Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΞΕΝΟΦΩΝ

Κύρου Ἀνάβασις (4.4.14-4.5.8)

[4.4.14] Μετὰ ταῦτα ἐδόκει πάλιν διασκηνητέον εἶναι [τὰς κώμας] εἰς στέγας. ἔνθα δὴ οἱ στρατιῶται σὺν πολλῇ κραυγῇ καὶ ἡδονῇ ᾖσαν ἐπὶ τὰς στέγας καὶ τὰ ἐπιτήδεια· ὅσοι δὲ ὅτε τὸ πρότερον ἀπῇσαν τὰς οἰκίας ἐνέπρησαν ὑπὸ ἀτασθαλίας, δίκην ἐδίδοσαν κακῶς σκηνοῦντες. [4.4.15] ἐντεῦθεν ἔπεμψαν νυκτὸς Δημοκράτην Τημνίτην ἄνδρας δόντες ἐπὶ τὰ ὄρη ἔνθα ἔφασαν οἱ ἀποσκεδαννύμενοι καθορᾶν τὰ πυρά· οὗτος γὰρ ἐδόκει καὶ πρότερον πολλὰ ἤδη ἀληθεῦσαι τοιαῦτα, τὰ ὄντα τε ὡς ὄντα καὶ τὰ μὴ ὄντα ὡς οὐκ ὄντα. [4.4.16] πορευθεὶς δὲ τὰ μὲν πυρὰ οὐκ ἔφη ἰδεῖν, ἄνδρα δὲ συλλαβὼν ἧκεν ἄγων ἔχοντα τόξον Περσικὸν καὶ φαρέτραν καὶ σάγαριν οἵανπερ καὶ ‹αἱ› Ἀμαζόνες ἔχουσιν. [4.4.17] ἐρωτώμενος δὲ ποδαπὸς εἴη Πέρσης μὲν ἔφη εἶναι, πορεύεσθαι δ᾽ ἀπὸ τοῦ Τιριβάζου στρατοπέδου, ὅπως ἐπιτήδεια λάβοι. οἱ δὲ ἠρώτων αὐτὸν τὸ στράτευμα ὁπόσον τε εἴη καὶ ἐπὶ τίνι συνειλεγμένον. [4.4.18] ὁ δὲ εἶπεν ὅτι Τιρίβαζος εἴη ἔχων τήν τε ἑαυτοῦ δύναμιν καὶ μισθοφόρους Χάλυβας καὶ Ταόχους· παρεσκευάσθαι δὲ αὐτὸν ἔφη ὡς ἐπὶ τῇ ὑπερβολῇ τοῦ ὄρους ἐν τοῖς στενοῖς ᾗπερ μοναχῇ εἴη πορεία, ἐνταῦθα ἐπιθησόμενον τοῖς Ἕλλησιν.
[4.4.19] Ἀκούσασι τοῖς στρατηγοῖς ταῦτα ἔδοξε τὸ στράτευμα συναγαγεῖν· καὶ εὐθὺς φύλακας καταλιπόντες καὶ στρατηγὸν ἐπὶ τοῖς μένουσι Σοφαίνετον Στυμφάλιον ἐπορεύοντο ἔχοντες ἡγεμόνα τὸν ἁλόντα ἄνθρωπον. [4.4.20] ἐπειδὴ δὲ ὑπερέβαλλον τὰ ὄρη, οἱ πελτασταὶ προϊόντες καὶ κατιδόντες τὸ στρατόπεδον οὐκ ἔμειναν τοὺς ὁπλίτας, ἀλλ᾽ ἀνακραγόντες ἔθεον ἐπὶ τὸ στρατόπεδον. [4.4.21] οἱ δὲ βάρβαροι ἀκούσαντες τὸν θόρυβον οὐχ ὑπέμειναν, ἀλλ᾽ ἔφευγον· ὅμως δὲ καὶ ἀπέθανόν τινες τῶν βαρβάρων καὶ ἵπποι ἥλωσαν εἰς εἴκοσι καὶ ἡ σκηνὴ ἡ Τιριβάζου ἑάλω καὶ ἐν αὐτῇ κλῖναι ἀργυρόποδες καὶ ἐκπώματα καὶ οἱ ἀρτοκόποι καὶ οἱ οἰνοχόοι φάσκοντες εἶναι. [4.4.22] ἐπειδὴ δὲ ἐπύθοντο ταῦτα οἱ τῶν ὁπλιτῶν στρατηγοί, ἐδόκει αὐτοῖς ἀπιέναι τὴν ταχίστην ἐπὶ τὸ στρατόπεδον, μή τις ἐπίθεσις γένοιτο τοῖς καταλελειμμένοις. καὶ εὐθὺς ἀνακαλεσάμενοι τῇ σάλπιγγι ἀπῇσαν, καὶ ἀφίκοντο αὐθημερὸν ἐπὶ τὸ στρατόπεδον.
