Ραψωδία ΔὉρκίων σύγχυσις. Ἀγαμέμνονος ἐπιπώλησις.
Σύνοδον είχαν οι θεοί στο πλάγι του Κρονίδη,
στο δώμα το χρυσόστρωτον και τους κερνούσε η θεία
Ήβη το νέκταρ και φαιδροί με τα χρυσά ποτήρια
αντιπροπίναν κι έβλεπαν την πόλιν του Πριάμου.
5Και να πειράξ᾽ ηθέλησε την Ήραν ο Κρονίδης
και λόγον είπε ανάσκεπον πικρά να την κεντήσει:
«Δύο θεές είναι, θαρρώ, βοηθοί του Μενελάου,
η Άργισσ᾽ Ήρα κ η Αθηνά, η σώστρα των ανδρείων·
αλλά κάθονται ανάμερα και τέρπονται να βλέπουν·
10τον άλλον η φιλόγελη θεά τον παραστέκει
η Αφροδίτη και κακό να πάθει δεν αφήνει·
και ιδού τώρα τον έσωσε στην ώρα του θανάτου·
αλλ᾽ είναι η νίκη φανερά του ανδρείου Μενελάου.
Και τώρα να σκεφθούμ᾽ εμείς, πώς τούτα θα τελειώσουν
15αν πάλιν θα σηκώσουμε φρικτόν πολέμου αγώνα,
ή μεταξύ των δυο λαών θα φέρομεν ειρήνην;
Κι αν το δεχθείτε πρόθυμα με την καρδιά σας όλοι,
ας μείν᾽ η πόλις άφθαρτη του γέροντος Πριάμου
κι ας λάβει ο Μενέλαος οπίσω την Ελένην».
20Αυτά είπε κι εγόγγυσαν η Αθηνά κι η Ήρα,
σιμά καθίζαν κι όλεθρον των Τρώων μελετούσαν
λόγον δεν είπεν η Αθηνά και στον πατέρα Δία
από χολήν εμάνιζεν· αλλ᾽ η χολή στης Ήρας
το στήθος δεν εχώρεσε, και προς εκείνον είπε:
25«Τι ΄πες, Κρονίδη τρομερέ; Πώς ν᾽ αφανίσεις θέλεις
τους κόπους, τον αγώνα μου, τον ίδρον πόχω ιδρώσει;
Και τ᾽ άλογά μου απόκαμαν, ώσπου να συναθροίσω
τόσον λαόν, στον Πρίαμον κακό και στα παιδιά του;
Κάμε το, αλλ᾽ όμως οι θεοί δεν συμφωνούμεν όλοι».
30Εβάρυνε· και « ω τρομερή», της είπεν ο Κρονίδης,
«τι σου ΄καμεν ο Πρίαμος και όλ᾽ η γενεά του
κακό μεγάλο να οργισθείς και τόσο να μανίζεις,
να εξολοθρεύσεις έρριζα την πυργωμένην Τροίαν;
Τες πύλες της αν δεν διαβείς και τα υψηλά της τείχη,
35ωμόν να φας τον Πρίαμον και τα παιδιά του κι όλους
τους Τρώες, δεν γιατρεύεται το πάθος που σε καίει·
κάμε όπως θέλεις, αλλ᾽ ιδέ μη τούτ᾽ η διαφορά μας
κάποτε ανάψει πόλεμον κακόν ανάμεσόν μας·
κι έν᾽ άλλο ακόμα θα σου ειπώ, να το φυλάξει ο νους σου·
40εάν ποτέ προθυμηθώ να εξολοθρεύσω πόλιν,
όπου τυχαίνουν άνθρωποι να ζουν αγαπητοί σου,
μη στην οργήν μου αντισταθείς, αλλ᾽ άφησε να κάμω·
κι εγώ σου την απάφησα με πόνον της ψυχής μου·
και από τες χώρες των θνητών ανθρώπων, όσες είναι
45κάτω από τ᾽ άστρα τ᾽ ουρανού και από το φως του ηλίου,
ολόψυχα επροτίμησα την Ίλιον την θείαν,
τον Πρίαμον και τον λαόν του δυνατού Πριάμου,
ότι ποτέ δεν έλειψε τραπέζι απ᾽ τον βωμόν μου,
σπονδή και κνίσσα, οι προσφορές που των θεών ανήκουν».
50Κι η μεγαλόφθαλμη θεά του απάντησεν η Ήρα:
« Απ᾽ όλες υπεραγαπώ τρεις χώρες εις τον κόσμον·
το Άργος, την πλατύδρομην Μυκήνην και την Σπάρτην·
κατάστρεψέ τες, αν ποτέ κινήσουν την οργήν σου·
δεν θα με ιδείς να υπερμαχώ γι᾽ αυτές ή να γογγύζω,
55ότι δεν θα κατόρθωνα ποσώς να σ᾽ αντισκόψω,
όσα κι αν έκανα, επειδή πολύ ᾽σαι ανώτερός μου·
αλλά και συ τους κόπους μου να χάσω μη θελήσεις,
ότι κι εγώ είμαι θεός κι απ᾽ την δικήν σου ρίζαν,
εγώ η σεβαστότερη του Κρόνου θυγατέρα
60και από το γένος ένδοξη και ότ᾽ είμαι ομόκλινή σου,
και συ ᾽σαι πρώτος βασιλεύς των αθανάτων όλων·
αλλά τώρ᾽ ας συγκλίνομεν, εγώ προς σε και πάλιν
συ προς εμέ κι όλ᾽ οι θεοί θα μας ακολουθήσουν·
συ στείλ᾽ ευθύς την Αθηνάν στων Αχαιών και Τρώων
65τ᾽ αντίμαχα στρατεύματα, να εφεύρει εκείνη τρόπον
ώστε τους όρκους πρότερον να παραβούν οι Τρώες,
προσβάλλοντας τους Αχαιούς που επαίρονται στην νίκην».
Σ᾽ αυτά επείσθη των θεών και ανθρώπων ο πατέρας
κι εστράφη προς την Αθηνάν: « Κατέβα ευθύς» της είπε,
70«στ᾽ αντίμαχα στρατεύματα των Αχαιών και Τρώων,
κάμε τους όρκους πρότερον να παραβούν οι Τρώες,
προσβάλλοντας τους Αχαιούς που επαίρονται στην νίκην».
|