Οι ομολογίες που πετυχαίνονται με βασανιστήρια είναι ένα είδος μαρτυρίας και θεωρούνται αξιόπιστες, επειδή χρησιμοποιείται κάποιος εξαναγκασμός. Δεν είναι λοιπόν δύσκολο να δούμε ποιά είναι και σ᾽ αυτήν την περίπτωση τα πιθανά επιχειρήματα, με τα οποία μπορούμε, στην περίπτωση που είναι υπέρ του ομιλούντος, να ενισχύσουμε το κύρος αυτών των ομολογιών λέγοντας ότι είναι το μόνο αληθινό αποδεικτικό και υποστηρικτικό υλικό. [1377a] Αν όμως είναι κατά του ομιλούντος και υπέρ του αντιδίκου, ο ομιλών μπορεί να καταρρίψει το κύρος τους λέγοντας αυτό που είναι αλήθεια συνολικά για το είδος των ομολογιών που πετυχαίνονται με βασανιστήρια· γιατί καθόλου δεν λένε λιγότερα ψέματα από ό,τι αλήθειες κάτω από την πίεση του εξαναγκασμού, είτε γιατί είναι αποφασισμένοι να αντέξουν τα πάντα παρά να πουν την αλήθεια είτε λέγοντας με μεγάλη ευκολία ψέματα για να γλιτώσουν μια ώρα αρχύτερα. Πρέπει, επίσης, να μπορεί ο ομιλών να αναφέρει ανάλογα παραδείγματα από το παρελθόν γνωστά στους δικαστές. [Πρέπει επίσης να λέει ότι οι ομολογίες που πετυχαίνονται με βασανιστήρια δεν ανταποκρίνονται στην αλήθεια· γιατί πολλοί χοντρόμυαλοι και σκληρόπετσοι άνθρωποι, άνθρωποι με δυνατή ψυχή, δείχνουν μεγάλη αντοχή στα βασανιστήρια, ενώ οι δειλοί και οι συνεσταλμένοι άνθρωποι δείχνουν θάρρος ως τη στιγμή που αντικρίζουν τα όργανα των βασανιστηρίων. Δεν μπορεί, επομένως, να έχει κανείς εμπιστοσύνη στις ομολογίες που αποσπώνται με βασανιστήρια.] Ενσχέσει με τους όρκους μπορούμε να διακρίνουμε τέσσερις περιπτώσεις: ή ο ένας διάδικος επάγει όρκο στον αντίδικό του και αυτός το δέχεται, ή δεν συμβαίνει ούτε το ένα ούτε το άλλο, ή συμβαίνει το ένα, όχι όμως και το άλλο, και στην τελευταία αυτή περίπτωση ή ο ένας διάδικος επάγει όρκο, ο αντίδικός του όμως δεν δέχεται να ορκισθεί, ή ο ένας δέχεται να ορκισθεί, ο αντίδικός του όμως δεν του επάγει όρκο. Πέρα από αυτά εξετάζουμε και κάτι άλλο ακόμη: αν ο όρκος δόθηκε ήδη στο παρελθόν από τον έναν ή από τον άλλον διάδικο. Στην περίπτωση που κάποιος δεν επάγει όρκο στον αντίδικό του, μπορεί να λέει ότι οι άνθρωποι παίρνουν εύκολα ψεύτικους όρκους· επίσης ότι αυτός που ορκίστηκε δεν προχωρεί πάντοτε σε αποκατάσταση, ενώ αν δεν ορκιστεί, οι δικαστές σίγουρα θα τον καταδικάσουν· ακόμη ότι ο κίνδυνος αυτός, να αφήσει δηλαδή την απόφαση στους δικαστές, είναι προτιμότερος, επειδή έχει εμπιστοσύνη σ᾽ αυτούς, όχι όμως στον αντίδικό του. Στην περίπτωση, πάλι, που δεν αποδέχεται τον όρκο που του επάγει ο αντίδικος, μπορεί να λέει ότι πρόκειται για υποβιβασμό του όρκου σε θέμα χρημάτων, και ότι αν ήταν φαύλος άνθρωπος, θα ορκιζόταν· γιατί είναι προτιμότερο να είναι κανείς φαύλος για κάποιο όφελος παρά για το τίποτε· αν λοιπόν ορκισθεί, θα κερδίσει, αν όμως δεν ορκισθεί, όχι· και έτσι, ο λόγος που δεν αποδέχεται τον όρκο είναι η αρετή του, όχι ο φόβος της ψευδορκίας. Και