Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ

Περὶ τοῦ στεφάνου (18) (206-212)


[206] Εἰ μὲν τοίνυν τοῦτ᾽ ἐπεχείρουν λέγειν, ὡς ἐγὼ προήγαγον ὑμᾶς ἄξια τῶν προγόνων φρονεῖν, οὐκ ἔσθ᾽ ὅστις οὐκ ἂν εἰκότως ἐπιτιμήσειέ μοι. νῦν δ᾽ ἐγὼ μὲν ὑμετέρας τὰς τοιαύτας προαιρέσεις ἀποφαίνω, καὶ δείκνυμ᾽ ὅτι καὶ πρὸ ἐμοῦ τοῦτ᾽ εἶχεν τὸ φρόνημ᾽ ἡ πόλις, τῆς μέντοι διακονίας τῆς ἐφ᾽ ἑκάστοις τῶν πεπραγμένων καὶ ἐμαυτῷ μετεῖναί φημι· [207] οὗτος δὲ τῶν ὅλων κατηγορῶν καὶ κελεύων ὑμᾶς ἐμοὶ πικρῶς ἔχειν ὡς φόβων καὶ κινδύνων αἰτίῳ τῇ πόλει, τῆς μὲν εἰς τὸ παρὸν τιμῆς ἔμ᾽ ἀποστερῆσαι γλίχεται, τὰ δ᾽ εἰς ἅπαντα τὸν λοιπὸν χρόνον ἐγκώμι᾽ ὑμῶν ἀφαιρεῖται. εἰ γὰρ ὡς οὐ τὰ βέλτιστ᾽ ἐμοῦ πολιτευσαμένου τουδὶ καταψηφιεῖσθε, ἡμαρτηκέναι δόξετε, οὐ τῇ τῆς τύχης ἀγνωμοσύνῃ τὰ συμβάντα παθεῖν. [208] ἀλλ᾽ οὐκ ἔστιν, οὐκ ἔστιν ὅπως ἡμάρτετ᾽, ἄνδρες Ἀθηναῖοι, τὸν ὑπὲρ τῆς ἁπάντων ἐλευθερίας καὶ σωτηρίας κίνδυνον ἀράμενοι, μὰ τοὺς Μαραθῶνι προκινδυνεύσαντας τῶν προγόνων, καὶ τοὺς ἐν Πλαταιαῖς παραταξαμένους, καὶ τοὺς ἐν Σαλαμῖνι ναυμαχήσαντας καὶ τοὺς ἐπ᾽ Ἀρτεμισίῳ, καὶ πολλοὺς ἑτέρους τοὺς ἐν τοῖς δημοσίοις μνήμασιν κειμένους ἀγαθοὺς ἄνδρας, οὓς ἅπαντας ὁμοίως ἡ πόλις τῆς αὐτῆς ἀξιώσασα τιμῆς ἔθαψεν, Αἰσχίνη, οὐχὶ τοὺς κατορθώσαντας αὐτῶν οὐδὲ τοὺς κρατήσαντας μόνους. δικαίως· ὃ μὲν γὰρ ἦν ἀνδρῶν ἀγαθῶν ἔργον ἅπασι πέπρακται· τῇ τύχῃ δ᾽, ἣν ὁ δαίμων ἔνειμεν ἑκάστοις, ταύτῃ κέχρηνται. [209] ἔπειτ᾽, ὦ κατάρατε καὶ γραμματοκύφων, σὺ μὲν τῆς παρὰ τουτωνὶ τιμῆς καὶ φιλανθρωπίας ἔμ᾽ ἀποστερῆσαι βουλόμενος τρόπαια καὶ μάχας καὶ παλαί᾽ ἔργ᾽ ἔλεγες, ὧν τίνος προσεδεῖθ᾽ ὁ παρὼν ἀγὼν