Είχαν προηγηθεί όλ᾽ αυτά και κατόπι πήραμε μαζί μέρος στην εκστρατεία στην Ποτίδαια κι εκεί τρώγαμε στην ίδια λέσχη· λοιπόν, πρώτα πρώτα στις κακουχίες δεν έβαζε κάτω μόνο εμένα, αλλά κι όλους τους άλλους — νά, κάθε φορά που το ᾽φερνε η ανάγκη, αποκομμένοι απ᾽ τη μονάδα μας κάπου (βρισκόμασταν, βλέπεις, σ᾽ εκστρατεία) [220a] και δεν είχαμε να φάμε, οι άλλοι δεν ήταν τίποτε μπροστά του στην αντοχή· κι αντίθετα, στα τραπεζώματα μόνο αυτός μπορούσε ν᾽ απολαμβάνει κι όλα τ᾽ άλλα κι εξαιρέτως το κρασί· δεν είχε αδυναμία στο ποτό, οσάκις όμως τον φέρναμε στο φιλότιμο, όλους τους έβαζε κάτω· και το εκπληκτικότερο, κανένας ως σήμερα δεν είδε τον Σωκράτη μεθυσμένο, ποτέ· εξάλλου νομίζω ότι σε λίγο θα έχετε την απόδειξη. Και πάλι, η αντοχή του στις κακοκαιρίες —γιατί σ᾽ εκείνα τα μέρη οι χειμώνες είναι φοβεροί— σ᾽ άφηνε με το στόμα ανοιχτό· κοντά στ᾽ άλλα, [220b] μια φορά που μας έπιασε παγωνιά που τρυπούσε τα κόκαλα κι όλοι μας ή δε ξεμυτίζαμε από μέσα ή, αν κάποιος ξεμύτιζε, ντυνόταν το ᾽να πάνω στ᾽ άλλο ένα σωρό φορέματα, φόραγε υποδήματα και τύλιγε τα πόδια του με τριχιές και προβιές, ετούτος έβγαινε με τέτοιο καιρό φορώντας πανωφόρι παρόμοιο μ᾽ εκείνο που και πρωτύτερα συνήθως φορούσε και, ξυπόλυτος μες στους πάγους, πορευόταν ανετότερα απ᾽ ό,τι οι άλλοι με τα παπούτσια τους· κι οι στρατιώτες τον στραβοκοίταζαν, [220c] γιατί, νόμιζαν, τους ξεφτίλιζε. Λοιπόν, αυτά τα είπαμε όπως έγιναν· αλλά ένα μονάχα που κατόρθωσε και τόλμησε ο αντρειωμένος εκεί κάποτε στο μέτωπο αξίζει να τ᾽ ακούσετε. Δηλαδή, απασχολούσε το πνεύμα του μια σκέψη κι απ᾽ τα χαράματα στεκόταν όρθιος στο ίδιο μέρος και στοχαζόταν· και, καθώς δε σημείωνε πρόοδο, δε χαλάρωνε, αλλά έμενε όρθιος, δοσμένος στους στοχασμούς του. Κι ήρθε πια το μεσημέρι και οι στρατιώτες το αντιλήφτηκαν κι εντυπωσιασμένοι έλεγαν ο ένας στον άλλο ότι ο Σωκράτης στέκεται όρθιος απ᾽ τα χαράματα, δοσμένος στους στοχασμούς του. Στο τέλος μερικοί Ίωνες, καθώς έπεφτε η νύχτα, [220d] αφού πήραν το δείπνο τους, έβγαλαν έξω τα στρωσίδια τους —γιατί τότε ήταν καλοκαίρι— απ᾽ τη μια να κοιμηθούν στη δροσιά κι απ᾽ την άλλη για να τον παραφυλάγουν, άραγε θα έμενε όρθιος τη νύχτα; και τον βρήκε να στέκεται όρθιος η αυγή κι ανέτειλε ο ήλιος· έπειτα προσευχήθηκε στον ήλιο κι απομακρύνθηκε. Τώρα, αν αγαπάτε, ο Σωκράτης στις μάχες· γιατί δικαιούται βέβαια να του απονείμουμε αυτή την εύφημο μνεία. Νά, όταν έγινε η μάχη, που εξαιτίας της οι στρατηγοί μού έδωσαν το αριστείο ανδρείας, αυτός, [220e] και κανένας άλλος, ήταν που μ᾽ έσωσε· δεν το βάσταξε να μ᾽ εγκαταλείψει τραυματία, αλλά έσωσε τα όπλα μου, μαζί και τη ζωή μου. Κι εγώ, Σωκράτη, και τότε προέτρεπα τους στρατηγούς να δώσουν σ᾽ εσένα το αριστείο, και δεν μπορείς να με κατηγορήσεις γι᾽ αυτό ούτε να με διαψεύσεις. Επειδή όμως οι στρατηγοί, εντυπωσιασμένοι απ᾽ την πολιτική μου προβολή, ήθελαν ν᾽ απονείμουν σ᾽ εμένα το αριστείο, εσύ αποδείχτηκες πιο πρόθυμος απ᾽ τους στρατηγούς να το πάρω εγώ κι όχι εσύ. Κι ακόμα λοιπόν, συμπότες μου, άξιζε τον κόπο ν᾽ αντικρίζατε τον Σωκράτη, όταν ο στρατός μας [221a] τράπηκε σε φυγή και υποχωρούσε από το Δήλιο· γιατί έτυχε να βρίσκομαι εκεί, εγώ ιππέας κι αυτός πεζός, βαριά οπλισμένος. Λοιπόν, οι στρατιώτες μας είχαν κιόλας διασκορπιστεί κι αυτός υποχωρούσε, μαζί του κι ο Λάχης· κι εγώ τους συναντώ τυχαία και αντικρίζοντάς τους τούς παρότρυνα αμέσως να μη χάσουν το θάρρος τους και τους έλεγα ότι δε θα τους εγκαταλείψω. Εκεί λοιπόν παρακολούθησα καλύτερα τον Σωκράτη απ᾽ ό,τι στην Ποτίδαια —γιατί ο ίδιος κατεχόμουν λιγότερο από φόβο, καθώς ήμουν έφιππος— πρώτα πρώτα πόσο ήταν ανώτερος [221b] από τον Λάχητα στην ψυχραιμία· έπειτα, Αριστοφάνη, μου έδινε την εντύπωση, νά, όπως το έγραψες κι εσύ, ότι κι εκεί διάβαινε, όπως κι εδώ, «κορδωμένος και ρίχνοντας λοξές ματιές»· ατάραχος παρακολουθούσε και τους δικούς μας και τους εχθρούς, κάνοντας φανερό σ᾽ όλους, ακόμη κι από μακριά ότι, αν κάποιος αγγίξει αυτό τον άντρα, θα συναντήσει πολύ αντρειωμένη αντίσταση. Γι᾽ αυτό τον λόγο υποχωρούσε χωρίς κίνδυνο κι αυτός κι ο σύντροφός του· γιατί γενικά στον πόλεμο αυτούς που έχουν τέτοιο φρόνημα ούτε καν τους αγγίζουν, αλλά [221c] καταδιώκουν εκείνους που τρέπονται σε άτακτη φυγή.
|