ΙΙΙ. ΤΟ ΕΠΙΛΟΓΙΚΟ ΜΕΡΟΣ [222c] ΑΠΟΛΛΟΔΩΡΟΣ. Αυτά μου αφηγήθηκε ο Αριστόδημος, είπε ο Αλκιβιάδης και ξέσπασαν σε γέλια με την ελευθεροστομία του, καθώς άφησε να φανεί ότι ακόμα δεν έπαυσε να ᾽χει έρωτα με τον Σωκράτη. Κι ο Σωκράτης είπε: «Αλκιβιάδη, δε μου φαίνεσαι μεθυσμένος. Γιατί διαφορετικά δε θα σκάρωνες τόσο έξυπνα παραπέτασμα γύρω γύρω, προσπαθώντας ν᾽ αποκρύψεις τον σκοπό, για τον οποίο έκανες όλη αυτή την αγόρευση· τάχα μου, αναφερόμενος σ᾽ αυτόν σαν σε παρωνυχίδα, τον έβαλες στο τέλος τέλος, σαν να μην ήταν αυτός, για τον οποίο τα είπες όλα: για να μας κάνεις να τσακωνόμαστε εγώ κι [222d] ο Αγάθων, επειδή θέλεις να πιστεύεις ότι εγώ είμαι υποχρεωμένος να είμαι αποκλειστικά δικός σου εραστής, κι ο Αγάθων να είναι δικός σου ερωμένος και κανενός άλλου. Όμως δεν έπιασε το τέχνασμά σου και νά που αυτό το σατυρικό και σιληνικό σου δράμα ξεσκεπάστηκε. Αλλά, αγαπητέ μου Αγάθων, ας μην του περάσει, αλλά πάρε τα μέτρα σου, ώστε κανείς να μη σπείρει ζιζάνια ανάμεσά μας». Λοιπόν, ο Αγάθων αποκρίθηκε: «Σίγουρα, Σωκράτη, [222e] φαίνεται ότι έχεις δίκιο. Καταλήγω σ᾽ αυτό το συμπέρασμα απ᾽ το ότι ήρθε και ξάπλωσε ανάμεσα σ᾽ εμένα και σ᾽ εσένα, για να μας χωρίσει. Λοιπόν, δε θα του περάσει, αλλά εγώ θα σηκωθώ και θα έρθω να ξαπλώσω στο πλευρό σου». «Έτσι μπράβο, είπε ο Σωκράτης, έλα και ξάπλωσε εδώ, στα δεξιά μου». «Δία θεέ μου! είπε ο Αλκιβιάδης, τί τραβώ πάλι απ᾽ αυτό τον άνθρωπο! Εννοεί σ᾽ όλα τα πάντα να με βάζει κάτω. Αλλά, άνθρωπε που δεν έχεις το θεό σου, αν δε γίνεται τίποτε άλλο, άφησε τον Αγάθωνα να ξαπλώσει ανάμεσά μας». «Αυτό ξέγραψέ το! είπε ο Σωκράτης. Γιατί εσύ έπλεξες ήδη το εγκώμιο μου, λοιπόν σειρά μου τώρα να πλέξω το εγκώμιο του διπλανού μου απ᾽ τα δεξιά. Λοιπόν, αν ο Αγάθων ξαπλώσει στα δεξιά σου, θα είναι βέβαια υποχρεωμένος και αυτός να πλέξει το εγκώμιό μου, ενώ το σωστό θα ᾽τανε μάλλον ν᾽ ακούσει προηγουμένως να τον εγκωμιάζω εγώ· αλλά, [223a] μυστήριε άνθρωπε, δώσε τόπο στην οργή σου και μην κάνεις σα στενόκαρδος, που θα εγκωμιάσω εγώ τον νεαρό· γιατί και πολύ το θέλω να του πλέξω το εγκώμιο». «Ωραία! Ωραία! φώναξε ο Αγάθων· Αλκιβιάδη, με τίποτε δε μένω εδώ, αλλά ένα μόνο θέλω, ν᾽ αλλάξω θέση, για ν᾽ ακούσω να μ᾽ εγκωμιάζει ο Σωκράτης». «Νά τα μας πάλι!, είπε ο Αλκιβιάδης, τα ίδια και τα ίδια: έτσι κι είναι παρών ο Σωκράτης, κανένας άλλος δεν μπορεί να χαρεί τη συντροφιά των ωραίων. Και τώρα, γιά δες με πόση εφευρετικότητα βρήκε πειστική δικαιολογία, ώστε ο νεαρός μας να ξαπλώσει δίπλα του!».
|