Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΞΕΝΟΦΩΝ

Ἑλληνικά (3.5.16-3.5.25)

[3.5.16] Ὁ μὲν ταῦτ᾽ εἰπὼν ἐπαύσατο. τῶν δ᾽ Ἀθηναίων πάμπολλοι μὲν συνηγόρευον, πάντες δ᾽ ἐψηφίσαντο βοηθεῖν αὐτοῖς. Θρασύβουλος δὲ ἀποκρινάμενος τὸ ψήφισμα καὶ τοῦτο ἐνεδείκνυτο, ὅτι ἀτειχίστου τοῦ Πειραιῶς ὄντος ὅμως παρακινδυνεύσοιεν χάριτα αὐτοῖς ἀποδοῦναι μείζονα ἢ ἔλαβον. ὑμεῖς μὲν γάρ, ἔφη, οὐ συνεστρατεύσατε ἐφ᾽ ἡμᾶς, ἡμεῖς δέ γε μεθ᾽ ὑμῶν μαχούμεθα ἐκείνοις, ἂν ἴωσιν ἐφ᾽ ὑμᾶς. [3.5.17] οἱ μὲν δὴ Θηβαῖοι ἀπελθόντες παρεσκευάζοντο ὡς ἀμυνούμενοι, οἱ δ᾽ Ἀθηναῖοι ὡς βοηθήσοντες. καὶ μὴν οἱ Λακεδαιμόνιοι οὐκέτι ἔμελλον, ἀλλὰ Παυσανίας μὲν ὁ βασιλεὺς ἐπορεύετο εἰς τὴν Βοιωτίαν τό τε οἴκοθεν ἔχων στράτευμα καὶ τὸ ἐκ Πελοποννήσου, πλὴν Κορίνθιοι οὐκ ἠκολούθουν αὐτοῖς. ὁ δὲ Λύσανδρος, ἄγων τὸ ἀπὸ Φωκέων καὶ Ὀρχομενοῦ καὶ τῶν κατ᾽ ἐκεῖνα χωρίων στράτευμα, ἔφθη τὸν Παυσανίαν ἐν τῷ Ἁλιάρτῳ γενόμενος. [3.5.18] ἥκων δὲ οὐκέτι ἡσυχίαν ἔχων ἀνέμενε τὸ ἀπὸ Λακεδαίμονος στράτευμα, ἀλλὰ σὺν οἷς εἶχεν ᾔει πρὸς τὸ τεῖχος τῶν Ἁλιαρτίων. καὶ τὸ μὲν πρῶτον ἔπειθεν αὐτοὺς ἀφίστασθαι καὶ αὐτονόμους γίγνεσθαι· ἐπεὶ δὲ τῶν Θηβαίων τινὲς ὄντες ἐν τῷ τείχει διεκώλυον, προσέβαλε πρὸς τὸ τεῖχος. [3.5.19] ἀκούσαντες δὲ ταῦτα οἱ Θηβαῖοι, δρόμῳ ἐβοήθουν οἵ τε ὁπλῖται καὶ οἱ ἱππεῖς. ὁπότερα μὲν οὖν, εἴτε λαθόντες τὸν Λύσανδρον ἐπέπεσον αὐτῷ εἴτε καὶ αἰσθόμενος προσιόντας ὡς κρατήσων ὑπέμενεν, ἄδηλον· τοῦτο δ᾽ οὖν σαφές, ὅτι παρὰ τὸ τεῖχος ἡ μάχη ἐγένετο· καὶ τροπαῖον ἕστηκε πρὸς τὰς πύλας τῶν Ἁλιαρτίων. ἐπεὶ δὲ ἀποθανόντος Λυσάνδρου ἔφευγον οἱ ἄλλοι πρὸς τὸ ὄρος, ἐδίωκον ἐρρωμένως οἱ Θηβαῖοι. [3.5.20] ὡς δὲ ἄνω ἤδη ἦσαν διώκοντες καὶ δυσχωρία τε καὶ στενοπορία ὑπελάμβανεν αὐτούς, ὑποστρέψαντες οἱ ὁπλῖται ἠκόντιζόν τε καὶ ἔβαλλον. ὡς δὲ ἔπεσον αὐτῶν δύο ἢ τρεῖς οἱ πρῶτοι καὶ ἐπὶ τοὺς λοιποὺς ἐπεκυλίνδουν πέτρους εἰς τὸ κάταντες καὶ πολλῇ προθυμίᾳ ἐνέκειντο, ἐτρέφθησαν οἱ Θηβαῖοι ἀπὸ τοῦ κατάντους καὶ ἀποθνῄσκουσιν αὐτῶν πλείους ἢ διακόσιοι. [3.5.21] ταύτῃ μὲν οὖν τῇ ἡμέρᾳ οἱ Θηβαῖοι ἠθύμουν, νομίζοντες οὐκ ἐλάττω κακὰ πεπονθέναι ἢ πεποιηκέναι· τῇ δ᾽ ὑστεραίᾳ ἐπεὶ ᾔσθοντο ἀπεληλυθότας ἐν νυκτὶ τούς τε Φωκέας καὶ τοὺς ἄλλους ἅπαντας οἴκαδε ἑκάστους, ἐκ τούτου μεῖζον δὴ ἐφρόνουν ἐπὶ τῷ γεγενημένῳ. ἐπεὶ δ᾽ αὖ ὁ Παυσανίας ἀνεφαίνετο ἔχων τὸ ἐκ Λακεδαίμονος στράτευμα, πάλιν αὖ ἐν μεγάλῳ κινδύνῳ ἡγοῦντο εἶναι, καὶ πολλὴν ἔφασαν σιωπήν τε καὶ ταπεινότητα ἐν τῷ στρατεύματι εἶναι αὐτῶν. [3.5.22] ὡς δὲ τῇ ὑστεραίᾳ οἵ τε Ἀθηναῖοι ἐλθόντες συμπαρετάξαντο ὅ τε Παυσανίας οὐ προσῆγεν οὐδὲ ἐμάχετο, ἐκ τούτου τὸ μὲν Θηβαίων πολὺ μεῖζον φρόνημα ἐγίγνετο· ὁ δὲ Παυσανίας συγκαλέσας πολεμάρχους καὶ πεντηκοντῆρας ἐβουλεύετο πότερον μάχην συνάπτοι ἢ ὑπόσπονδον τόν τε Λύσανδρον ἀναιροῖτο καὶ τοὺς μετ᾽ αὐτοῦ πεσόντας. [3.5.23] λογιζόμενος δ᾽ ὁ Παυσανίας καὶ οἱ ἄλλοι ‹οἱ› ἐν τέλει Λακεδαιμονίων ὡς Λύσανδρος τετελευτηκὼς εἴη καὶ τὸ μετ᾽ αὐτοῦ στράτευμα ἡττημένον ἀποκεχωρήκοι, καὶ Κορίνθιοι μὲν παντάπασιν οὐκ ἠκολούθουν αὐτοῖς, οἱ δὲ παρόντες οὐ προθύμως στρατεύοιντο· ἐλογίζοντο δὲ καὶ τὸ ἱππικὸν ὡς τὸ μὲν ἀντίπαλον πολύ, τὸ δὲ αὑτῶν ὀλίγον εἴη, τὸ δὲ μέγιστον, ὅτι οἱ νεκροὶ ὑπὸ τῷ τείχει ἔκειντο, ὥστε οὐδὲ κρείττοσιν οὖσι διὰ τοὺς ἀπὸ τῶν πύργων ῥᾴδιον εἴη ἀνελέσθαι· διὰ οὖν πάντα ταῦτα ἔδοξεν αὐτοῖς τοὺς νεκροὺς ὑποσπόνδους ἀναιρεῖσθαι. [3.5.24] οἱ μέντοι Θηβαῖοι εἶπαν ὅτι οὐκ ἂν ὑποδοῖεν τοὺς νεκρούς, εἰ μὴ ἐφ᾽ ᾧτε ἀπιέναι ἐκ τῆς χώρας. οἱ δὲ ἄσμενοί τε ταῦτα ἤκουσαν καὶ ἀνελόμενοι τοὺς νεκροὺς ἀπῇσαν ἐκ τῆς Βοιωτίας. τούτων δὲ πραχθέντων οἱ μὲν Λακεδαιμόνιοι ἀθύμως ἀπῇσαν, οἱ δὲ Θηβαῖοι μάλα ὑβριστικῶς, εἰ καὶ μικρόν τις τῶν χωρίων του ἐπιβαίη, παίοντες ἐδίωκον εἰς τὰς ὁδούς. αὕτη μὲν δὴ οὕτως ἡ στρατιὰ τῶν Λακεδαιμονίων διελύθη. [3.5.25] ὁ μέντοι Παυσανίας ἐπεὶ ἀφίκετο οἴκαδε, ἐκρίνετο περὶ θανάτου. κατηγορουμένου δ᾽ αὐτοῦ καὶ ὅτι ὑστερήσειεν εἰς Ἁλίαρτον τοῦ Λυσάνδρου, συνθέμενος εἰς τὴν αὐτὴν ἡμέραν παρέσεσθαι, καὶ ὅτι ὑποσπόνδους ἀλλ᾽ οὐ μάχῃ ἐπειρᾶτο τοὺς νεκροὺς ἀναιρεῖσθαι, καὶ ὅτι τὸν δῆμον τῶν Ἀθηναίων λαβὼν ἐν τῷ Πειραιεῖ ἀνῆκε, καὶ πρὸς τούτοις οὐ παρόντος ἐν τῇ δίκῃ, θάνατος αὐτοῦ κατεγνώσθη· καὶ ἔφυγεν εἰς Τεγέαν, καὶ ἐτελεύτησε μέντοι ἐκεῖ νόσῳ. κατὰ μὲν οὖν τὴν Ἑλλάδα ταῦτ᾽ ἐπράχθη.

