Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ (1448-1499)

ΧΟ. νέα τάδε νεόθεν ἦλθέ μοι [στρ. α]
‹νέα› βαρύποτμα κακὰ παρ᾽ ἀλαοῦ ξένου,
1450 εἴ τι μοῖρα μὴ κιγχάνει.
ματᾶν γὰρ οὐδὲν ἀξίω-
μα δαιμόνων ἔχω φράσαι.
ὁρᾷ, ὁρᾷ πάντ᾽ ἀεὶ
χρόνος, †ἐπεὶ μὲν† ἕτερα,
1455 τὰ δὲ παρ᾽ ἦμαρ αὖθις αὔξων ἄνω.
ἔκτυπεν αἰθήρ, ὦ Ζεῦ.

ΟΙ. ὦ τέκνα τέκνα, πῶς ἄν, εἴ τις ἔντοπος,
τὸν πάντ᾽ ἄριστον δεῦρο Θησέα πόροι;
ΑΝ. πάτερ, τί δ᾽ ἐστὶ τἀξίωμ᾽ ἐφ᾽ ᾧ καλεῖς;
1460 ΟΙ. Διὸς πτερωτὸς ἥδε μ᾽ αὐτίκ᾽ ἄξεται
βροντὴ πρὸς Ἅιδην· ἀλλὰ πέμψαθ᾽ ὡς τάχος.

ΧΟ. ἴδε μάλα μέγας ἐρείπεται [αντ. α]
κτύπος ἄφατος ὅδε διόβολος· ἐς δ᾽ ἄκραν
1465 δεῖμ᾽ ὑπῆλθε κρατὸς φόβαν.
ἔπταξα θυμόν· οὐράνια
γὰρ ἀστραπὰ φλέγει πάλιν.
τί μὰν ἀφήσει βέλος;
δέδια τόδ᾽· οὐ γὰρ ἅλιον
1470 ἀφορμᾷ ποτ᾽, οὐδ᾽ ἄνευ ξυμφορᾶς.
ὦ μέγας αἰθήρ, ὦ Ζεῦ.

ΟΙ. ὦ παῖδες, ἥκει τῷδ᾽ ἐπ᾽ ἀνδρὶ θέσφατος
βίου τελευτή, κοὐκέτ᾽ ἔστ᾽ ἀποστροφή.
ΑΝ. πῶς οἶσθα; τῷ δὲ τοῦτο συμβαλὼν ἔχεις;
1475 ΟΙ. καλῶς κάτοιδ᾽· ἀλλ᾽ ὡς τάχιστά μοι μολὼν
ἄνακτα χώρας τῆσδέ τις πορευσάτω.

ΧΟ. ἔα ἔα, ἰδοὺ μάλ᾽ αὖ- [στρ. β]
θις ἀμφίσταται διαπρύσιος ὄτοβος.
1480 ἵλαος, ὦ δαίμων, ἵλαος, εἴ τι γᾷ
ματέρι τυγχάνεις ἀφεγγὲς φέρων.
ἐναισίου δὲ σοῦ τύχοι-
μι, μηδ᾽ ἄλαστον ἄνδρ᾽ ἰδὼν
ἀκερδῆ χάριν μετάσχοιμί πως.
1485 Ζεῦ ἄνα, σοὶ φωνῶ.

ΟΙ. ἆρ᾽ ἐγγὺς ἁνήρ; ἆρ᾽ ἔτ᾽ ἐμψύχου, τέκνα,
κιχήσεταί μου καὶ κατορθοῦντος φρένα;
ΑΝ. τί δ᾽ ἂν θέλοις τὸ πιστὸν ἐμφῦναι φρενί;
ΟΙ. ἀνθ᾽ ὧν ἔπασχον εὖ, τελεσφόρον χάριν
1490 δοῦναί σφιν ἥνπερ τυγχάνων ὑπεσχόμην.

