Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΞΕΝΟΦΩΝ

Κύρου Ἀνάβασις (4.3.24-4.3.34)

[4.3.24] Ξενοφῶν δ᾽ ἐπεὶ τὰ πέραν ἑώρα καλῶς γιγνόμενα, ἀπεχώρει τὴν ταχίστην πρὸς τὸ διαβαῖνον στράτευμα· καὶ γὰρ οἱ Καρδοῦχοι φανεροὶ ἤδη ἦσαν εἰς τὸ πεδίον καταβαίνοντες ὡς ἐπιθησόμενοι τοῖς τελευταίοις. [4.3.25] καὶ Χειρίσοφος μὲν τὰ ἄνω κατεῖχε, Λύκιος δὲ σὺν ὀλίγοις ἐπιχειρήσας ἐπιδιῶξαι ἔλαβε τῶν σκευοφόρων τὰ ὑπολειπόμενα καὶ μετὰ τούτων ἐσθῆτά τε καλὴν καὶ ἐκπώματα. [4.3.26] καὶ τὰ σκευοφόρα τῶν Ἑλλήνων καὶ ὁ ὄχλος ἀκμὴν διέβαινε, Ξενοφῶν δὲ στρέψας πρὸς τοὺς Καρδούχους ἀντία τὰ ὅπλα ἔθετο, καὶ παρήγγειλε τοῖς λοχαγοῖς κατ᾽ ἐνωμοτίας ποιήσασθαι ἕκαστον τὸν ἑαυτοῦ λόχον, παρ᾽ ἀσπίδα παραγαγόντας τὴν ἐνωμοτίαν ἐπὶ φάλαγγος· καὶ τοὺς μὲν λοχαγοὺς καὶ τοὺς ἐνωμοτάρχους πρὸς τῶν Καρδούχων ἰέναι, οὐραγοὺς δὲ καταστήσασθαι πρὸς τοῦ ποταμοῦ. [4.3.27] οἱ δὲ Καρδοῦχοι ὡς ἑώρων τοὺς ὀπισθοφύλακας τοῦ ὄχλου ψιλουμένους καὶ ὀλίγους ἤδη φαινομένους, θᾶττον δὴ ἐπῇσαν ᾠδάς τινας ᾄδοντες. ὁ δὲ Χειρίσοφος, ἐπεὶ τὰ παρ᾽ αὐτῷ ἀσφαλῶς εἶχε, πέμπει παρὰ Ξενοφῶντα τοὺς πελταστὰς καὶ σφενδονήτας καὶ τοξότας καὶ κελεύει ποιεῖν ὅ τι ἂν παραγγέλλῃ. [4.3.28] ἰδὼν δ᾽ αὐτοὺς διαβαίνοντας Ξενοφῶν πέμψας ἄγγελον κελεύει αὐτοῦ μεῖναι ἐπὶ τοῦ ποταμοῦ μὴ διαβάντας· ὅταν δ᾽ ἄρξωνται αὐτοὶ διαβαίνειν, ἐναντίους ἔνθεν καὶ ἔνθεν σφῶν ἐμβαίνειν ὡς διαβησομένους, διηγκυλωμένους τοὺς ἀκοντιστὰς καὶ ἐπιβεβλημένους τοὺς τοξότας· μὴ πρόσω δὲ τοῦ ποταμοῦ προβαίνειν. [4.3.29] τοῖς δὲ παρ᾽ ἑαυτῷ παρήγγειλεν, ἐπειδὰν σφενδόνη ἐξικνῆται καὶ ἀσπὶς ψοφῇ, παιανίσαντας θεῖν εἰς τοὺς πολεμίους, ἐπειδὰν δ᾽ ἀναστρέψωσιν οἱ πολέμιοι καὶ ἐκ τοῦ ποταμοῦ ὁ σαλπικτὴς σημήνῃ τὸ πολεμικόν, ἀναστρέψαντας ἐπὶ δόρυ ἡγεῖσθαι μὲν τοὺς οὐραγούς, θεῖν δὲ πάντας καὶ διαβαίνειν ὅτι τάχιστα ᾗ ἕκαστος τὴν τάξιν εἶχεν, ὡς μὴ ἐμποδίζειν ἀλλήλους· ὅτι οὗτος ἄριστος ἔσοιτο ὃς ἂν πρῶτος ἐν τῷ πέραν γένηται.