ο λόγος του Ξενοφάνη, ότι δεν είναι ίδια η πρόκληση, όταν γίνεται από ασεβή άνθρωπο προς άνθρωπο ευσεβή, βρίσκει εδώ απόλυτη εφαρμογή: είναι σαν ένας ρωμαλέος άντρας να προκαλεί έναν αδύναμο άνθρωπο να χτυπηθούν. Στην περίπτωση, τώρα, που αποδέχεται τον όρκο που του επάγει ο αντίδικός του, μπορεί να λέει ότι έχει εμπιστοσύνη στον εαυτό του, όχι όμως στον αντίδικό του. Και μεταστρέφοντας τον λόγο του Ξενοφάνη μπορεί να λέει ότι ισότητα υπάρχει με αυτόν τον τρόπο: αν ο ασεβής επάγει τον όρκο και ο ευσεβής (τον δέχεται και) ορκίζεται. Ακόμη ότι θα ήταν φοβερό να μην είναι πρόθυμος να αποδεχτεί τον όρκο σε μια υπόθεση στην οποία ο ίδιος το βρίσκει σωστό για εκείνους να δικάσουν, αφού πρώτα ορκιστούν. Στην περίπτωση που επάγει όρκο στον αντίδικό του, μπορεί να λέει ότι είναι δείγμα ευσέβειας το να είναι πρόθυμος να αναθέσει το θέμα στους θεούς· και ότι, επίσης, δεν υπάρχει καμιά ανάγκη ο αντίδικος να ζητάει άλλους κριτές, αφού ο ίδιος αναθέτει σ᾽ αυτόν την κρίση. Και ότι θα ήταν άτοπο να μην είναι πρόθυμος να ορκιστεί σε μια υπόθεση στην οποία ο ίδιος το βρίσκει σωστό για άλλους να ορκιστούν. Τώρα που έχει γίνει φανερό τί πρέπει να λέει κανείς στην κάθε επιμέρους περίπτωση, είναι φανερό τί πρέπει επίσης να λέει όταν οι περιπτώσεις συνδυάζονται, αν π.χ. ο ίδιος είναι πρόθυμος να δεχτεί τον όρκο, όχι όμως και να τον επαγάγει στον αντίδικό του· επίσης αν είναι πρόθυμος να επαγάγει όρκο στον αντίδικό του, όχι όμως και να δώσει ο ίδιος τον όρκο που ο αντίδικός του του επάγει· επίσης αν είναι πρόθυμος και να δώσει όρκο και να τον επαγάγει στον αντίδικό του· [1377b] τέλος αν δεν είναι πρόθυμος ούτε για το ένα ούτε για το άλλο. Όλοι, πράγματι, αυτοί οι συνδυασμοί προκύπτουν κατανάγκην από τις περιπτώσεις που ήδη είπαμε· άρα και τα επιχειρήματα θα είναι συνδυασμός των επιχειρημάτων που ήδη είπαμε. Αν ένας όρκος έχει ήδη δοθεί από τον ομιλούντα στο παρελθόν και το περιεχόμενό του έρχεται σε αντίφαση με όσα ο ίδιος λέει σήμερα, πρέπει να πει ότι δεν υπάρχει ψευδορκία· γιατί το αδίκημα είναι πράξη εκούσια, και η ψευδορκία είναι αδίκημα, ό,τι όμως γίνεται με βία και με δόλο είναι ακούσιο. Πρέπει λοιπόν εδώ να καταλήξει κανείς στο συμπέρασμα ότι η ψευδορκία έχει να κάνει με το μυαλό, όχι με τη γλώσσα. Αν όμως ο παλαιότερος όρκος έγινε από τον αντίδικο και είναι αντίθετος με όσα αυτός λέει σήμερα, ο ομιλών να λέει ότι όποιος δεν μένει σταθερός σε όσα βεβαίωσε με όρκο, ανατρέπει τα πάντα· αυτός είναι και ο λόγος που οι δικαστές προχωρούν σε εφαρμογή των νόμων, αφού πρώτα ορκιστούν. Να λέει επίσης: «Για σας το βρίσκουν σωστό να μένετε σταθεροί στους όρκους με τους οποίους ορκιστήκατε ότι θα δικάσετε, οι ίδιοι όμως δεν μένουν σταθεροί» — μαζί και όσα άλλα μπορεί να πει κανείς προκειμένου να δώσει μέγεθος στο πράγμα. Ας θεωρηθούν λοιπόν αρκετά όσα είπαμε για τις άτεχνες αποδείξεις. |