ΧΟ. ἰὼ ἰώ, παῖ, βᾶθι βᾶθ᾽ [αντ. β]
†εἴτ᾽ ἄκραν ἐπὶ† γύαλον ἐναλίῳ
Ποσειδανίῳ θεῷ τυγχάνεις
1495 βούθυτον ἑστίαν ἁγίζων, ἱκοῦ.
ὁ γὰρ ξένος σε καὶ πόλι-
σμα καὶ φίλους ἐπαξιοῖ
δικαίαν χάριν παρασχεῖν παθών.
σπεῦσον, ἄισσ᾽, ὦναξ.

ΧΟ. Νέο το κακό, νέες οι συμφορές,
βαριές με βρίσκουν πάλι, μ᾽ αυτόν
τον ξένο, τον αόμματο, εκτός και αν
η μοίρα μάς προλάβει με το δικό της
1450τέλος.
Γιατί το ξέρω και το λέω·
βουλή θεών καμιά δεν έμεινε
ποτέ ατέλεστη.
Βλέπει τα πάντα ο χρόνος,
βλέπει παντού με τ᾽ άγρυπνό του μάτι,
κι άλλοτε αργά, κάποτε μες στην ίδια
1455μέρα, φτάνουν τα έργα του στο τέρμα.
Ο ουρανός βροντά, ω Δία.
ΟΙ. Παιδιά, παιδιά μου, ποιός ντόπιος μπορεί
να φέρει τον Θησέα εδώ, τον άριστό σας βασιλιά;
ΑΝ. Όμως γιατί; τί θες και τον καλείς, πατέρα;
1460ΟΙ. Του Δία η βροντή, αυτή με τα φτερά της
στον Άδη θα με κατεβάσει. Γι᾽ αυτό στείλετε
κάποιον γρήγορα.

ΧΟ. Άκου, του Δία ο κεραυνός,
μέγας και τρομερός, τώρα
γκρεμίζεται με βρόντο.
1465Ανατριχιάζει ο φόβος τις ρίζες
των μαλλιών μου. Σφίχτηκε η ψυχή μου.
Γιατί ουράνια η αστραπή φλέγεται
πάλι. Το αστροπελέκι πού θα πέσει;
Μάταια ποτέ δεν πέφτει, χωρίς να φέρει
1470κάποια συμφορά.
Αιθέρα απέραντε, ω Δία.
ΟΙ. Καλές μου θυγατέρες, εμένα που με βλέπετε,
φτάνει το τέλος τώρα της ζωής μου, και δεν υπάρχει
άλλος τρόπος να το αποτρέψει.
ΑΝ. Και πώς το ξέρεις; από τί το συμπεραίνεις;
1475ΟΙ. Καλά το ξέρω. Αλλά κάποιος να πάει να φέρει
εδώ για χάρη μου τον βασιλιά της χώρας, το ταχύτερο.

ΧΟ. Έα, έα. Να ο τριγμός, μακρόσυρτος,
με περιζώνει της βροντής.
Έλεος, θε μου, έλεος. Να μη μου τύχει 1480
ανταμοιβή ολέθρια, που αυτόν εδώ είδα
σημαδεμένο.
1485Άκουσε, Δία, σ᾽ εσένα υψώνω την κραυγή μου.
ΟΙ. Είναι κοντά ο βασιλιάς, παιδιά μου; Θα με προφτάσει
ζωντανό, όσο κρατούν τα λογικά μου;
ΑΝ. Μα τί γυρεύεις; ποιό μυστικό θέλεις
να εμπιστευτείς στη μνήμη του;
ΟΙ. Θέλω καλό ν᾽ ανταποδώσω τελεσφόρο για το καλό
1490που μου έκανε, όπως το έχω υποσχεθεί.

ΧΟ. Ιώ, ιώ. Πρόφτασε, γιε μου, έλα.
Ανίσως βρίσκεσαι κάπου αλλού,
αν όχι στην άλλην άκρη της κοιλάδας, θυσία
προσφέροντας στον Ποσειδώνα,
τον θαλασσινό θεό, σφάζοντας βόδια
1495στον βωμό του.
Έλα, Θησέα, ο ξένος θέλει σ᾽ εσένα,
στην πόλη και στους φίλους ν᾽ αντιπροσφέρει
χάρη στη χάρη σου.
Πρόφτασε, άνακτα, και μην αργείς.


