Έρχεται ο Ξανθίας σκούζοντας και τρίβοντας τα πλευρά του.
ΞΑΝ. Αχ να᾽ μουνα χελώνα με καβούκι!
Έξυπνα ζωντανά· με πόση γνώση
κεράμωσαν καλά πλευρά και πλάτη,
για να τα σιγουράρουν απ᾽ το ξύλο!
Κι εμένα η ράβδα μ᾽ έχει μελανιάσει.
ΚΟΡ. Τί τρέχει βρε μικρέ; Και να γεράσεις,
θα λέγεσαι μικρός, αφού τις τρως.
ΞΑΝ. Ο γέρος ήταν φρίκη· στο συμπόσιο
1300έκαμε το χειρότερο μεθύσι,
κι ας ήταν εκεί χάμω ο Αντιφώντας,
ο Λυσίστρατος, ο Ίππυλος, ο Λύκωνας,
ο Θεόφραστος, του Φρύνιχου η ομάδα·
μα ζορμπάς σαν το γέρο μας κανένας.
Έφαγε κι ήπιε απ᾽ όλα τα καλά,
και τότε δίνει μια, πετιέται απάνω,
πηδάει, χορεύει, κλάνει, αναγελάει,
γαϊδούρι λες που χόρτασε κριθάρι
καβουρδισμένο· και με πιάνει εμένα
και με στρώνει στο ξύλο· «νά σου, νά σου».
Σαν τα ᾽δε αυτά ο Λυσίστρατος του λέει:
«Σα σκλάβος κάνεις νεόπλουτος, βρε γέρο,
1310σα γαϊδούρι που πάει σκαστό στ᾽ αχούρι.»
Βγάζ᾽ ο άλλος μια φωνή: «Κι εσύ ᾽σαι ακρίδα
που της στολής της έπεσαν τα ξέφτια·
και σαν το Σθένελο είσαι τον ποιητή,
που όλα τα σκηνικά του ᾽χουν ξαφρίσει.»
Όλοι είπαν ζήτω· ο Θεόφραστος μονάχα
στραβομουτσούνιασε· είναι, βλέπεις, φίνος.
Κι ο γέρος τον ρωτά: «Βρε, τί μας κάνεις
τον καθώς πρέπει και ξιπάζεσαι έτσι,
γελωτοποιέ, παράσιτε των πλούσιων;»
Έτσι τους πρόσβαλλε όλους στη σειρά,
1320τους πείραζε χοντρά, κι έλεγε κάτι
ξεκόλλητες κι ανούσιες ιστορίες.
Και τώρα έρχεται σπίτι, μεθυσμένος,
ξυλοκοπώντας όποιον βρει μπροστά του.
Κοιτάχτε, νά τρεκλίζοντας σιμώνει.
Πάω, φεύγω εγώ, να μην τις ξαναφάω.
Φεύγει. Έρχεται ο Φιλοκλέωνας μ᾽έναν αναμμένο δαυλό στο χέρι·
έχει μαζί του μιαν αυλητρίδα· τον ακολουθούν μερικοί ξένοι, αγριεμένοι.
|