[4.3.30] Οἱ δὲ Καρδοῦχοι ὁρῶντες ὀλίγους ἤδη τοὺς λοιπούς (πολλοὶ γὰρ καὶ τῶν μένειν τεταγμένων ᾤχοντο ἐπιμελόμενοι οἱ μὲν ὑποζυγίων, οἱ δὲ σκευῶν, οἱ δ᾽ ἑταιρῶν), ἐνταῦθα δὴ ἐπέκειντο θρασέως καὶ ἤρχοντο σφενδονᾶν καὶ τοξεύειν. [4.3.31] οἱ δὲ Ἕλληνες παιανίσαντες ὥρμησαν δρόμῳ ἐπ᾽ αὐτούς· οἱ δὲ οὐκ ἐδέξαντο· καὶ γὰρ ἦσαν ὡπλισμένοι ὡς μὲν ἐν τοῖς ὄρεσιν ἱκανῶς πρὸς τὸ ἐπιδραμεῖν καὶ φεύγειν, πρὸς δὲ τὸ εἰς χεῖρας δέχεσθαι οὐχ ἱκανῶς. [4.3.32] ἐν τούτῳ σημαίνει ὁ σαλπικτής· καὶ οἱ μὲν πολέμιοι ἔφευγον πολὺ ἔτι θᾶττον, οἱ δὲ Ἕλληνες τἀναντία στρέψαντες ἔφευγον διὰ τοῦ ποταμοῦ ὅτι τάχιστα. [4.3.33] τῶν δὲ πολεμίων οἱ μέν τινες αἰσθόμενοι πάλιν ἔδραμον ἐπὶ τὸν ποταμὸν καὶ τοξεύοντες ὀλίγους ἔτρωσαν, οἱ δὲ πολλοὶ καὶ πέραν ὄντων τῶν Ἑλλήνων ἔτι φανεροὶ ἦσαν φεύγοντες. [4.3.34] οἱ δὲ ὑπαντήσαντες ἀνδριζόμενοι καὶ προσωτέρω τοῦ καιροῦ προϊόντες ὕστερον τῶν μετὰ Ξενοφῶντος διέβησαν πάλιν· καὶ ἐτρώθησάν τινες καὶ τούτων.

[4.3.24] Ο Ξενοφώντας βλέποντας πως τα πράγματα πήγαιναν καλά στην απέναντι μεριά, γύρισε όσο γινόταν πιο γρήγορα και πήγε κοντά στους στρατιώτες που περνούσαν ακόμα τον ποταμό. Γιατί οι Καρδούχοι ήταν πια φανερό ότι κατέβαιναν στον κάμπο, με σκοπό να ριχτούν επάνω στους τελευταίους. [4.3.25] Ο Χειρίσοφος τώρα είχε πιάσει τα υψώματα κι ο Λύκιος με λίγους δικούς του, κυνηγώντας τους εχθρούς, έπιασε όσα φορτηγά ζώα έμεναν πίσω και μαζί μ᾽ αυτά όμορφα ρούχα και διάφορες κούπες. [4.3.26] Στο μεταξύ εξακολουθούσαν να περνούν το άμαχο πλήθος και τα ζώα των Ελλήνων που κουβαλούσαν τις αποσκευές, ενώ ο Ξενοφώντας έκαμε στροφή και παράταξε τους στρατιώτες του απέναντι στους Καρδούχους. Έδωσε κατόπι διαταγή στους λοχαγούς να παρατάξει καθένας το λόχο του σε ενωμοτίες και να τοποθετήσουν την καθεμιά στ᾽ αριστερά της άλλης, σε γραμμή μάχης. Κι είπε να παραταχθούν οι λοχαγοί κι οι ενωμόταρχοι απέναντι στους Καρδούχους, ενώ οι στρατιώτες της οπισθοφυλακής να παραταχθούν με μέτωπο προς τον ποταμό. [4.3.27] Τότε οι Καρδούχοι, βλέποντας τους στρατιώτες της οπισθοφυλακής να χωρίζονται από το άμαχο πλήθος και να φαίνονται ύστερ᾽ απ᾽ αυτό λίγοι, άρχισαν την επίθεση γρηγορότερα, τραγουδώντας και κάτι τραγούδια. Ο Χειρίσοφος πάλι, επειδή στη δική του μεριά δεν υπήρχε κανένας κίνδυνος, στέλνει στον Ξενοφώντα τους πελταστές, τους σφεντονήτες και τους τοξότες, και τους προστάζει να κάνουν ό,τι τους διατάξει εκείνος. [4.3.28] Μα ο Ξενοφώντας, όταν τους είδε να