Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ (1346-1396)

ΧΟ. τὸν ἄνδρα, τοῦ πέμψαντος οὕνεκ᾽, Οἰδίπους,
εἰπὼν ὁποῖα ξύμφορ᾽ ἔκπεμψαι πάλιν.
ΟΙ. ἀλλ᾽ εἰ μέν, ἄνδρες τῆσδε δημοῦχοι χθονός,
μὴ ᾽τύγχαν᾽ αὐτὸν δεῦρο προσπέμψας ἐμοὶ
1350 Θησεύς, δικαιῶν ὥστ᾽ ἐμοῦ κλύειν λόγους,
οὔ τἄν ποτ᾽ ὀμφῆς τῆς ἐμῆς ἐπῄσθετο.
νῦν δ᾽ ἀξιωθεὶς εἶσι κἀκούσας γ᾽ ἐμοῦ
τοιαῦθ᾽ ἃ τὸν τοῦδ᾽ οὔποτ᾽ εὐφρανεῖ βίον·
ὅς γ᾽, ὦ κάκιστε, σκῆπτρα καὶ θρόνους ἔχων,
1355 ἃ νῦν ὁ σὸς ξύναιμος ἐν Θήβαις ἔχει,
τὸν αὐτὸς αὐτοῦ πατέρα τόνδ᾽ ἀπήλασας
κἄθηκας ἄπολιν καὶ στολὰς ταύτας φορεῖν
ἃς νῦν δακρύεις εἰσορῶν, ὅτ᾽ ἐν πόνῳ
ταὐτῷ βεβηκὼς τυγχάνεις †κακῶν ἐμοί.†
1360 οὐ κλαυτὰ δ᾽ ἐστίν, ἀλλ᾽ ἐμοὶ μὲν οἰστέα
τάδ᾽, ἕωσπερ ἂν ζῶ, σοῦ φονέως μεμνημένος.
σὺ γάρ με μόχθῳ τῷδ᾽ ἔθηκας ἔντροφον,
σύ μ᾽ ἐξέωσας· ἐκ σέθεν δ᾽ ἀλώμενος
ἄλλους ἐπαιτῶ τὸν καθ᾽ ἡμέραν βίον.
1365 εἰ δ᾽ ἐξέφυσα τάσδε μὴ ᾽μαυτῷ τροφοὺς
τὰς παῖδας, ἦ τἂν οὐκ ἂν ἦ, τὸ σὸν μέρος.
νῦν δ᾽ αἵδε μ᾽ ἐκσῴζουσιν, αἵδ᾽ ἐμαὶ τροφοί,
αἵδ᾽ ἄνδρες, οὐ γυναῖκες, εἰς τὸ συμπονεῖν·
ὑμεῖς δ᾽ ἀπ᾽ ἄλλου κοὐκ ἐμοῦ πεφύκατον.
1370 τοιγάρ σ᾽ ὁ δαίμων εἰσορᾷ μέν, οὔ τί πω
ὡς αὐτίκ᾽, εἴπερ οἵδε κινοῦνται λόχοι
πρὸς ἄστυ Θήβης. οὐ γὰρ ἔσθ᾽ ὅπως πόλιν
κείνην ἐρείψεις, ἀλλὰ πρόσθεν αἵματι
πεσῇ μιανθείς, χὠ σύναιμος ἐξ ἴσου.
1375 τοιάσδ᾽ ἀρὰς σφῷν πρόσθε τ᾽ ἐξανῆκ᾽ ἐγὼ
νῦν τ᾽ ἀνακαλοῦμαι ξυμμάχους ἐλθεῖν ἐμοί,
ἵν᾽ ἀξιῶτον τοὺς φυτεύσαντας σέβειν,
καὶ μὴ ᾽ξατιμάζητον, εἰ τυφλοῦ πατρὸς
τοιώδ᾽ ἔφυτον· αἵδε γὰρ τάδ᾽ οὐκ ἔδρων.