[3.5.16] Έτσι τέλειωσε τον λόγο του ο αντιπρόσωπός τους. Πολλοί Αθηναίοι τον υποστήριξαν, κι όλοι ψήφισαν να τους βοηθήσουν. Ο Θρασύβουλος τους ανακοίνωσε το ψήφισμα σαν απόκριση στο αίτημά τους, με την πρόσθετη παρατήρηση ότι μόλο που ο Πειραιάς ήταν ανοχύρωτος, οι Αθηναίοι θα ριψοκινδύνευαν για να προσφέρουν στους Θηβαίους υπηρεσία μεγαλύτερη από κείνη που τους είχαν προσφέρει αυτοί: «Γιατί εσείς», είπε, «αρκεστήκατε να μην πάρετε μέρος στην εκστρατεία εναντίον μας, ενώ εμείς θα πολεμήσουμε στο πλευρό σας εναντίον τους, αν σας επιτεθούν».
[3.5.17] Οι Θηβαίοι έφυγαν κι άρχισαν να ετοιμάζουν την άμυνά τους, κι οι Αθηναίοι τη βοήθεια που θα τους έδιναν. Ωστόσο οι Λακεδαιμόνιοι δεν έχασαν άλλο καιρό: ο βασιλιάς Παυσανίας κίνησε για τη Βοιωτία με τον στρατό τον δικό τους και των Πελοποννησίων, εκτός από τους Κορινθίους που δεν θέλησαν να τους ακολουθήσουν. Ο Λύσανδρος, από την άλλη, με τον στρατό των Φωκέων και του Ορχομενού και των πόλεων εκείνης της περιοχής, έφτασε στον Αλίαρτο πριν από τον Παυσανία. [3.5.18] Σαν έφτασε όμως δεν κάθισε να περιμένει τον στρατό από τη Λακεδαίμονα, παρά προχώρησε με τις δυνάμεις που είχε προς τα τείχη των Αλιαρτίων. Στην αρχή δοκίμασε να τους πείσει να εγκαταλείψουν τους Θηβαίους και να γίνουν ανεξάρτητοι, όταν ωστόσο μερικοί Θηβαίοι που βρίσκονταν μέσα στην πόλη τούς εμπόδισαν, έκανε έφοδο στα τείχη. [3.5.19] Μόλις το ᾽μαθαν στη Θήβα, έτρεξαν σ᾽ ενίσχυση οι οπλίτες και το ιππικό.
Τώρα δεν είναι σίγουρο τί από τα δύο γίνηκε — αν ο Λύσανδρος αιφνιδιάστηκε από την επίθεσή τους ή αν κατάλαβε τον ερχομό τους, αλλά κράτησε τη θέση του νομίζοντας ότι θα νικήσει· βέβαιο είναι πάντως ότι η μάχη δόθηκε κοντά στα τείχη. (Το τρόπαιο βρίσκεται στημένο κοντά στην πύλη του Αλιάρτου). Από τη στιγμή που σκοτώθηκε ο Λύσανδρος, οι άνδρες του έφυγαν προς το βουνό. Οι Θηβαίοι τους καταδίωξαν με σθένος. [3.5.20] Κάποτε ωστόσο έφτασαν στα ψηλά, όπου συνάντησαν δύσβατο έδαφος και στενοποριές· τότε οι κυνηγημένοι οπλίτες γύρισαν πίσω και έριχναν ακόντια και βέλη. Όταν σκότωσαν δυο τρεις από τους πρώτους, κι άρχισαν να κυλάνε από ψηλά πέτρες πάνω στους υπόλοιπους και να τους χτυπάνε με ορμή, οι Θηβαίοι υποχώρησαν άτακτα στον κατήφορο κι έχασαν περισσότερους από διακόσιους άνδρες.
