίζουσα ἐν νάπῃ. ἐνταῦθ᾽ ἐκτραπόμενοι ἐκάθηντο καὶ οὐκ ἔφασαν πορεύεσθαι. [4.5.16] ὁ δὲ Ξενοφῶν ἔχων ὀπισθοφύλακας ὡς ᾔσθετο, ἐδεῖτο αὐτῶν πάσῃ τέχνῃ καὶ μηχανῇ μὴ ἀπολείπεσθαι, λέγων ὅτι ἕπονται πολλοὶ πολέμιοι συνειλεγμένοι, καὶ τελευτῶν ἐχαλέπαινεν. οἱ δὲ σφάττειν ἐκέλευον· οὐ γὰρ ἂν δύνασθαι πορευθῆναι. [4.5.17] ἐνταῦθα ἔδοξε κράτιστον εἶναι τοὺς ἑπομένους πολεμίους φοβῆσαι, εἴ τις δύναιτο, μὴ ἐπίοιεν τοῖς κάμνουσι. καὶ ἦν μὲν σκότος ἤδη, οἱ δὲ προσῇσαν πολλῷ θορύβῳ ἀμφὶ ὧν εἶχον διαφερόμενοι. [4.5.18] ἔνθα δὴ οἱ ὀπισθοφύλακες, ἅτε ὑγιαίνοντες, ἐξαναστάντες ἔδραμον εἰς τοὺς πολεμίους· οἱ δὲ κάμνοντες ἀνακραγόντες ὅσον ἐδύναντο μέγιστον τὰς ἀσπίδας πρὸς τὰ δόρατα ἔκρουσαν. οἱ δὲ πολέμιοι δείσαντες ἧκαν ἑαυτοὺς κατὰ τῆς χιόνος εἰς τὴν νάπην, καὶ οὐδεὶς ἔτι οὐδαμοῦ ἐφθέγξατο. [4.5.19] καὶ Ξενοφῶν μὲν καὶ οἱ σὺν αὐτῷ εἰπόντες τοῖς ἀσθενοῦσιν ὅτι τῇ ὑστεραίᾳ ἥξουσί τινες ἐπ᾽ αὐτούς, πορευόμενοι πρὶν τέτταρα στάδια διελθεῖν ἐντυγχάνουσιν ἐν τῇ ὁδῷ ἀναπαυομένοις ἐπὶ τῆς χιόνος τοῖς στρατιώταις ἐγκεκαλυμμένοις, καὶ οὐδὲ φυλακὴ οὐδεμία καθειστήκει· καὶ ἀνίστασαν αὐτούς. οἱ δ᾽ ἔλεγον ὅτι οἱ ἔμπροσθεν οὐχ ὑποχωροῖεν. [4.5.20] ὁ δὲ παριὼν καὶ παραπέμπων τῶν πελταστῶν τοὺς ἰσχυροτάτους ἐκέλευε σκέψασθαι τί εἴη τὸ κωλῦον. οἱ δὲ ἀπήγγελλον ὅτι ὅλον οὕτως ἀναπαύοιτο τὸ στράτευμα. [4.5.21] ἐνταῦθα καὶ οἱ περὶ Ξενοφῶντα ηὐλίσθησαν αὐτοῦ ἄνευ πυρὸς καὶ ἄδειπνοι, φυλακὰς οἵας ἐδύναντο καταστησάμενοι. ἐπεὶ δὲ πρὸς ἡμέραν ἦν, ὁ μὲν Ξενοφῶν πέμψας πρὸς τοὺς ἀσθενοῦντας τοὺς νεωτάτους ἀναστήσαντας ἐκέλευεν ἀναγκάζειν προϊέναι.

[4.5.9] Και τούτοι, όταν έτρωγαν λίγο, σηκώνονταν και προχωρούσαν. Ύστερα από μεγάλη πορεία ο Χειρίσοφος φτάνει κατά το δείλι σ᾽ ένα χωριό και βρίσκει μπροστά στο τείχος γυναίκες και κοπέλες, που είχαν πάει στη βρύση να πάρουν νερό. [4.5.10] Αυτές τους ρώτησαν ποιοί ήταν, κι ο διερμηνέας αποκρίθηκε σε περσική γλώσσα πως έρχονται, σταλμένοι από το βασιλιά στο σατράπη. Εκείνες είπαν πως δεν ήταν εκεί, παρά βρισκόταν ένα παρασάγγη μακριά. Οι Έλληνες τότε, επειδή ήταν αργά, μπαίνουν μέσα στο τείχος μαζί με τις γυναίκες που κουβαλούσαν το νερό και τράβηξαν να βρουν τον προεστό του χωριού. [4.5.11] Ο Χειρίσοφος λοιπόν και όσοι από το στράτευμα είχαν δυνάμεις να βαδίσουν, στρατοπέδεψαν εδώ. Οι άλλοι όμως, που δεν μπόρεσαν να τελειώσουν την πορεία, πέρασαν τη νύχτα χωρίς φαγητό και χωρίς φωτιά. Γι᾽ αυτό χάθηκαν κι εδώ μερικοί στρατιώτες. [4.5.12] Εξάλλου τους ακολουθούσαν και κάτι εχθρικές ομάδες, που άρπαζαν όσα ζώα δεν μπορούσαν να περπατούν, και μάλιστα τσακώνονταν αναμεταξύ τους γι᾽ αυτά. Από τους Έλληνες στρατιώτες πάλι έμεναν πίσω εκείνοι που είχαν χάσει την όρασή τους από τα χιόνια ή που είχαν πάθει κρυοπαγήματα από τη μεγάλη παγωνιά. [4.5.13] Μπορούσε όμως να προφυλάξει κανείς την όρασή του από το χιόνι, αν κρατούσε ένα μαύρο πράγμα μπροστά στα μάτια την ώρα που βάδιζε. Προφυλαχτικό μέτρο για τα πόδια ήταν να κινείται κανείς, χωρίς να σταματά καθόλου, και να βγάζει τα παπούτσια του τη νύχτα. [4.5.14] Ενώ σ᾽ όσους κοιμόνταν φορώντας τα, χώνονταν τα λουριά μέσα στα πόδια τους και τα παπούτσια κοκάλιαζαν τριγύρω. Γιατί τώρα φορούσαν τσαρούχια φτιαγμένα από δέρματα νιόγδαρτων βοδιών, αφού τα πρώτα παπούτσια τους είχαν λιώσει.
