Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΑΤΩΝ

Συμπόσιον (222c-223a)


[222c] Εἰπόντος δὴ ταῦτα τοῦ Ἀλκιβιάδου γέλωτα γενέσθαι ἐπὶ τῇ παρρησίᾳ αὐτοῦ, ὅτι ἐδόκει ἔτι ἐρωτικῶς ἔχειν τοῦ Σωκράτους. τὸν οὖν Σωκράτη, Νήφειν μοι δοκεῖς, φάναι, ὦ Ἀλκιβιάδη. οὐ γὰρ ἄν ποτε οὕτω κομψῶς κύκλῳ περιβαλλόμενος ἀφανίσαι ἐνεχείρεις οὗ ἕνεκα ταῦτα πάντα εἴρηκας, καὶ ὡς ἐν παρέργῳ δὴ λέγων ἐπὶ τελευτῆς αὐτὸ ἔθηκας, ὡς οὐ πάντα τούτου ἕνεκα εἰρηκώς, τοῦ ἐμὲ καὶ [222d] Ἀγάθωνα διαβάλλειν, οἰόμενος δεῖν ἐμὲ μὲν σοῦ ἐρᾶν καὶ μηδενὸς ἄλλου, Ἀγάθωνα δὲ ὑπὸ σοῦ ἐρᾶσθαι καὶ μηδ᾽ ὑφ᾽ ἑνὸς ἄλλου. ἀλλ᾽ οὐκ ἔλαθες, ἀλλὰ τὸ σατυρικόν σου δρᾶμα τοῦτο καὶ σιληνικὸν κατάδηλον ἐγένετο. ἀλλ᾽, ὦ φίλε Ἀγάθων, μηδὲν πλέον αὐτῷ γένηται, ἀλλὰ παρασκευάζου ὅπως ἐμὲ καὶ σὲ μηδεὶς διαβαλεῖ.
Τὸν οὖν Ἀγάθωνα εἰπεῖν, Καὶ μήν, ὦ Σώκρατες, [222e] κινδυνεύεις ἀληθῆ λέγειν. τεκμαίρομαι δὲ καὶ ὡς κατεκλίνη ἐν μέσῳ ἐμοῦ τε καὶ σοῦ, ἵνα χωρὶς ἡμᾶς διαλάβῃ. οὐδὲν οὖν πλέον αὐτῷ ἔσται, ἀλλ᾽ ἐγὼ παρὰ σὲ ἐλθὼν κατακλινήσομαι.
Πάνυ γε, φάναι τὸν Σωκράτη, δεῦρο ὑποκάτω ἐμοῦ κατακλίνου.
Ὦ Ζεῦ, εἰπεῖν τὸν Ἀλκιβιάδην, οἷα αὖ πάσχω ὑπὸ τοῦ ἀνθρώπου. οἴεταί μου δεῖν πανταχῇ περιεῖναι. ἀλλ᾽ εἰ μή τι ἄλλο, ὦ θαυμάσιε, ἐν μέσῳ ἡμῶν ἔα Ἀγάθωνα κατακεῖσθαι.
Ἀλλ᾽ ἀδύνατον, φάναι τὸν Σωκράτη. σὺ μὲν γὰρ ἐμὲ ἐπῄνεσας, δεῖ δὲ ἐμὲ αὖ τὸν ἐπὶ δεξί᾽ ἐπαινεῖν. ἐὰν οὖν ὑπὸ σοὶ κατακλινῇ Ἀγάθων, οὐ δήπου ἐμὲ πάλιν ἐπαινέσεται, πρὶν ὑπ᾽ ἐμοῦ μᾶλλον ἐπαινεθῆναι; ἀλλ᾽ ἔασον, [223a] ὦ δαιμόνιε, καὶ μὴ φθονήσῃς τῷ μειρακίῳ ὑπ᾽ ἐμοῦ ἐπαινεθῆναι· καὶ γὰρ πάνυ ἐπιθυμῶ αὐτὸν ἐγκωμιάσαι.
Ἰοῦ ἰοῦ, φάναι τὸν Ἀγάθωνα, Ἀλκιβιάδη, οὐκ ἔσθ᾽ ὅπως ἂν ἐνθάδε μείναιμι, ἀλλὰ παντὸς μᾶλλον μεταναστήσομαι, ἵνα ὑπὸ Σωκράτους ἐπαινεθῶ.
Ταῦτα ἐκεῖνα, φάναι τὸν Ἀλκιβιάδην, τὰ εἰωθότα· Σωκράτους παρόντος τῶν καλῶν μεταλαβεῖν ἀδύνατον ἄλλῳ. καὶ νῦν ὡς εὐπόρως καὶ πιθανὸν λόγον ηὗρεν, ὥστε παρ᾽ ἑαυτῷ τουτονὶ κατακεῖσθαι.


