Βγαίνει από το σπίτι ο Τρυγαίος, με λοφία από κράνος στα χέρια του·
τον συνοδεύει ο υπηρέτης.
ΤΡΥ. Πωπώ!
Βρε κόσμος για του γάμου το τσιμπούσι!
Σκούπισε τα τραπέζια με τις φούντες·
έτσι κι αλλιώς αχρείαστες είναι τώρα.
Έπειτα φέρνε πίτες, φέρνε τσίχλες,
κομμάτια από λαγούς και φραντζολάκια.
Έρχονται δυο άνθρωποι· ο ένας κρατά δρεπάνια, ο άλλος κουβάδες.
Ο ΔΡΕΠΑΝΑΣ
Πού είν᾽ ο Τρυγαίος; ΤΡΥ. Εδώ ᾽μαι· ψήνω τσίχλες.
ΔΡΕ. Αγαπητέ Τρυγαίε, με την ειρήνη
που ᾽καμες, τί καλά μάς έχεις φέρει!
Ως χτες ούτε λεπτό δεν έδινε ένας,
1200δρεπάνι ν᾽ αγοράσει· σήμερα όμως
πουλώ πέντε δραχμούλες το ένα· ο φίλος,
τρεις δραχμές τους κουβάδες για τον κάμπο.
Κουβάδες και δρεπάνια, νά, όσα θέλεις,
χάρισμα πάρ᾽ τα εσύ· δέξου και τούτα·
Του προσφέρνει μερικά δώρα.
πουλήσαμε πολλά, κι από τα κέρδη
σού τα κάνουμε δώρο για το γάμο.
ΤΡΥ. Ακουμπήστε τα χάμω και περάστε
μέσα για το τραπέζι· μα έρχεται ένας
οπλοπώλης πολύ κατσουφιασμένος.
Έρχεται ένας οπλοπώλης και από πίσω του άλλοι συνάδελφοί του,
κρατώντας είδη της τέχνης τους: φούντες για κράνη, θώρακες, σάλπιγγες,
κράνη, δόρατα· μιλεί ως εκπρόσωπός τους αυτός που κρατά τις φούντες.
Ο ΟΠΛΟΠΩΛΗΣ
1210Τρυγαίε, μ᾽ έχεις συθέμελα χαλάσει.
ΤΡΥ. Γιατί, καημένε; Φούντωσε η αρρώστια
της φούντας; ΟΠΛ. Πάει η τέχνη μου, η ζωή μου·
κι αυτού του κονταρά· κι εκείνου του άλλου.
ΤΡΥ. Γι᾽ αυτές εδώ τις φούντες τί γυρεύεις;
ΟΠΛ. Εσύ τί δίνεις; ΤΡΥ. Ντρέπομαι, καημένε·
κόπος, να μπει μια φούντα μες στη βάση·
γι᾽ αυτό, τρεις κούπες σύκα σου τις δίνω·
καλές, για να σκουπίζω το τραπέζι.
ΟΠΛ. Φέρε τα σύκα, ας είναι, τί να γίνει;
1220Από τίποτα… ΤΡΥ. Πάρ᾽ τες, πάρ᾽ τες πίσω.
Τί φούντες είν᾽ αυτές; Αυτές μαδάνε.
Δε δίνω ούτ᾽ ένα σύκο· παρ᾽ τες, φύγε.
ΟΠΛ. Ο θώρακας αυτός στοιχίζει δέκα
μνες· κι έχει τέχνη· αλλά τί να τον κάμω;
|