[4.5.15] Επειδή υπόφεραν από τέτοιες κακουχίες, έμεναν πίσω μερικοί στρατιώτες. Και όταν είδαν μια τοποθεσία που ήταν μαύρη, γιατί εκεί δεν υπήρχε χιόνι, συμπέραιναν πως είχε λιώσει. Και πραγματικά είχε λιώσει εξαιτίας κάποιας βρύσης, που έβγαζε ατμούς σε μια γειτονική, δασωμένη κοιλάδα. Προς τα εκεί ξεστράτισαν και κάθισαν, κι έλεγαν πως δεν θα βαδίσουν πιο πέρα. [4.5.16] Ο Ξενοφώντας όμως, που διοικούσε την οπισθοφυλακή, μόλις τους πήρε είδηση, τους παρακαλούσε με κάθε τρόπο να μη μένουν πίσω, λέγοντας πως ακολουθούν πολλοί εχθροί συγκεντρωμένοι. Στο τέλος μάλιστα θύμωσε. Μα εκείνοι τον πρότρεπαν να τους σφάξει, γιατί δεν θα μπορούσαν να προχωρήσουν. [4.5.17] Τότε νόμισε πως ήταν προτιμότερο να κάμει τους εχθρούς που έρχονταν ξοπίσω τους να φοβηθούν, αν ήταν δυνατό, για να μην επιτεθούν στους άρρωστους. Θα είχε σκοτεινιάσει πια κι οι εχθροί πλησίαζαν με μεγάλο θόρυβο, γιατί τσακώνονταν για κείνα που είχαν αρπάξει.
[4.5.18] Τότε λοιπόν οι στρατιώτες της οπισθοφυλακής, που ήταν γεροί, σηκώθηκαν κι έτρεξαν καταπάνω στους εχθρούς. Οι άρρωστοι πάλι, φωνάζοντας όσο μπορούσαν δυνατότερα, χτύπησαν τις ασπίδες με τα δόρατα. Απ᾽ αυτά οι εχθροί φοβήθηκαν και ρίχτηκαν μέσα από τα χιόνια στη δασωμένη κοιλάδα και κανενός τους πια δεν ακούστηκε η φωνή από πουθενά. [4.5.19] Ύστερα ο Ξενοφώντας με τους δικούς του είπαν στους άρρωστους πως την άλλη μέρα θα πάνε μερικοί να τους φροντίσουν, και συνέχισαν την πορεία. Προτού βαδίσουν τέσσερα στάδια, συναντούν τους στρατιώτες που ήταν ξαπλωμένοι μέσα στο δρόμο, πάνω στο χιόνι, σκεπασμένοι, χωρίς να υπάρχει καθόλου φρουρά. Προσπαθούσαν να τους σηκώσουν, αυτοί όμως έλεγαν πως οι πρώτοι δεν προχωρούσαν. [4.5.20] Εκείνος τότε συνέχισε την πορεία, έστειλε μάλιστα μπροστά τους πιο γερούς πελταστές και τους πρόσταξε να εξετάσουν ποιό ήταν το εμπόδιο. Τούτοι του έφεραν την πληροφορία πως όλος ο στρατός αναπαυόταν μ᾽ αυτόν τον τρόπο. [4.5.21] Έτσι και οι στρατιώτες του Ξενοφώντα πέρασαν την νύχτα τους εκεί, χωρίς φωτιά και χωρίς φαγητό, μονάχα που έβαλαν φρουρές όπως μπορούσαν. Όταν όμως πλησίαζε να ξημερώσει, ο Ξενοφώντας έστειλε στους άρρωστους τους πιο νέους, με τη διαταγή να τους σηκώσουν και να τους αναγκάσουν να προχωρούν.