ΧΟ. Νέο το κακό, νέες οι συμφορές,
βαριές με βρίσκουν πάλι, μ᾽ αυτόν
τον ξένο, τον αόμματο, εκτός και αν
η μοίρα μάς προλάβει με το δικό της
1450τέλος.
Γιατί το ξέρω και το λέω·
βουλή θεών καμιά δεν έμεινε
ποτέ ατέλεστη.
Βλέπει τα πάντα ο χρόνος,
βλέπει παντού με τ᾽ άγρυπνό του μάτι,
κι άλλοτε αργά, κάποτε μες στην ίδια
1455μέρα, φτάνουν τα έργα του στο τέρμα.
Ο ουρανός βροντά, ω Δία.
ΟΙ. Παιδιά, παιδιά μου, ποιός ντόπιος μπορεί
να φέρει τον Θησέα εδώ, τον άριστό σας βασιλιά;
ΑΝ. Όμως γιατί; τί θες και τον καλείς, πατέρα;
1460ΟΙ. Του Δία η βροντή, αυτή με τα φτερά της
στον Άδη θα με κατεβάσει. Γι᾽ αυτό στείλετε
κάποιον γρήγορα.
ΧΟ. Άκου, του Δία ο κεραυνός,
μέγας και τρομερός, τώρα
γκρεμίζεται με βρόντο.
1465Ανατριχιάζει ο φόβος τις ρίζες
των μαλλιών μου. Σφίχτηκε η ψυχή μου.
Γιατί ουράνια η αστραπή φλέγεται
πάλι. Το αστροπελέκι πού θα πέσει;
Μάταια ποτέ δεν πέφτει, χωρίς να φέρει
1470κάποια συμφορά.
Αιθέρα απέραντε, ω Δία.
ΟΙ. Καλές μου θυγατέρες, εμένα που με βλέπετε,
φτάνει το τέλος τώρα της ζωής μου, και δεν υπάρχει
άλλος τρόπος να το αποτρέψει.
ΑΝ. Και πώς το ξέρεις; από τί το συμπεραίνεις;
1475ΟΙ. Καλά το ξέρω. Αλλά κάποιος να πάει να φέρει
εδώ για χάρη μου τον βασιλιά της χώρας, το ταχύτερο.
ΧΟ. Έα, έα. Να ο τριγμός, μακρόσυρτος,
με περιζώνει της βροντής.
Έλεος, θε μου, έλεος. Να μη μου τύχει 1480
ανταμοιβή ολέθρια, που αυτόν εδώ είδα
σημαδεμένο.
1485Άκουσε, Δία, σ᾽ εσένα υψώνω την κραυγή μου.
ΟΙ. Είναι κοντά ο βασιλιάς, παιδιά μου; Θα με προφτάσει
ζωντανό, όσο κρατούν τα λογικά μου;
ΑΝ. Μα τί γυρεύεις; ποιό μυστικό θέλεις
να εμπιστευτείς στη μνήμη του;
ΟΙ. Θέλω καλό ν᾽ ανταποδώσω τελεσφόρο για το καλό
1490που μου έκανε, όπως το έχω υποσχεθεί.
ΧΟ. Ιώ, ιώ. Πρόφτασε, γιε μου, έλα.
Ανίσως βρίσκεσαι κάπου αλλού,
αν όχι στην άλλην άκρη της κοιλάδας, θυσία
προσφέροντας στον Ποσειδώνα,
τον θαλασσινό θεό, σφάζοντας βόδια
1495στον βωμό του.
Έλα, Θησέα, ο ξένος θέλει σ᾽ εσένα,
στην πόλη και στους φίλους ν᾽ αντιπροσφέρει
χάρη στη χάρη σου.
Πρόφτασε, άνακτα, και μην αργείς.
|