ΙΙΙ. ΤΟ ΕΠΙΛΟΓΙΚΟ ΜΕΡΟΣ
[222c] ΑΠΟΛΛΟΔΩΡΟΣ. Αυτά μου αφηγήθηκε ο Αριστόδημος, είπε ο Αλκιβιάδης και ξέσπασαν σε γέλια με την ελευθεροστομία του, καθώς άφησε να φανεί ότι ακόμα δεν έπαυσε να ᾽χει έρωτα με τον Σωκράτη. Κι ο Σωκράτης είπε: «Αλκιβιάδη, δε μου φαίνεσαι μεθυσμένος. Γιατί διαφορετικά δε θα σκάρωνες τόσο έξυπνα παραπέτασμα γύρω γύρω, προσπαθώντας ν᾽ αποκρύψεις τον σκοπό, για τον οποίο έκανες όλη αυτή την αγόρευση· τάχα μου, αναφερόμενος σ᾽ αυτόν σαν σε παρωνυχίδα, τον έβαλες στο τέλος τέλος, σαν να μην ήταν αυτός, για τον οποίο τα είπες όλα: για να μας κάνεις να τσακωνόμαστε εγώ κι [222d] ο Αγάθων, επειδή θέλεις να πιστεύεις ότι εγώ είμαι υποχρεωμένος να είμαι αποκλειστικά δικός σου εραστής, κι ο Αγάθων να είναι δικός σου ερωμένος και κανενός άλλου. Όμως δεν έπιασε το τέχνασμά σου και νά που αυτό το σατυρικό και σιληνικό σου δράμα ξεσκεπάστηκε. Αλλά, αγαπητέ μου Αγάθων, ας μην του περάσει, αλλά πάρε τα μέτρα σου, ώστε κανείς να μη σπείρει ζιζάνια ανάμεσά μας».
Λοιπόν, ο Αγάθων αποκρίθηκε: «Σίγουρα, Σωκράτη, [222e] φαίνεται ότι έχεις δίκιο. Καταλήγω σ᾽ αυτό το συμπέρασμα απ᾽ το ότι ήρθε και ξάπλωσε ανάμεσα σ᾽ εμένα και σ᾽ εσένα, για να μας χωρίσει. Λοιπόν, δε θα του περάσει, αλλά εγώ θα σηκωθώ και θα έρθω να ξαπλώσω στο πλευρό σου».
«Έτσι μπράβο, είπε ο Σωκράτης, έλα και ξάπλωσε εδώ, στα δεξιά μου».
«Δία θεέ μου! είπε ο Αλκιβιάδης, τί τραβώ πάλι απ᾽ αυτό τον άνθρωπο! Εννοεί σ᾽ όλα τα πάντα να με βάζει κάτω. Αλλά, άνθρωπε που δεν έχεις το θεό σου, αν δε γίνεται τίποτε άλλο, άφησε τον Αγάθωνα να ξαπλώσει ανάμεσά μας».
«Αυτό ξέγραψέ το! είπε ο Σωκράτης. Γιατί εσύ έπλεξες ήδη το εγκώμιο μου, λοιπόν σειρά μου τώρα να πλέξω το εγκώμιο του διπλανού μου απ᾽ τα δεξιά. Λοιπόν, αν ο Αγάθων ξαπλώσει στα δεξιά σου, θα είναι βέβαια υποχρεωμένος και αυτός να πλέξει το εγκώμιό μου, ενώ το σωστό θα ᾽τανε μάλλον ν᾽ ακούσει προηγουμένως να τον εγκωμιάζω εγώ· αλλά, [223a] μυστήριε άνθρωπε, δώσε τόπο στην οργή σου και μην κάνεις σα στενόκαρδος, που θα εγκωμιάσω εγώ τον νεαρό· γιατί και πολύ το θέλω να του πλέξω το εγκώμιο».
«Ωραία! Ωραία! φώναξε ο Αγάθων· Αλκιβιάδη, με τίποτε δε μένω εδώ, αλλά ένα μόνο θέλω, ν᾽ αλλάξω θέση, για ν᾽ ακούσω να μ᾽ εγκωμιάζει ο Σωκράτης».
«Νά τα μας πάλι!, είπε ο Αλκιβιάδης, τα ίδια και τα ίδια: έτσι κι είναι παρών ο Σωκράτης, κανένας άλλος δεν μπορεί να χαρεί τη συντροφιά των ωραίων. Και τώρα, γιά δες με πόση εφευρετικότητα βρήκε πειστική δικαιολογία, ώστε ο νεαρός μας να ξαπλώσει δίπλα του!».