ΦΙΛ., τραγουδά.
Κράτησε ψηλά το φως·
οχ ας φέξει, ας φέξει, ας φέξει·
όποιος πίσω μου έρχεται,
άσκημα, άσκημα θα μπλέξει.
Γκρεμιστείτε, στην οργή,
μη με παίρνετε από πίσω·
1330ειδεμή με το δαδί
θα σας ξεροκαβουρδίσω.
ΕΝΑΣ ΣΥΜΠΟΤΗΣ
Αύριο θα δώσεις λόγο για όλα τούτα
σ᾽ όλους εμάς, κι ας κάνεις τον καμπόσο·
μήνυση θα σου κάμουμε όλοι αντάμα.
ΦΙΛ., τραγουδώντας.
Μήνυση! Χα χα!
Βρε πού ζείτε ακόμα;
Τέτοια λέξη πια
να μην πει το στόμα·
δίκες, κάλπες, πουφ,
στην οργή να πάνε.
Χαϊδεύει την αυλητρίδα.
Νά τί θέλω εγώ,
να τί με μεθάνε.
1340Γιά φέρτε μου έναν ένορκο. — Μπρος, δρόμο!
Οι ξένοι που τον ακολουθούσαν φεύγουν με απειλητικές χειρονομίες·
ο Φιλοκλέωνας μιλεί τώρα στην αυλητρίδα, που την παίρνει
από το χέρι και την οδηγεί προς το σπίτι του.
Εσύ έλα, χρυσομάμουνό μου, ανέβα·
πιάσου, κρατήσου απ᾽ το σκοινάκι τούτο·
ναι, πιάσου, αλλ᾽ απαλά, γιατ᾽ είναι σάπιο·
ωστόσο λίγο τρίψιμο το θέλει.
Είδες με πόση σ᾽ έκλεψα ξυπνάδα
την ώρα που έτοιμη ήσουν να χαρίσεις
τη λεσβιακή ηδονή στους χαροκόπους·
γι᾽ αυτό λοιπόν κι εσύ ευχαρίστησέ το.
Αλλά δε θα το κάμεις, βέβαιος είμαι,
θα με γελάσεις, θα με κοροϊδέψεις·
1350σαν πόσους θα κορόιδεψες ώς τώρα!
Μα αν δείξεις καλοσύνη, θα πληρώσω
λύτρα για σε, και, ελεύθερη, χρυσό μου,
θα σ᾽ έχω φιλενάδα, σαν πεθάνει
ο γιος μου. Τώρα ακόμα δεν ορίζω
το βιος μου· ναι, είμαι νέος και με φυλάνε·
ο γιος μου δε μ᾽ αφήνει από κοντά του·
κι είναι σπαγκοραμμένος και γρινιάρης.
Φοβάται κιόλας μην παραστρατίσω·
μονάκριβο πατέρα μ᾽ έχει, βλέπεις.
1360Μα νά τος, τρέχει, εμάς τους δυο γυρεύει.
Πιάσ᾽ το δαυλό και κάνε το άγαλμα· ίσια!
Η αυλητρίδα κάνει αυτό που της λένε.
Στο μεζέ θα τον πάρω, όπως εκείνος
εμένα, πριν να μπω στα νέα μυστήρια.
|