οὑτοσί; ἐμὲ δ᾽, ὦ τριταγωνιστά, τὸν περὶ τῶν πρωτείων σύμβουλον τῇ πόλει παριόντα τὸ τίνος φρόνημα λαβόντ᾽ ἀναβαίνειν ἐπὶ τὸ βῆμ᾽ ἔδει; τὸ τοῦ τούτων ἀνάξι᾽ ἐροῦντος; [210] δικαίως μέντἂν ἀπέθανον. ἐπεὶ οὐδ᾽ ὑμᾶς, ἄνδρες Ἀθηναῖοι, ἀπὸ τῆς αὐτῆς διανοίας δεῖ τάς τ᾽ ἰδίας δίκας καὶ τὰς δημοσίας κρίνειν, ἀλλὰ τὰ μὲν τοῦ καθ᾽ ἡμέραν βίου συμβόλαια ἐπὶ τῶν ἰδίων νόμων καὶ ἔργων σκοποῦντας, τὰς δὲ κοινὰς προαιρέσεις εἰς τὰ τῶν προγόνων ἀξιώματ᾽ ἀποβλέποντας. καὶ παραλαμβάνειν γ᾽ ἅμα τῇ βακτηρίᾳ καὶ τῷ συμβόλῳ τὸ φρόνημα τὸ τῆς πόλεως νομίζειν ἕκαστον ὑμῶν δεῖ, ὅταν τὰ δημόσι᾽ εἰσίητε κρινοῦντες, εἴπερ ἄξι᾽ ἐκείνων πράττειν οἴεσθε χρῆναι.
[211] Ἀλλὰ γὰρ ἐμπεσὼν εἰς τὰ πεπραγμένα τοῖς προγόνοις ὑμῶν ἔστιν ἃ τῶν ψηφισμάτων παρέβην καὶ τῶν πραχθέντων. ἐπανελθεῖν οὖν ὁπόθεν ἐνταῦθ᾽ ἐξέβην βούλομαι. Ὡς γὰρ ἀφικόμεθ᾽ εἰς τὰς Θήβας, κατελαμβάνομεν Φιλίππου καὶ Θετταλῶν καὶ τῶν ἄλλων συμμάχων παρόντας πρέσβεις, καὶ τοὺς μὲν ἡμετέρους φίλους ἐν φόβῳ, τοὺς δ᾽ ἐκείνου θρασεῖς. ὅτι δ᾽ οὐ νῦν ταῦτα λέγω τοῦ συμφέροντος εἵνεκ᾽ ἐμαυτῷ, λέγε μοι τὴν ἐπιστολὴν ἣν τότ᾽ ἐπέμψαμεν εὐθὺς οἱ πρέσβεις. [212] καίτοι τοσαύτῃ γ᾽ ὑπερβολῇ συκοφαντίας οὗτος κέχρηται ὥστε, εἰ μέν τι τῶν δεόντων ἐπράχθη, τὸν καιρόν, οὐκ ἐμέ φησιν αἴτιον γεγενῆσθαι, τῶν δ᾽ ὡς ἑτέρως συμβάντων ἁπάντων ἐμὲ καὶ τὴν ἐμὴν τύχην αἰτίαν εἶναι· καί, ὡς ἔοικεν, ὁ σύμβουλος καὶ ῥήτωρ ἐγὼ τῶν μὲν ἐκ λόγου καὶ τοῦ βουλεύσασθαι πραχθέντων οὐδὲν αὐτῷ συναίτιος εἶναι δοκῶ, τῶν δ᾽ ἐν τοῖς ὅπλοις καὶ κατὰ τὴν στρατηγίαν ἀτυχηθέντων μόνος αἴτιος εἶναι. πῶς ἂν ὠμότερος συκοφάντης γένοιτ᾽ ἢ καταρατότερος; λέγε τὴν ἐπιστολήν.