[4.5.1] Τῇ δ᾽ ὑστεραίᾳ ἐδόκει πορευτέον εἶναι ὅπῃ δύναιντο τάχιστα πρὶν ἢ συλλεγῆναι τὸ στράτευμα πάλιν καὶ καταλαβεῖν τὰ στενά. συσκευασάμενοι δ᾽ εὐθὺς ἐπορεύοντο διὰ χιόνος πολλῆς ἡγεμόνας ἔχοντες πολλούς· καὶ αὐθημερὸν ὑπερβαλόντες τὸ ἄκρον ἐφ᾽ ᾧ ἔμελλεν ἐπιτίθεσθαι Τιρίβαζος κατεστρατοπεδεύσαντο. [4.5.2] ἐντεῦθεν δ᾽ ἐπορεύθησαν σταθμοὺς ἐρήμους τρεῖς παρασάγγας πεντεκαίδεκα ἐπὶ τὸν Εὐφράτην ποταμόν, καὶ διέβαινον αὐτὸν βρεχόμενοι πρὸς τὸν ὀμφαλόν. ἐλέγοντο δ᾽ οὐδὲ πηγαὶ πρόσω εἶναι. [4.5.3] ἐντεῦθεν ἐπορεύοντο διὰ χιόνος πολλῆς καὶ πεδίου σταθμοὺς τρεῖς παρασάγγας †πεντεκαίδεκα†. ὁ δὲ τρίτος ἐγένετο χαλεπὸς καὶ ἄνεμος βορρᾶς ἐναντίος ἔπνει παντάπασιν ἀποκαίων πάντα καὶ πηγνὺς τοὺς ἀνθρώπους. [4.5.4] ἔνθα δὴ τῶν μάντεών τις εἶπε σφαγιάσασθαι τῷ ἀνέμῳ, καὶ σφαγιάζεται· καὶ πᾶσι δὴ περιφανῶς ἔδοξεν λῆξαι τὸ χαλεπὸν τοῦ πνεύματος. ἦν δὲ τῆς χιόνος τὸ βάθος ὀργυιά· ὥστε καὶ τῶν ὑποζυγίων καὶ τῶν ἀνδραπόδων πολλὰ ἀπώλετο καὶ τῶν στρατιωτῶν ὡς τριάκοντα. [4.5.5] διεγένοντο δὲ τὴν νύκτα πῦρ καίοντες· ξύλα δ᾽ ἦν ἐν τῷ σταθμῷ πολλά· οἱ δὲ ὀψὲ προσιόντες ξύλα οὐκ εἶχον. οἱ οὖν πάλαι ἥκοντες καὶ τὸ πῦρ καίοντες οὐ προσίεσαν πρὸς τὸ πῦρ τοὺς ὀψίζοντας, εἰ μὴ μεταδοῖεν αὐτοῖς πυροὺς ἢ ἄλλο [τι] εἴ τι ἔχοιεν βρωτόν. [4.5.6] ἔνθα δὴ μετεδίδοσαν ἀλλήλοις ὧν εἶχον ἕκαστοι. ἔνθα δὲ τὸ πῦρ ἐκαίετο, διατηκομένης τῆς χιόνος βόθροι ἐγένοντο μεγάλοι ἔστε ἐπὶ τὸ δάπεδον· οὗ δὴ παρῆν μετρεῖν τὸ βάθος τῆς χιόνος. [4.5.7] ἐντεῦθεν δὲ τὴν ἐπιοῦσαν ἡμέραν ὅλην ἐπορεύοντο διὰ χιόνος, καὶ πολλοὶ τῶν ἀνθρώπων ἐβουλιμίασαν. Ξενοφῶν δ᾽ ὀπισθοφυλακῶν καὶ καταλαμβάνων τοὺς πίπτοντας τῶν ἀνθρώπων ἠγνόει ὅ τι τὸ πάθος εἴη. [4.5.8] ἐπειδὴ δὲ εἶπέ τις αὐτῷ τῶν ἐμπείρων ὅτι σαφῶς βουλιμιῶσι κἄν τι φάγωσιν ἀναστήσονται, περιιὼν περὶ τὰ ὑποζύγια, εἴ πού τι ὁρῴη βρωτόν, διεδίδου καὶ διέπεμπε διδόντας τοὺς δυναμένους περιτρέχειν τοῖς βουλιμιῶσιν.

