ΧΟ. Τον άντρα αυτόν, Οιδίποδα, για χάρη εκείνου
που τον έστειλε, πρώτα του λες ό,τι συμφέρει στην περίσταση,
μετά, αν θες, τον στέλνεις πίσω.
ΟΙ. Αν, κάτοικοι της χώρας, δεν τύχαινε αυτόν εδώ
1350να μου τον έστελνε ο Θησέας, με την αξίωση ν᾽ αποκριθώ
στα λόγια του, ούτε που θ᾽ άκουγε τον ήχο της φωνής μου.
Τώρα ωστόσο που αξιώθηκε αυτή τη χάρη, θα πάρει
δρόμο, αφού πρωτύτερα θα δει να βγαίνουν απ᾽ το στόμα μου
λόγια τέτοιας λογής, που σίγουρα δεν πρόκειται να ευφράνουν
την υπόλοιπη ζωή του.
Γιατί, παγκάκιστε, εσύ κρατούσες τότε σκήπτρο και θρόνο,
αυτά που τώρα τα κρατεί στη Θήβα ο αδελφός σου, 1355
όταν τον ίδιο τον πατέρα σου από την πόλη εξόρισες,
τον άφησες χωρίς πατρίδα, μ᾽ αυτό το άθλιο ρούχο,
που τώρα βλέποντας σου φέρνει κλάματα, αφού στο μεταξύ
βρήκε κι εσένα μαύρη συμφορά, όπως κι εμένα.
1360Αλλά το κλάμα το δικό σου για τα δικά μου βάσανα
μου περισσεύει, πρέπει να τα υποφέρω μόνος μου,
όσο θα ζω, για να θυμάμαι εσένα, τον φονιά μου.
Γιατί εσύ μ᾽ έφερες στην κατάντια αυτή, εσύ που με κυνήγησες,
και βρέθηκα μετά περιπλανώμενος να ζητιανεύω
το ψωμί της μέρας από τον ένα και τον άλλο.
1365Αν δεν είχα σπείρει αυτές τις κόρες μου που με φροντίζουν,
δεν θα βρισκόμουν τώρα στη ζωή, όσο η ζωή μου κρέμεται
από σένα. Τώρα αυτές κάνουν το παν για να με συντηρήσουν,
αυτές τρέχουν για το φαΐ μου, έγιναν άντρες, δεν είναι
πια γυναίκες, στη συμφορά μου συμμετέχοντας.
Όσο για σας, άλλος σας έσπειρε, δεν γεννηθήκατε από μένα.
1370Το μάτι του ο θεός έχει καρφώσει πάνω σου και περιμένει
τη στιγμή, όχι ακόμη αυτή, αν, όπως λες, κινούνται
κιόλας οι στρατοί σου προς τη Θήβα. Γιατί δεν πρόκειται
την πόλη να συντρίψεις· πιο πριν νεκρός θα πέσεις
με μολυσμένο αίμα, μαζί κι ο αδελφός σου.
1375Τέτοιες κατάρες για σας τους δυο ξεστόμισα στο παρελθόν·
τώρα τις φέρνω στο παρόν, να γίνουν σύμμαχοί μου,
ώστε να μάθετε πως πρέπει, όποιος σας έσπειρε,
και να τον σέβεστε· σπορά κι οι δυο τυφλού πατέρα,
να μην τον ξευτελίζετε — οι κόρες μου ευτυχώς δεν σας μιμήθηκαν.
1380Τώρα οι κατάρες μου νικούν την ικεσία και τους θρόνους σας,
αν στέκει ορθή η φημισμένη Δίκη, σύνεδρος του Διός
και των αρχαίων νόμων.
Και τώρα, σιχαμένε, ξεκουμπήσου, από πατέρα σου, πανάθλιε,
να με ξεγράψεις, φορτώσου μόνο τις κατάρες μου, αυτές
1385που επικαλούμαι να σε βρουν· μήτε μ᾽ εμφύλιο δόρυ
νικητής θα βγεις, μήτε στο κοίλο Άργος θα γυρίσεις, αλλά
από χέρι αδελφικό θα σκοτωθείς και θα σκοτώσεις αδελφό,
αυτόν που σ᾽ έχει εξορισμένο.
Κι εύχομαι ο Τάρταρος συγκάτοικό του να σε πάρει
1390στο μισητό του έρεβος· καλώ και τις θεές του τόπου, καλώ
τον Άρη, τον θεό που μεταξύ σας έβαλε μίσος θανάσιμο.
Άκουσες όσα έπρεπε ν᾽ ακούσεις, τώρα δρόμο. Τράβα
να τ᾽ αναγγείλεις σ᾽ όλους τους Θηβαίους και σ᾽ όλους τους πιστούς
1395συμμάχους σου· να μάθουν όλοι ποιό γέρας ο Οιδίπους
μοίρασε στους δυο του γιους.
|