1380 τοιγὰρ τὸ σὸν θάκημα καὶ τοὺς σοὺς θρόνους
κρατοῦσιν, εἴπερ ἐστὶν ἡ παλαίφατος
Δίκη ξύνεδρος Ζηνὸς ἀρχαίοις νόμοις.
σὺ δ᾽ ἔρρ᾽ ἀπόπτυστός τε κἀπάτωρ ἐμοῦ,
κακῶν κάκιστε, τάσδε συλλαβὼν ἀράς,
1385 ἅς σοι καλοῦμαι, μήτε γῆς ἐμφυλίῳ
δόρει κρατῆσαι μήτε νοστῆσαί ποτε
τὸ κοῖλον Ἄργος, ἀλλὰ συγγενεῖ χερὶ
θανεῖν κτανεῖν θ᾽ ὑφ᾽ οὗπερ ἐξελήλασαι.
τοιαῦτ᾽ ἀρῶμαι, καὶ καλῶ τὸ Ταρτάρου
1390 στυγνὸν πατρῷον ἔρεβος, ὥς σ᾽ ἀποικίσῃ,
καλῶ δὲ τάσδε δαίμονας, καλῶ δ᾽ Ἄρη
τὸν σφῷν τὸ δεινὸν μῖσος ἐμβεβληκότα.
καὶ ταῦτ᾽ ἀκούσας στεῖχε, κἀξάγγελλ᾽ ἰὼν
τοῖς πᾶσι Καδμείοισι τοῖς σαυτοῦ θ᾽ ἅμα
1395 πιστοῖσι συμμάχοισιν, οὕνεκ᾽ Οἰδίπους
τοιαῦτ᾽ ἔνειμε παισὶ τοῖς αὑτοῦ γέρα.

ΧΟ. Τον άντρα αυτόν, Οιδίποδα, για χάρη εκείνου
που τον έστειλε, πρώτα του λες ό,τι συμφέρει στην περίσταση,
μετά, αν θες, τον στέλνεις πίσω.
ΟΙ. Αν, κάτοικοι της χώρας, δεν τύχαινε αυτόν εδώ
1350να μου τον έστελνε ο Θησέας, με την αξίωση ν᾽ αποκριθώ
στα λόγια του, ούτε που θ᾽ άκουγε τον ήχο της φωνής μου.
Τώρα ωστόσο που αξιώθηκε αυτή τη χάρη, θα πάρει
δρόμο, αφού πρωτύτερα θα δει να βγαίνουν απ᾽ το στόμα μου
λόγια τέτοιας λογής, που σίγουρα δεν πρόκειται να ευφράνουν
την υπόλοιπη ζωή του.
Γιατί, παγκάκιστε, εσύ κρατούσες τότε σκήπτρο και θρόνο,
αυτά που τώρα τα κρατεί στη Θήβα ο αδελφός σου, 1355
όταν τον ίδιο τον πατέρα σου από την πόλη εξόρισες,
τον άφησες χωρίς πατρίδα, μ᾽ αυτό το άθλιο ρούχο,
που τώρα βλέποντας σου φέρνει κλάματα, αφού στο μεταξύ
βρήκε κι εσένα μαύρη συμφορά, όπως κι εμένα.
1360Αλλά το κλάμα το δικό σου για τα δικά μου βάσανα
μου περισσεύει, πρέπει να τα υποφέρω μόνος μου,
όσο θα ζω, για να θυμάμαι εσένα, τον φονιά μου.
Γιατί εσύ μ᾽ έφερες στην κατάντια αυτή, εσύ που με κυνήγησες,
και βρέθηκα μετά περιπλανώμενος να ζητιανεύω
το ψωμί της μέρας από τον ένα και τον άλλο.
