Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας
Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ
Ρητορική (1374b-1375a)
[XIV] Ἀδίκημα δὲ μεῖζον, ὅσῳ ἂν ἀπὸ μείζονος ᾖ ἀδικίας· διὸ τὰ ἐλάχιστα μέγιστα, οἷον ὃ Μελανώπου Καλλίστρατος κατηγόρει, ὅτι παρελογίσατο τρία ἡμιωβέλια ἱερὰ τοὺς ναοποιούς· ἐπὶ δικαιοσύνης δὲ τοὐναντίον. ἔστιν δὲ ταῦτα ἐκ τοῦ ἐνυπάρχειν τῇ δυνάμει· ὁ γὰρ τρία ἡμιωβέλια ἱερὰ κλέψας κἂν ὁτιοῦν ἀδικήσειεν. ὁτὲ μὲν δὴ οὕτω τὸ μεῖζον, ὁτὲ δ᾽ ἐκ τοῦ βλάβους κρίνεται. καὶ οὗ μὴ ἔστιν ἴση τιμωρία, ἀλλὰ πᾶσα ἐλάττων. καὶ οὗ μὴ ἔστιν ἴασις· χαλεπὸν γὰρ καὶ ἀδύνατον. καὶ οὗ μὴ ἔστιν δίκην λαβεῖν τὸν παθόντα· ἀνίατον γάρ· ἡ γὰρ δίκη καὶ κόλασις καὶ ἴασις. καὶ εἰ ὁ παθὼν καὶ ἀδικηθεὶς αὐτὸς αὑτὸν μεγάλως ἐκόλασεν· ἔτι γὰρ μείζονι ὁ ποιήσας δίκαιος κολασθῆναι, οἷον Σοφοκλῆς ὑπὲρ Εὐκτήμονος συνηγορῶν, ἐπεὶ ἀπέσφαξεν [1375a] ἑαυτὸν ὑβρισθείς, οὐ τιμήσειν ἔφη ἐλάττονος ἢ ὁ παθὼν ἑαυτῷ ἐτίμησεν. καὶ ὃ μόνος ἢ πρῶτος ἢ μετ᾽ ὀλίγων πεποίηκεν. καὶ τὸ πολλάκις τὸ αὐτὸ ἁμαρτάνειν μέγα. καὶ δι᾽ ὃ ἂν ζητηθῇ καὶ εὑρεθῇ τὰ κωλύοντα καὶ ζημιοῦντα, οἷον ἐν Ἄργει ζημιοῦται δι᾽ ὃν ἂν νόμος τεθῇ καὶ δι᾽ οὓς τὸ δεσμωτήριον ᾠκοδομήθη. καὶ τὸ θηριωδέστερον ἀδίκημα μεῖζον. καὶ ὃ ἐκ προνοίας μᾶλλον. καὶ ὃ οἱ ἀκούοντες φοβοῦνται μᾶλλον ἢ ἐλεοῦσιν. καὶ τὰ μὲν ῥητορικά ἐστι τοιαῦτα, ὅτι πολλὰ ἀνῄρηκεν ἢ ὑπερβέβηκεν, οἷον ὅρκους, δεξιάς, πίστεις, ἐπιγαμίας· πολλῶν γὰρ ἀδικημάτων ὑπεροχή. καὶ τὸ ἐνταῦθα οὗ κολάζονται οἱ ἀδικοῦντες, ὅπερ ποιοῦσιν οἱ ψευδομαρτυροῦντες· ποῦ γὰρ οὐκ ἂν ἀδικήσαιεν, εἴ γε καὶ ἐν τῷ δικαστηρίῳ; καὶ ἐφ᾽ οἷς αἰσχύνη μάλιστα. καὶ εἰ τοῦτον ὑφ᾽ οὗ εὖ πέπονθεν· πλείω γὰρ ἀδικεῖ, ὅτι τε κακῶς ποιεῖ καὶ ὅτι οὐκ εὖ. καὶ ὃ παρὰ τὰ ἄγραφα δίκαια· ἀμείνονος γὰρ μὴ δι᾽ ἀνάγκην δίκαιον εἶναι· τὰ μὲν οὖν γεγραμμένα ἐξ ἀνάγκης, τὰ δ᾽ ἄγραφα οὔ. ἄλλον δὲ τρόπον, εἰ παρὰ τὰ γεγραμμένα· ὁ γὰρ τὰ φοβερὰ ἀδικῶν καὶ τὰ ἐπιζήμια καὶ τὰ ἀζήμια ἀδικήσειεν ἄν. περὶ μὲν οὖν ἀδικήματος μείζονος καὶ ἐλάττονος εἴρηται. |
[14] Ένα αδίκημα είναι πιο βαρύ όσο πιο μεγάλη είναι η αδικία που το προκάλεσε. Αυτός είναι ο λόγος που εντελώς ασήμαντα αδικήματα είναι μερικές φορές πολύ βαριά, όπως εκείνο π.χ. για το οποίο ο Καλλίστρατος κατηγόρησε τον Μελάνωπο, ότι εξαπάτησε τους ναοποιούς και τους πήρε τρία ιερά ημιωβόλια (στην περίπτωση, πάντως, των δίκαιων πράξεων συμβαίνει το αντίθετο). Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι αυτά εμπεριέχονται δυνάμει σ᾽ εκείνα· αυτός, πράγματι, που έκλεψε τρία ιερά ημιωβόλια θα ήταν ικανός για οποιοδήποτε αδίκημα. Μερικές φορές λοιπόν το μεγαλύτερο αδίκημα μετριέται με αυτόν τον τρόπο, ενώ κάποιες άλλες με τη βλάβη που προκλήθηκε. Μεγαλύτερο είναι επίσης το αδίκημα για το οποίο δεν υπάρχει ισοδύναμη με αυτό τιμωρία, αλλά όλες οι τιμωρίες είναι μικρότερές του. Επίσης αυτό για το οποίο δεν υπάρχει γιατρειά: πρόκειται για αδίκημα που είναι δύσκολο, μπορεί και αδύνατο να αντιμετωπισθεί. Επίσης αυτό για το οποίο ο παθών δεν μπορεί να προσφύγει για την τιμωρία του ενόχου στο δικαστήριο, επειδή είναι αδίκημα που δεν σηκώνει γιατρειά — η δίκη είναι, πράγματι, και κολασμός και γιατρειά. Επίσης αν ο παθών και αδικημένος επέβαλε ο ίδιος στον εαυτό του μια μεγάλη τιμωρία· γιατί είναι δίκαιο, τότε, ο δράστης να τιμωρηθεί με ακόμη μεγαλύτερη τιμωρία· έτσι, επί παραδείγματι, ο Σοφοκλής, μιλώντας υπέρ του Ευκτήμονα, που αυτοκτόνησε [1375a] ύστερα από την προσβολή που του έγινε, είπε ότι δεν θα ορίσει μικρότερη ποινή από αυτήν που όρισε για τον εαυτό του ο παθών. Επίσης το αδίκημα που ο δράστης το έκανε ή μόνος αυτός, ή πρώτος αυτός, ή ως ένας από τους λίγους που το έκαναν. Βαρύ είναι επίσης να κάνει κανείς ξανά και ξανά το ίδιο σφάλμα. Επίσης αυτό για το οποίο αναζητούνται και ανακαλύπτονται νέοι τρόποι πρόληψης και τιμωρίας· στο Άργος, π.χ., τιμωρείται αυτός εξαιτίας του οποίου θεσπίστηκε ένας νόμος, καθώς και αυτοί που εξαιτίας τους χτίστηκε η φυλακή. Όσο πιο κτηνώδες, επίσης, ένα αδίκημα, τόσο βαρύτερο. Το ίδιο και αυτό που προμελετήθηκε επί περισσότερο χρόνο. Επίσης αυτό που στο άκουσμά του οι άνθρωποι αισθάνονται μάλλον φόβο παρά οίκτο. Οι συνήθεις στη ρητορική μέθοδοι είναι οι εξής, να πει π.χ. ο ρήτορας ότι ο δράστης καταπάτησε ή παραβίασε πολλές αρχές της δικαιοσύνης, π.χ. όρκους, χειραψίες, εγγυήσεις, όρους που προβλέπονται σε περιπτώσεις επιγαμιών· γιατί έτσι έχουμε ένα μεγαλύτερο αδίκημα — άθροισμα περισσότερων αδικημάτων. Επίσης το να κάνει κανείς αδίκημα εκεί όπου τιμωρούνται αυτοί που διαπράττουν αδικήματα — αυτό ακριβώς κάνουν οι ψευδομάρτυρες· αλήθεια, πού δεν θα διέπρατταν αδίκημα, αφού μπορούν και στο δικαστήριο; Επίσης τα πιο ατιμωτικά αδικήματα. Επίσης αν διέπραξε αδίκημα σε βάρος αυτού που τον ευεργέτησε· γιατί στην περίπτωση αυτή έχουμε περισσότερα αδικήματα: πρώτον κάνει κακό στον ευεργέτη του, δεύτερον δεν του ανταποδίδει το καλό που του χρωστάει. Είναι επίσης μεγαλύτερο αδίκημα αυτό που γίνεται κατά παράβαση των άγραφων κανόνων του δικαίου· γιατί δείχνει ανώτερο άνθρωπο, αν είναι κανείς δίκαιος δίχως να τον υποχρεώνει τίποτε — οι γραπτοί νόμοι έχουν το στοιχείο του υποχρεωτικού, οι άγραφοι όχι. Από μιαν άλλη άποψη: αν το αδίκημα έγινε παρά τους γραπτούς νόμους· γιατί αυτός που διαπράττει αδικήματα αδιαφορώντας για τις ανησυχητικές συνέπειες και για τις προβλεπόμενες ποινές, θα έκανε βέβαια και τα αδικήματα για τα οποία δεν προβλέπονται ποινές. |