[3.5.21] Εκείνη τη μέρα λοιπόν το ηθικό των Θηβαίων ήταν πεσμένο, γιατί έκριναν πως οι ζημιές που είχαν πάθει δεν ήταν μικρότερες από εκείνες που είχαν προκαλέσει στους αντιπάλους. Την επομένη, μαθαίνοντας ότι οι Φωκείς κι όλοι οι άλλοι είχαν φύγει νύχτα κι είχαν σκορπίσει ο καθένας στον τόπο του, άρχισαν να νιώθουν πολύ περήφανοι για το κατόρθωμά τους. Όταν όμως φάνηκε ο Παυσανίας με τον στρατό από τη Λακεδαίμονα, νόμισαν ξανά πως διατρέχουν μεγάλο κίνδυνο, και λένε πως πολλή σιγή και κατήφεια επικρατούσε ανάμεσά τους. [3.5.22] Ωστόσο την άλλη μέρα έφτασαν οι Αθηναίοι και παρατάχτηκαν μαζί τους, ενώ ο Παυσανίας ούτε προχωρούσε ούτε άρχιζε μάχη· τότε το ηθικό των Θηβαίων αναπτερώθηκε. Στο μεταξύ ο Παυσανίας έκανε συμβούλιο με τους πολεμάρχους και τους πεντηκοντάρχους για ν᾽ αποφασίσουν αν έπρεπε να δώσουν μάχη ή να κάνουν εκεχειρία για την παραλαβή του νεκρού του Λυσάνδρου και των υπόλοιπων που είχαν πέσει μαζί του. [3.5.23] Ο Παυσανίας κι οι άλλοι Λακεδαιμόνιοι αξιωματούχοι συλλογίστηκαν ότι ο Λύσανδρος είχε σκοτωθεί κι ο στρατός του είχε φύγει νικημένος, ότι οι Κορίνθιοι δεν συμμετείχαν στην εκστρατεία κι ότι όσοι έπαιρναν μέρος ήταν απρόθυμοι· συλλογίστηκαν ακόμα και το πρόβλημα του ιππικού, ότι οι αντίπαλοι είχαν ιππικό πολύ κι εκείνοι λίγο — και, το σπουδαιότερο, ότι οι νεκροί κείτονταν κάτω από τα τείχη, έτσι που και να νικούσαν δεν θα τους ήταν εύκολο να τους περιμαζέψουν, εξαιτίας των φρουρών στους πύργους· για όλους αυτούς τους λόγους αποφάσισαν να κάνουν εκεχειρία για την παραλαβή των νεκρών.
[3.5.24] Οι Θηβαίοι ωστόσο είπαν ότι δεν θα παρέδιδαν τους νεκρούς παρά μόνο αν οι άλλοι δέχονταν να εγκαταλείψουν τη χώρα. Τούτοι βρήκαν ακόμα κι αυτούς τους όρους ικανοποιητικούς, παρέλαβαν τους νεκρούς και ξεκίνησαν να φύγουν από τη Βοιωτία. Έπειτ᾽ απ᾽ αυτό, και καθώς οι Λακεδαιμόνιοι έφευγαν αποκαρδιωμένοι, οι Θηβαίοι τους φέρονταν πολύ προσβλητικά: όταν τύχαινε κάποιος στρατιώτης να πατήσει για λίγο το κτήμα κανενός, τον έδιωχναν με χτυπήματα ώς τον δρόμο.
Τέτοιο στάθηκε λοιπόν το τέλος αυτής της εκστρατείας των Λακεδαιμονίων. [3.5.25] Ο Παυσανίας όμως, μόλις έφτασε στην πατρίδα του, δικάστηκε κι υπήρχε πιθανότητα να τον εκτελέσουν: τον κατηγορούσαν ότι πήγε στον Αλίαρτο μετά τον Λύσανδρο ενώ είχε συμφωνήσει να βρίσκεται εκεί την ίδια μέρα, ότι παρέλαβε τους νεκρούς μ᾽ εκεχειρία αντί να προσπαθήσει να τους πάρει πίσω με μάχη, κι ότι τον καιρό που είχε τους Αθηναίους δημοκρατικούς στο χέρι του, στον Πειραιά, τους είχε αφήσει να ξεφύγουν. Επειδή κοντά στ᾽ άλλα δεν παρουσιάστηκε και στη δίκη, καταδικάστηκε σε θάνατο· τότε κατέφυγε στην Τεγέα, όπου πέθανε από αρρώστια.
Όσο για την Ελλάδα, λοιπόν, αυτά τα γεγονότα συνέβηκαν.