[4.4.14] Κατόπι νόμισαν πως έπρεπε να χωριστούν πάλι, για να μείνουν στα σπίτια των χωριών. Κι οι στρατιώτες τότε με φωνές και χαρές τραβούσαν για τα σπίτια και για τα τρόφιμα. Όσοι όμως από ανοησία τα έκαψαν πρωτύτερα που έφευγαν, τώρα τιμωρήθηκαν, γιατί η διαμονή τους παρουσίαζε δυσκολίες. [4.4.15] Από κει έστειλαν τη νύχτα το Δημοκράτη τον Τημνίτη μαζί με άλλους στρατιώτες στα βουνά, εκεί που έλεγαν εκείνοι που ξεμάκραιναν από το στρατόπεδο πως έβλεπαν φωτιές. Γιατί είχαν τη γνώμη πως αυτός και πρωτύτερα είχε φέρει ακριβείς πληροφορίες σε πολλές παρόμοιες περιπτώσεις, παρουσιάζοντας και τα πραγματικά σαν πραγματικά και τα ψεύτικα σαν ψεύτικα. [4.4.16] Πήγε λοιπόν και γυρίζοντας είπε πως δεν είδε φωτιές, έπιασε και έφερε όμως έναν άντρα, που κρατούσε τόξο περσικό και φαρέτρα κι ένα τσεκούρι σαν αυτό που κρατούν οι Αμαζόνες. [4.4.17] Όταν τον ρώτησαν ποιά ήταν η πατρίδα του, απάντησε πως είναι Πέρσης και πως ήρθε από το στρατόπεδο του Τιρίβαζου για να πάρει τρόφιμα. Τον ρώτησαν ακόμα πόσος ήταν ο στρατός και για ποιόν σκοπό είχε συγκεντρωθεί. [4.4.18] Κι εκείνος αποκρίθηκε πως εκεί βρισκόταν ο Τιρίβαζος με το στρατό του και με μισθοφόρους Χάλυβες και Ταόχους. Και πρόσθεσε πως όταν οι Έλληνες θα διαβαίνουν το βουνό, στην κλεισούρα που είναι το μοναδικό πέραμα, εκεί θα τους επιτεθεί ο Τιρίβαζος.
[4.4.19] Τ᾽ άκουσαν αυτά οι στρατηγοί και αποφάσισαν να συγκεντρώσουν το στρατό. Αμέσως άφησαν φρουρούς και επικεφαλής τους το στρατηγό Σοφαίνετο το Στυμφάλιο, ενώ οι άλλοι άρχισαν να προχωρούν έχοντας για οδηγό τον Πέρση που είχαν πιάσει. [4.4.20] Εκεί που περνούσαν τα βουνά, πήγαν πιο μπροστά οι πελταστές και μόλις ξεχώρισαν το εχθρικό στρατόπεδο έτρεχαν καταπάνω του με δυνατές φωνές, χωρίς να περιμένουν τους οπλίτες. [4.4.21] Και οι βάρβαροι, μόλις άκουσαν το θόρυβο, άρχισαν να φεύγουν χωρίς αντίσταση. Ωστόσο σκοτώθηκαν μερικοί εχθροί, πιάστηκαν καμιά εικοσαριά άλογα και κυριεύτηκε η σκηνή του Τιρίβαζου. Εκεί μέσα βρέθηκαν κρεβάτια με ασημένια πόδια και κούπες και μερικοί άνθρωποι, που έλεγαν πως έχουν για δουλειά τους να φτιάνουν τα ψωμιά και να βάζουν το κρασί στα ποτήρια. [4.4.22] Όταν τα έμαθαν αυτά οι στρατηγοί των οπλιτών, αποφάσισαν να γυρίσουν όσο μπορούσαν γρηγορότερα στο στρατόπεδο, από φόβο μήπως οι εχθροί επιτεθούν σε κείνους που είχαν μείνει εκεί. Γι᾽ αυτό ξαναφώναξαν αμέσως με τη σάλπιγγα τους στρατιώτες κι έφυγαν, κι έφτασαν στο στρατόπεδο την ίδια μέρα.