1365Αν δεν είχα σπείρει αυτές τις κόρες μου που με φροντίζουν,
δεν θα βρισκόμουν τώρα στη ζωή, όσο η ζωή μου κρέμεται
από σένα. Τώρα αυτές κάνουν το παν για να με συντηρήσουν,
αυτές τρέχουν για το φαΐ μου, έγιναν άντρες, δεν είναι
πια γυναίκες, στη συμφορά μου συμμετέχοντας.
Όσο για σας, άλλος σας έσπειρε, δεν γεννηθήκατε από μένα.
1370Το μάτι του ο θεός έχει καρφώσει πάνω σου και περιμένει
τη στιγμή, όχι ακόμη αυτή, αν, όπως λες, κινούνται
κιόλας οι στρατοί σου προς τη Θήβα. Γιατί δεν πρόκειται
την πόλη να συντρίψεις· πιο πριν νεκρός θα πέσεις
με μολυσμένο αίμα, μαζί κι ο αδελφός σου.
1375Τέτοιες κατάρες για σας τους δυο ξεστόμισα στο παρελθόν·
τώρα τις φέρνω στο παρόν, να γίνουν σύμμαχοί μου,
ώστε να μάθετε πως πρέπει, όποιος σας έσπειρε,
και να τον σέβεστε· σπορά κι οι δυο τυφλού πατέρα,
να μην τον ξευτελίζετε — οι κόρες μου ευτυχώς δεν σας μιμήθηκαν.
1380Τώρα οι κατάρες μου νικούν την ικεσία και τους θρόνους σας,
αν στέκει ορθή η φημισμένη Δίκη, σύνεδρος του Διός
και των αρχαίων νόμων.
Και τώρα, σιχαμένε, ξεκουμπήσου, από πατέρα σου, πανάθλιε,
να με ξεγράψεις, φορτώσου μόνο τις κατάρες μου, αυτές
1385που επικαλούμαι να σε βρουν· μήτε μ᾽ εμφύλιο δόρυ
νικητής θα βγεις, μήτε στο κοίλο Άργος θα γυρίσεις, αλλά
από χέρι αδελφικό θα σκοτωθείς και θα σκοτώσεις αδελφό,
αυτόν που σ᾽ έχει εξορισμένο.
Κι εύχομαι ο Τάρταρος συγκάτοικό του να σε πάρει
1390στο μισητό του έρεβος· καλώ και τις θεές του τόπου, καλώ
τον Άρη, τον θεό που μεταξύ σας έβαλε μίσος θανάσιμο.
Άκουσες όσα έπρεπε ν᾽ ακούσεις, τώρα δρόμο. Τράβα
να τ᾽ αναγγείλεις σ᾽ όλους τους Θηβαίους και σ᾽ όλους τους πιστούς
1395συμμάχους σου· να μάθουν όλοι ποιό γέρας ο Οιδίπους
μοίρασε στους δυο του γιους.


ΧΟΡ. Για χάρη εκείνου που τον έστειλε
σε σένα, Οιδίπου, πε του ό,τι εγκρίνεις
σωστό να πεις κι άφησ᾽ τον να πηγαίνει.
ΟΙΔ. Μ᾽ αν, ω πρωτογερόντοι αυτής της χώρας,
δεν τύχαινε να μου τον είχε στείλει
1350αυτόν εδώ ο Θησέας, και έκρινε δίκιο
να του δώσω μια απάντηση, ποτέ του
δε θ᾽ άκουε τον ήχο της φωνής μου·
τώρα, θα φύγει ικανοποιημένος
κι αφού τέτοια απ᾽ το στόμα μου θ᾽ ακούσει,
που διόλου τη ζωή του δε θα ευφράνουν.