προσπαθούν να περάσουν, στέλνει απεσταλμένο και τους παραγγέλνει να μη διαβούν, παρά να μείνουν εκεί, στην όχθη του ποταμού. Και μονάχα όταν αρχίσει αυτός με τους δικούς του να περνούν, τότε να μπουν και κείνοι στον ποταμό απέναντί τους, αλλά προς τα δεξιά και προς τ᾽ αριστερά τους, κάνοντας πως τάχα θέλουν κι αυτοί να περάσουν, έχοντας όμως τα δάχτυλα στις θηλιές των ακοντίων και τα βέλη στις χορδές των τόξων, και μη προχωρώντας πολύ μέσα στον ποταμό. [4.3.29] Ύστερα έδωσε διαταγή στους στρατιώτες του, μόλις αρχίσουν να τους φτάνουν οι πέτρες από τις εχθρικές σφεντόνες κι οι ασπίδες τους κάνουν κρότο από τα χτυπήματα των εχθρών, τότε να τραγουδήσουν τον παιάνα και να ορμήσουν καταπάνω τους. Κι όταν οι εχθροί γυρίσουν τις πλάτες και φεύγουν και ο σαλπιχτής δώσει από τον ποταμό το πολεμικό σάλπισμα, να γυρίσουν κι αυτοί δεξιά και να πάνε μπροστά οι στρατιώτες της οπισθοφυλακής. Τότε να τρέχουν όλοι και να περνούν τον ποταμό, όσο γίνεται πιο γρήγορα, κρατώντας τη θέση που είχε ο καθένας στην παράταξη, για να μην εμποδίζονται αναμεταξύ τους. Γιατί ο αξιότερος θα ήταν εκείνος, που θα περνούσε πρώτος στην απέναντι μεριά.
[4.3.30] Οι Καρδούχοι λοιπόν βλέποντας πως είναι λίγοι πια οι υπόλοιποι —γιατί πολλοί, κι από κείνους που είχαν πάρει διαταγή να μείνουν, έφυγαν φροντίζοντας άλλοι για τα υποζύγια, άλλοι για τις αποσκευές, άλλοι για τις γυναίκες—, άρχισαν τότε την επίθεση με τόλμη, χτυπώντας τους με τις σφεντόνες και με τα τόξα. [4.3.31] Οι Έλληνες πάλι έψαλαν τον παιάνα κι έτρεξαν καταπάνω τους με ορμή. Μα αυτοί δεν αντιστάθηκαν· και τούτο, γιατί ο οπλισμός τους ήταν κατάλληλος για τα βουνά, όπου συνήθιζαν να κάνουν επίθεση και να φεύγουν, δεν ήταν όμως κατάλληλος για έναν αγώνα σώμα με σώμα. [4.3.32] Τότε ο σαλπιχτής δίνει το σημείο. Στο άκουσμά του οι εχθροί έφευγαν ακόμα γρηγορότερα, ενώ οι Έλληνες γυρίζοντας και περνώντας τον ποταμό, έφευγαν κι αυτοί με πολύ μεγάλη βιασύνη. [4.3.33] Μερικοί όμως από τους εχθρούς κατάλαβαν τί είχε γίνει και ξαναγύρισαν στον ποταμό, όπου πλήγωσαν λίγους, χτυπώντας τους με βέλη. Αλλά οι περισσότεροι, και όταν οι Έλληνες είχαν περάσει απέναντι, και τότε ακόμα φαίνονταν να φεύγουν. [4.3.34] Εκείνοι πάλι που πήγαν να τους βοηθήσουν σταλμένοι από το Χειρίσοφο, πήραν θάρρος και προχώρησαν πιο μακριά απ᾽ ό,τι έπρεπε. Έτσι ξαναπέρασαν τον ποταμό ύστερ᾽ από τους στρατιώτες του Ξενοφώντα, και πληγώθηκαν κι απ᾽ αυτούς μερικοί.