ΚΟΜΜΟΣ
ΧΟΡ. Νέα αυτά πάλι μας ήρθαν
βαρυστέναχτα νέα κακά απ᾽ τον αόμματο ξένο,
1450α δε βάλει το χέρι της η Μοίρα·
γιατί δεν ξέρω να βγαίνει του κάκου ποτέ
καμιά βουλή των θεών.
Έχει πάντα το μάτι του πάνω σ᾽ αυτά
έχει πάντα του ο Χρόνος,
που κατεβάζει τον ένα
και σε μια μέρ᾽ ανεβάζει τον άλλο ψηλά—
Βροντάει ο ουρανός· βοήθα, Θε μου.

ΟΙΔ. Παιδιά, παιδιά μου, πως θενα μπορούσε
κανείς από τους ντόπιους να μου στείλει
εδώ τον άξιο σ᾽ όλα τον Θησέα;
ΑΝΤ. Και σαν τί θες που τον καλείς, πατέρα;
1460ΟΙΔ. Αυτή του Δία η φτερωτή βροντή
σε λίγο θα με πάει στον Άδη· μόνο
στείλετε όσο πιο γρήγορα μπορείτε.

ΧΟΡ. Άκου με τί τρομερό
κι ανείπωτο βρόντο ο θεόρριχτος
σκάει κεραυνός·
φόβος περνάει ως την άκρη
των μαλλιών της κορφής μου
και σφίγγ᾽ η καρδιά μου.
Τον ουρανό ξανά πάλι φλογίζ᾽ η αστραπή·
σαν τί να φέρνει μαζί της κακό;
Δειλιάζω· γιατί έτσι του κάκου
1470δεν πέφτει χωρίς συφορά.
Ω μεγάλε ουρανέ! βοήθα, Θε μου.

ΟΙΔ. Ω κόρες μου, έχει φτάσει πια για μένα
το μοιρόγραφτο τέλος της ζωής μου
και καμιά αναβολή πια δεν υπάρχει.
ΑΝΤ. Πώς ξέρεις; κι από τί το συμπεραίνεις;
ΟΙΔ. Καλά το ξέρω· μόνο ας τρέξει κάποιος
το βασιλιά της χώρα να μου φέρει.

ΧΟΡ. Α! νά ξανά πάλι
με περιζώνει μακρόσυρτος
ο βροντοσάλαγος·
1480ω σπλαχνίσου μας, Θε μου, σπλαχνίσου,
αν τύχει και φέρνεις
καμιά σκοτεινή συφορά
σ᾽ αυτή τη γη τη μητέρα μας.
Δείξε μας το έλεός σου· κι αν ήταν
αυτός, που είδαμε εδώ, θεομίσητος,
ας μη λάχει και μένα στο μέρος μου
κανέν᾽ άστρεγο κέρδος·
ω πανύψιστε, Δία, σε ικετεύω.

ΟΙΔ. Να ᾽ναι κοντά ο Θησέας; τάχα, παιδιά μου,
θα με προφτάσει ζωντανό και να ᾽χω
σωστά τα λογικά; ΑΝΤ. Τί μυστικό
θα ᾽θελες να του μπιστευτείς, πατέρα;
ΟΙΔ. Για το καλό που είδ᾽ απ᾽ αυτόν, την άξια
να του πλερώσω αντίχαρη, όπως τότε
1490που δεχόμουν τη χάρη τού ειχα τάξει.

ΧΟΡ. Ω πρόφτασε, πρόφτασε, γιε μου
[είτε σιμά εδώ κάπου βρίσκεσαι],
είτε και πέρα στο βαθυλάγγαδο
θυσίες προσφέρεις βοδιών
στους ιερούς τους βωμούς
του θαλάσσιου θεού Ποσειδώνα·
έλα, κι ο ξένος σε σένα, στην πόλη, στους φίλους,
άξια χάρη ζητά να πλερώσει
για όσα είδε από σένα καλά.
Βασιλιά, κάμε γρήγορα, φτάσε.