Τρισάθλιε, όταν τα σκήπτρα και το θρόνο
είχες, που κρατεί τώρα ο αδερφός σου
στη Θήβα, δεν τον ξόρισες αυτό σου
τον πατέρα ο ίδιος και χωρίς πατρίδα
τον έκαμες να τριγυρνά, φορώντας
τέτοιες στολές, που κλαις να βλέπεις τώρα
πὄτυχε να βρεθείς και συ πεσμένος
στις ίδιες μαύρες συφορές με μένα;
1360Μα τα δικά μου μην τα κλαις και ξέρω
πως πρέπει, όσο που ζω, να τα υπομένω,
θυμάμενος εσένα το φονιά μου·
γιατ᾽ εσύ με ᾽καμες να ζω μ᾽ αυτή μου
τη δυστυχία σύντροφος και συ ᾽σαι
που μ᾽ έριξες στους δρόμους και για σένα
σαν αλήτης γυρνώ και ζητιανεύω
από έναν κι άλλον το καθημερνό μου.
Που αν μου έλειπαν κι αυτές οι δυο μου κόρες
να με φροντίζουν, βέβαια ούτε θα ζούσα,
όσο από σένα· μα αυτές τώρα μ᾽ έχουν
ακόμα στη ζωή κι αυτές με θρέφουν,
άντρες αυτές και όχι γυναίκες που ᾽ναι,
για να τραβούν όσα τραβούν για μένα,
ενώ εσείς άλλου κι όχι γιοι μου θα ᾽στε.
1370Μα έγνοια σου κι ο Θεός σε βλέπει, αν κι όχι
ακόμα όπως σε λίγο, αν απ᾽ αλήθεια
ξεκινούν για τη Θήβα αυτοί οι στρατοί σου.
Γιατί δεν είναι τρόπος να κουρσέψεις
την πόλη εκείνη, μα θα πέσεις πρώτα
και συ κι ο αυτάδερφός σου, μολυσμένοι
με το αίμα σας· τέτοιες εγώ κατάρες
και πριν για σας απόλυσα και τώρα
τις ξαναπροσκαλώ να ᾽ρθουν βοηθοί μου,
για να το κρίνετε άξιο να τιμάτε
τους γονιούς σας και μην περιφρονείτε,
αν, τέτοιοι εσείς, τυφλό έχετε πατέρα,
που όμως αυτές δεν του φερθήκαν έτσι.
Γι᾽ αυτό κι αν κάθεσαι είτε στους βωμούς
1380ικέτης, είτε βασιλέας στο θρόνο,
στην εξουσία των σε κρατούν, αν είναι
σύθρονη πάντα η παναιώνια η Δίκη
με τους παντοτινούς του Δία τους νόμους.
Στ᾽ ανάθεμα να πας αφορεσμένος
από μένα, που πια μην πεις πατέρα,
παγκάκιστε, και πάρε αυτές μαζί σου
τις κατάρες που κράζω, να μη δώσουν
ποτέ να εξουσιάσει το σπαθί σου
την πατρική σου γη, και μήτε στο Άργος
να γυρίσεις ξανά, μα ν᾽ αποθάνεις
απ᾽ του αδερφού το χέρι, αφού σκοτώσεις
και συ εκείνον, που σ᾽ έχει εξορισμένο.
Αυτές είναι οι κατάρες μου και κράζω
το στυγερό το έρεβος του Ταρτάρου
1390να σε πάρει στους κόρφους του· και κράζω
κι αυτές τις θεές και κράζω και τον Άρη
π᾽ άναψε τη φριχτή στους δυο σας έχθρα.
Μ᾽ άκουσες, τράβα κι άμε να μηνύσεις
και σ᾽ όλους τους Καδμείους και στους δικούς σου
τους πιστούς τους συμμάχους, πως ο Οιδίπους
μέρασε τέτοια στα παιδιά του δώρα.


ΧΟΡ. Για το χατίρι αυτού, που εδώ τον έστειλεν, Οιδίπου,
αφού του ειπείς τα ωφέλιμα ποιά ειναι, διώξε τον πάλι.
ΟΙΔ. Ανίσως, φίλοι, ο βασιλιάς της χώρας, ο Θησέας
δεν τύχαινε τον άντρ᾽ αυτόν να στείλει εδώ σ᾽ εμένα,
1350θαρρώντας δίκιο και σωστό τα λόγια μου ν᾽ ακούσει,
ποτέ του αυτός δε θ᾽ άκουγε καθόλου τη φωνή μου.