[4.5.1] Την άλλη μέρα έκριναν πως έπρεπε να προχωρήσουν όσο γίνεται γρηγορότερα, προτού ξανασυγκεντρωθεί ο εχθρικός στρατός και πιάσει τα στενά. Γι᾽ αυτό ετοίμασαν τις αποσκευές στη στιγμή κι άρχισαν να προχωρούν ανάμεσα στο άφθονο χιόνι, έχοντας τώρα πολλούς οδηγούς. Την ίδια μέρα πέρασαν τη βουνοκορφή, όπου είχε σκοπό να τους επιτεθεί ο Τιρίβαζος, και ύστερα στρατοπέδεψαν. [4.5.2] Από κει βάδισαν τρεις σταθμούς σε ακατοίκητη χώρα, προχώρησαν δεκαπέντε παρασάγγες κι έφτασαν στον Ευφράτη ποταμό που, καθώς τον περνούσαν, τα νερά τούς έβρεχαν ως τον αφαλό. Έλεγαν μάλιστα πως και οι πηγές του ήταν κοντά. [4.5.3] Απ᾽ αυτό το μέρος προχωρούσαν ανάμεσα στο άφθονο χιόνι του κάμπου και, βαδίζοντας τρεις σταθμούς, πέρασαν πέντε παρασάγγες. Τον τρίτο σταθμό όμως τον βάδισαν δύσκολα, γιατί φυσούσε βοριάς που τους χτυπούσε στο πρόσωπο κι έκαιγε ολότελα τα πάντα και ξεπάγιαζε τους ανθρώπους. [4.5.4] Τότε ένας μάντης είπε να κάμουν θυσία στον άνεμο. Πραγματικά έγινε η θυσία, και ολοφάνερα είδαν όλοι πως έπαψε η σφοδρότητα του αέρα. Μα και το χιόνι είχε βάθος μια οργιά. Γι᾽ αυτό χάθηκαν και υποζύγια και πολλοί αιχμάλωτοι και καμιά τριανταριά στρατιώτες. [4.5.5] Πάντως εκείνη τη νύχτα την πέρασαν ανάβοντας φωτιές, μια και υπήρχαν άφθονα ξύλα στο σταθμό. Όσοι όμως έρχονταν αργά, δεν είχαν ξύλα. Γι᾽ αυτό εκείνοι που είχαν φτάσει πρωτύτερα κι άναβαν τη φωτιά, δεν άφηναν να την πλησιάσουν όσοι έρχονταν αργότερα, εκτός αν τους έδιναν σιτάρι ή κάτι άλλο φαγώσιμο απ᾽ αυτά που τους βρίσκονταν. [4.5.6] Έτσι έδιναν ο ένας στον άλλο ό,τι είχαν. Τότε σε όποιο μέρος άναβαν φωτιά, έλιωνε το χιόνι και σχηματίζονταν μεγάλοι λάκκοι, που πήγαιναν ως το έδαφος. Εκεί μπορούσε κανείς να μετρήσει το βάθος του χιονιού. [4.5.7] Απ᾽ αυτόν τον τόπο προχωρούσαν ολόκληρη την άλλη μέρα ανάμεσα στο χιόνι και πολλοί άνθρωποι εξαντλήθηκαν από την πείνα. Και ο Ξενοφώντας, που βρισκόταν στην οπισθοφυλακή και συναντούσε εκείνους που έπεφταν, δεν ήξερε τί πάθαιναν. [4.5.8] Όταν όμως κάποιος απ᾽ αυτούς που γνώριζαν τί συμβαίνει του είπε ότι οπωσδήποτε εξαντλήθηκαν από την πείνα κι αν φάνε κάτι θα σηκωθούν, πορεύτηκε ως εκεί που ήταν τα υποζύγια και, όπου έβλεπε τίποτε φαγώσιμο, το μοίραζε. Έστελναν κι εκείνους που μπορούσαν να τρέχουν, για να δίνουν κάτι στους εξαντλημένους από την πείνα.