ΧΟΡ. Καινούριες πάλι συφορές [στρ. α]
μου ᾽ρθανε και μεγάλες
απ᾽ τον τυφλό τον ξένο,
1450εξόν αν είναι η μοίρα του.
Γιατί των θεών κανένα
θέλημα γελασμένο
πως βγαίνει δε μπορώ να ειπώ.
Αυτά ο καιρός τα βλέπει,
τα βλέπει πάντα κι άλλα
κακά βάζοντας στα κακά
τα κάνει πιο μεγάλα.
Βρόντηξε, Δία, ο ουρανός.

ΟΙΔ. Παιδιά μου, αν είναι εδώ κανείς, ας τρέξει το Θησέα,
τον αξετίμητο άνθρωπο, γλήγορα εδώ να φέρει.
ΑΝΤ. Τί τον θέλεις, πατέρα μου, που τον φωνάζεις νά ᾽λθει;
1460ΟΙΔ. Του Δία τούτη η φτερωτή βροντή θανα με φέρει
τώρα στον Άδη· γλήγορα στείλτε λοιπόν για νά ᾽λθει.

ΧΟΡ. Νά, τρομερά μεγάλο [αντ. α]
αστροπελέκι πέφτει
από το Δία ριγμένο·
σκωθήκαν απ᾽ το φόβο
του κεφαλιού μου οι τρίχες·
εδείλιασε η καρδιά μου·
γιατί και πάλι αστράφτει
ο ουρανός· τί τέλος
θα φέρει; το φοβάμαι·
γιατί τ᾽ αστροπελέκι
ποτέ δεν πέφτει δίχως
1470να φέρει συφορά.
Ω Ουρανέ, ω Δία!

ΟΙΔ. Παιδιά μου, ήλθε της ζήσης μου το τέλος, καθώς το ᾽χαν
ειπεί οι θεοί, κι αδύνατο μου είναι να το ξεφύγω.
ΑΝΤ. Και πώς το ξέρεις; κι από πού μπορείς να βγάλεις τούτο;
ΟΙΔ. Το ξέρω εγώ· μα γλήγορα όσο μπορεί, ας πάει
κάποιος εδώ το βασιλιά της χώρας να μου φέρει.

ΧΟΡ. Πω! πω! νά πίσω πάλι [στρ. β]
βροντολογάει τριγύρω
τ᾽ άγριον αστροπελέκι.
1480Σπλαχνίσου μας, θεέ μου,
σπλαχνίσου μας, αν φέρνεις
κάποιο κακό στη χώρα.
Καλόγνωμον ας σέ ᾽βρω,
και τον καταραμένο
τον άντρ᾽ αυτόν αν είδα,
γι᾽ ανταμοιβή ας μη πάρω
καμιά βλαβερή χάρη.
Αφέντη Δία, για σένα
τα λέγω τούτα εγώ.

ΟΙΔ. Κοντά είναι τάχα ο βασιλιάς; άραγε αυτός, παιδιά μου,
θα με προφτάσει ζωντανό; να ᾽χω τα λογικά μου;
ΑΝΤ. Και σαν ποιό τάχα μυστικό να ειπείς σ᾽ αυτόνε θέλεις;
ΟΙΔ. Για τα καλά που μου ᾽καμε, χάρη πραγματική,
1490που ᾽τυχε να του υποσχεθώ, θέλω σ᾽ αυτόν να κάμω.

ΧΟΡ. Ε, ε, παιδί του Αιγέα [αντ. β]
γλήγορα τρέχα ……..
αν είσαι στης λαγκάδας
την άκρη και θυσίες
στης θάλασσας το θεό,
τον Ποσειδώνα, κάνεις
μες στο βωμό, που βόδια
σφάζουν επάνω του, έλα.
Γιατί νομίζει ο ξένος,
πως δίκιο είναι σ᾽ εσένα
στους φίλους και στη χώρα
να κάμει δίκια χάρη
για όσα καλά έχει λάβει.
Γλήγορα, αφέντη, τρέχα.