Μα τώρα, σαν τ᾽ αξιώθηκε, θα φύγει, αφού από μένα
ακούσει τέτοια, που χαρά ποτέ να μη του φέρουν.
Εσύ, κακούργε, το ραβδί σαν είχες και το θρόνο,
που μες στη Θήβα τα κρατεί σήμερ᾽ ο αδερφός σου,
εμένα τον πατέρα σου μ᾽ εξόρισες ο ίδιος,
δίχως πατρίδα μ᾽ έκαμες και να φορώ τα ρούχα
τούτα, που βλέποντάς τα κλαις τώρα, που μες στον ίδιο
μ᾽ εμέ να βρίσκεσ᾽ έτυχε πόνο και δυστυχία.
1360Δεν πρέπει εσύ να κλαις· μα εγώ να τα υποφέρω πρέπει
όσο θα ζω, θυμούμενος εσένα το φονιά μου,
γιατί εσύ μ᾽ έκαμες να ζω στη δυστυχία τούτη,
εσύ μ᾽ εξόρισες· εσύ μ᾽ έκαμες να γυρίζω
εδώ κι εκεί και τη θροφή να ζητιανεύω απ᾽ άλλους.
Κι ανίσως δεν εγένναγα τις θυγατέρες τούτες
να με φροντίζουν, βέβαια συ δεν θα με βοηθούσες.
Αυτές τώρα με σώζουνε, αυτές θροφή μου δίνουν,
αυτές σαν άντρες, όχι σαν γυναίκες υποφέρουν
μαζί μου· εσείς παιδιά είσαστε άλλου κι όχι δικά μου.
1370Δε σε προσέχει η μοίρα σου ακόμη, όπως σε λίγο,
αν είναι αλήθεια, ότι οι στρατοί κίνησαν για τη Θήβα.
Γιατί δεν είναι δυνατό την πολιτεία κείνη
να τη χαλάσεις, αλλά εμπρός σ᾽ αυτήν νεκρός θα πέσεις
γεμάτος αίμα και μαζί μ᾽ εσένα κι ο αδερφός σου.
Τέτοιες κατάρες από πριν εγώ είχα ξεστομίσει
για σας· και τώρα τις καλώ να μού ᾽ρθουν βοηθοί μου
να μάθετε να σέβεστε κείνους, που σας γεννήσαν.
1380Και βέβαια αυτές το θρόνο σου και την παράκλησή σου
βαστούνε τώρα, αν κάθεται με τους αρχαίους νόμους
η Δικιοσύνη η παλιά σιμά στου Δία τους θρόνους.
Κι εσύ χάσου σαν σίχαμα και με δίχως πατέρα,
απ᾽ τους κακούς ο πιο κακός, παίρνοντας για συντρόφους
τούτες μου τις κατάρες, που τώρα σου δίνω: μήτε
τη χώρα, που είν᾽ πατρίδα σου, να κυριέψεις, μήτε
πίσω να ξαναπάς ποτέ στ᾽ Άργος, αλλ᾽ από χέρι
συγγενικό να σκοτωθείς, αφού σκοτώσεις κείνον,
που σ᾽ έκαμεν εξόριστο. Τέτοια σε καταριέμαι
1390και το σκοτάδι τ᾽ αγριωπό φωνάζω του Ταρτάρου
μαζί του να σε πάρει,
φωνάζω τούτες τις θεές, φωνάζω και τον Άρη,
που ανάμεσό σας έβαλε το τρομερό το μίσος.
Και τώρα, που άκουσες αυτά, φεύγα από δω και τρέχα
σ᾽ όλους τους Θηβαίους να ειπείς και στους πιστούς βοηθούς σου,
πως έδωκε ο Οιδίποδας τέτοιο βραβείο στους γιους του.