ΕΠΙΣΤΟΛΗ.


[206] Αν λοιπόν επιχειρούσα να υποστηρίξω πως εγώ τάχα σας παρέσυρα ώστε να έχετε φρόνημα αντάξιο των προγόνων σας, ο καθένας εύλογα θα μπορούσε να με κατακρίνει. Εγώ όμως δηλώνω τώρα απεριφράστως ότι αυτού του είδους οι επιλογές ήταν δικές σας, και δεν το κρύβω ότι και πριν από εμένα είχε η πόλη αυτό το φρόνημα, αλλά, στις προσφερθείσες υπηρεσίες για το καθένα από όσα έγιναν, επιμένω ότι και εγώ πήρα μέρος. [207] Αυτός όμως, με το να κατηγορεί τις ενέργειές μου στο σύνολό τους και να σας προτρέπει να μου φερθείτε σκληρά, με το πρόσχημα ότι έγινα αιτία να φοβηθεί και να κινδυνεύσει η πόλη, αφενός επιθυμεί να στερήσει εμένα από την τωρινή τιμή, αφετέρου προσπαθεί να αφαιρέσει από σας τον έπαινο για πάντα. Γιατί, αν καταδικάσετε αυτόν εδώ (: τον Κτησιφώντα), στηρίζοντας την απόφασή σας στα δικά μου πολιτικά λάθη, θα δώσετε την εντύπωση εκ των υστέρων ότι κάνατε λάθη και όχι πως πάθατε τα όσα συνέβησαν από δυσμένεια της τύχης. [208] Αλλά δεν είναι δυνατόν, Αθηναίοι, με κανέναν τρόπο δεν είναι δυνατόν να κάνατε λάθος, όταν αναλάβατε τον κίνδυνο για την ελευθερία και τη σωτηρία όλων· το ορκίζομαι στο όνομα των προγόνων που πρώτοι πολέμησαν για τους Έλληνες στον Μαραθώνα, εκείνων που παρατάχθηκαν στις Πλαταιές και ναυμάχησαν στη Σαλαμίνα και στο Αρτεμίσιο, και στο όνομα πολλών άλλων γενναίων ανδρών που είναι θαμμένοι στα δημόσια νεκροταφεία. Αυτούς όλους τους έθαψε η πόλη με τον ίδιο τρόπο, Αισχίνη, αποδίδοντας σ᾽ αυτούς τις ίδιες τιμές· δεν ξεχώρισε όσους από αυτούς έκαναν κατορθώματα ούτε και απέδωσε τιμές μόνο στους νικητές. Και πολύ δίκαια· γιατί ό,τι ήταν καθήκον γενναίων ανδρών το εκπλήρωσαν όλοι· αλλά η τύχη του καθενός ήταν τέτοια, όποια του έλαχε από τον θεό. [209] Και έπειτα εσύ, καταραμένε παλιογραφιά, θέλοντας να του στερήσεις την εκτίμηση και την αγάπη εκ μέρους αυτών εδώ, μιλούσες για τρόπαια, για μάχες και για παλαιά κατορθώματα· αλλά ποιό από όλα αυτά έχει κάποια σχέση με τη σημερινή δίκη; Εγώ όμως, θεατρίνε τρίτου ρόλου, που παρουσιάστηκα για να συμβουλεύσω την πόλη για τα πρωτεία, με ποιό πνεύμα έπρεπε να ανεβώ στο βήμα; Εκείνου που θα έδινε συμβουλές προσβλητικές προς αυτούς; Τότε ασφαλώς δίκαια θα με εκτελούσαν. [210] Εξάλλου, ούτε και εσείς, πολίτες Αθηναίοι, πρέπει να εκδικάζετε τις ιδιωτικές και τις δημόσιες καταθέσεις με τα ίδια κριτήρια, αλλά, τις υποθέσεις που αφορούν στις δραστηριότητες της καθημερινής ζωής, πρέπει να τις κρίνετε επί τη βάσει των νόμων του ιδιωτικού δικαίου και των ιδιωτικών πράξεων, ενώ τα ζητήματα της δημόσιας πολιτικής έχοντας στραμμένη την προσοχή σας στις αρχές των προγόνων σας. Αν νομίζετε ότι καθήκον σας είναι να ενεργείτε αντάξια των προγόνων, πρέπει, κάθε φορά που έρχεστε στο δικαστήριο για να εκδικάσετε δημόσιες υποθέσεις, να θεωρείτε ότι μαζί με τη ράβδο και το σύμβολο παραλαμβάνετε ο καθένας σας και την περηφάνια της πόλης.
[211] Μπλέχτηκα όμως στην εξιστόρηση των κατορθωμάτων των προγόνων μας και παρέκαμψα μερικά ψηφίσματα και κάποιες ενέργειές μου. Γι᾽ αυτό, θέλω να επιστρέψω στο σημείο από το οποίο έκανα την παρέκβαση.
Μόλις φτάσαμε στη Θήβα, βρήκαμε εκεί παρόντες τους πρέσβεις του Φιλίππου, των Θεσσαλών και των άλλων συμμάχων, και τους μεν δικούς μας φίλους φοβισμένους, τους δε δικούς του γεμάτους αυτοπεποίθηση. Και για να δείτε ότι δεν τα λέω τώρα αυτά αποβλέποντας στο συμφέρον μου, κάνε μου τη χάρη, γραμματέα, και διάβασε την επιστολή που στείλαμε τότε αμέσως εμείς οι πρέσβεις. Και όμως, ο Αισχίνης είναι τόσο μεγάλος συκοφάντης ώστε, [212] αν επιτεύχθηκε κάτι σωστό, ισχυρίζεται ότι αιτία στάθηκε η περίσταση και όχι εγώ, ενώ για όλες τις ατυχίες υποστηρίζει ότι αιτία ήμουν εγώ και η κακή μου τύχη. Και, όπως φαίνεται, εγώ, ο σύμβουλος και ο ρήτορας, δεν έχω συντελέσει, κατά τη γνώμη του, καθόλου στα όσα επιτεύχθηκαν με τις αγορεύσεις και τις διαβουλεύσεις μου· αντίθετα, για τις ατυχίες στις πολιτικές επιχειρήσεις και για την τακτική των στρατηγών νομίζει πως εγώ φέρω εξολοκλήρου την ευθύνη. Θα μπορούσε να υπάρξει πιο ωμός και πιο αισχρός συκοφάντης; Διάβασε την επιστολή.

ΕΠΙΣΤΟΛΗ