Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ

Σφῆκες (1292-1325)


ΞΑ. ἰὼ χελῶναι μακάριαι τοῦ δέρματος.
[καὶ τρισμακάριαι τοῦ ᾽πὶ ταῖς πλευραῖς ‹ἐμαῖς›]
ὡς εὖ κατηρέψασθε καὶ νουβυστικῶς
1295 κεράμῳ τὸ νῶτον ὥστε τὰς πλευρὰς στέγειν.
ἐγὼ δ᾽ ἀπόλωλα στιζόμενος βακτηρίᾳ.
ΧΟ. τί δ᾽ ἐστίν, ὦ παῖ; παῖδα γάρ, κἂν ᾖ γέρων,
καλεῖν δίκαιον ὅστις ἂν πληγὰς λάβῃ.
ΞΑ. οὐ γὰρ ὁ γέρων ἀτηρότατον ἄρ᾽ ἦν κακὸν
1300 καὶ τῶν ξυνόντων πολὺ παροινικώτατος;
καίτοι παρῆν Ἵππυλλος, Ἀντιφῶν, Λύκων,
Λυσίστρατος, Θούφραστος, οἱ περὶ Φρύνιχον.
τούτων ἁπάντων ἦν ὑβριστότατος μακρῷ.
εὐθὺς γὰρ ὡς ἐνέπλητο πολλῶν κἀγαθῶν,
1305 ἀνήλλετ᾽, ἐσκίρτα, ᾽πεπόρδει, κατεγέλα
ὥσπερ καχρύων ὀνίδιον εὐωχημένον
κἄτυπτεν ἐμὲ νεανικῶς· «παῖ παῖ» καλῶν.
εἶτ᾽ αὐτὸν ὡς εἶδ᾽, ᾔκασεν Λυσίστρατος·
«ἔοικας, ὦ πρεσβῦτα, νεοπλούτῳ Φρυγὶ
1310 κλητῆρί τ᾽ εἰς ἀχυρὸν ἀποδεδρακότι.»
ὁ δ᾽ ἀνακραγὼν ἀντῄκασ᾽ αὐτὸν πάρνοπι
τὰ θρῖα τοῦ τρίβωνος ἀποβεβληκότι,
Σθενέλῳ τε τὰ σκευάρια διακεκαρμένῳ.
οἱ δ᾽ ἀνεκρότησαν, πλήν γε Θουφράστου μόνου·
1315 οὗτος δὲ διεμύλλαινεν, ὡς δὴ δεξιός.
ὁ γέρων δὲ τὸν Θούφραστον ἤρετ᾽· «εἰπέ μοι,
ἐπὶ τῷ κομᾷς καὶ κομψὸς εἶναι προσποεῖ,
κωμῳδολοιχῶν περὶ τὸν εὖ πράττοντ᾽ ἀεί;»
τοιαῦτα περιύβριζεν αὐτοὺς ἐν μέρει,
1320 σκώπτων ἀγροίκως καὶ προσέτι λόγους λέγων
ἀμαθέστατ᾽ οὐδὲν εἰκότας τῷ πράγματι.
ἔπειτ᾽ ἐπειδὴ ᾽μέθυεν, οἴκαδ᾽ ἔρχεται
τύπτων ἅπαντας, ἤν τις αὐτῷ ξυντύχῃ.
ὁδὶ δὲ καὶ δὴ σφαλλόμενος προσέρχεται.
1325 ἀλλ᾽ ἐκποδὼν ἄπειμι πρὶν πληγὰς λαβεῖν.


Έρχεται ο Ξανθίας σκούζοντας και τρίβοντας τα πλευρά του.
ΞΑΝ. Αχ να᾽ μουνα χελώνα με καβούκι!
Έξυπνα ζωντανά· με πόση γνώση
κεράμωσαν καλά πλευρά και πλάτη,
για να τα σιγουράρουν απ᾽ το ξύλο!
Κι εμένα η ράβδα μ᾽ έχει μελανιάσει.
ΚΟΡ. Τί τρέχει βρε μικρέ; Και να γεράσεις,
θα λέγεσαι μικρός, αφού τις τρως.
ΞΑΝ. Ο γέρος ήταν φρίκη· στο συμπόσιο
1300έκαμε το χειρότερο μεθύσι,
κι ας ήταν εκεί χάμω ο Αντιφώντας,
ο Λυσίστρατος, ο Ίππυλος, ο Λύκωνας,
ο Θεόφραστος, του Φρύνιχου η ομάδα·
μα ζορμπάς σαν το γέρο μας κανένας.
Έφαγε κι ήπιε απ᾽ όλα τα καλά,
και τότε δίνει μια, πετιέται απάνω,
πηδάει, χορεύει, κλάνει, αναγελάει,
γαϊδούρι λες που χόρτασε κριθάρι
καβουρδισμένο· και με πιάνει εμένα
και με στρώνει στο ξύλο· «νά σου, νά σου».
Σαν τα ᾽δε αυτά ο Λυσίστρατος του λέει:
«Σα σκλάβος κάνεις νεόπλουτος, βρε γέρο,
1310σα γαϊδούρι που πάει σκαστό στ᾽ αχούρι.»
Βγάζ᾽ ο άλλος μια φωνή: «Κι εσύ ᾽σαι ακρίδα
που της στολής της έπεσαν τα ξέφτια·
και σαν το Σθένελο είσαι τον ποιητή,
που όλα τα σκηνικά του ᾽χουν ξαφρίσει.»
Όλοι είπαν ζήτω· ο Θεόφραστος μονάχα
στραβομουτσούνιασε· είναι, βλέπεις, φίνος.
Κι ο γέρος τον ρωτά: «Βρε, τί μας κάνεις
τον καθώς πρέπει και ξιπάζεσαι έτσι,
γελωτοποιέ, παράσιτε των πλούσιων;»
Έτσι τους πρόσβαλλε όλους στη σειρά,
1320τους πείραζε χοντρά, κι έλεγε κάτι
ξεκόλλητες κι ανούσιες ιστορίες.
Και τώρα έρχεται σπίτι, μεθυσμένος,
ξυλοκοπώντας όποιον βρει μπροστά του.
Κοιτάχτε, νά τρεκλίζοντας σιμώνει.
Πάω, φεύγω εγώ, να μην τις ξαναφάω.
Φεύγει. Έρχεται ο Φιλοκλέωνας μ᾽έναν αναμμένο δαυλό στο χέρι·
έχει μαζί του μιαν αυλητρίδα· τον ακολουθούν μερικοί ξένοι, αγριεμένοι.