Και όρμησ᾽ ευθύς, τον άρπαξεν απ᾽ το δασύ του κράνος,
370τον έστριψε, τον έσερνε στων Αχαιών τα πλήθη·
τον έπνιγε στον τρυφερόν λαιμό του ανεβασμένο
το πολυκέντητο λουρί της περικεφαλαίας·
κι είχε τον σύρει και λαμπρήν την δόξαν θ᾽ αποκτούσε,
αλλ᾽ έγκαιρα το ενόησεν η Αφροδίτ᾽ η θεία
375κι έκοψε αμέσως το λουρί, σκληρό βοδιού τομάρι·
άδειο το κράνος πήγαινε με τ᾽ ανδρειωμένο χέρι
του Ατρείδη, ώσπου το πέταξε στων Αχαιών τα πλήθη·
κι οι σύντροφοι το εδέχθηκαν· κι όρμησε αυτός οπίσω
λυσσώντας με το χάλκινο κοντάρι να τον σχίσει.
380Αλλ᾽ εύκολα, ωσάν θέαινα, τον σήκωσ᾽ η Αφροδίτη·
με καταχνιά τον έζωσε και μες στον μυροβόλον
θάλαμον τον εκάθισε· κι η ίδια την Ελένην
εβγήκε να καλέσει ευθύς, και την εβρήκ᾽ επάνω
στον πύργον κι είχε Τρώισσες πολλές ολόγυρά της.
385Απ᾽ το νεκτάριο φόρεμα την τράβηξε κι εφάνη
με την μορφήν γερόντισσας, οπού την είχε γνέστραν
η Ελένη στην πατρίδα της να της δουλεύει ωραία
κάθε πολύτιμο μαλλί και την υπερηγάπα·
με αυτήν ομοιώθηκε η θεά και της Ελένης είπε:
390«Έλα και ο Πάρις σε καλεί στο σπίτι να γυρίσεις·
στον θάλαμον, στα τορνευτά κλινάρια λαμπροφόρος
αστράφτει από την ομορφιά· δεν θα ᾽λεγες πως ήλθε
εκείνος απ᾽ τον πόλεμον, αλλ᾽ ότ᾽ ή θα πηγαίνει
εις τον χορόν, ή από χορόν ν᾽ αναπαυθεί καθίζει».
395Είπε και την ετάραξε μες στης καρδιάς τα βάθη·
αλλ᾽ άμα είδε της θεάς τα ερωτεμένα στήθη
και τον πανώραιον λαιμόν και των ματιών την λάμψιν
φόβος την πήρεν έξαφνα και προς εκείνην είπε:
«Παμπόνηρη, τι προσπαθείς μ᾽ αυτά να με πλανέσεις;
400Εις ποίαν χώραν μακρινήν ακόμη θα με βγάλεις,
στης Μαιονίας τον τερπνόν αέρα ή της Φρυγίας,
αν κάποιον έχεις ως και αυτού θνητόν αγαπημένον,
αφού τώρα ο Μενέλαος, που ενίκησε τον Πάριν,
βούλετ᾽ εμέ την μισητήν να πάρει στην πατρίδα;
405Δια τούτο εδώ κατέβηκες με δόλο να με πιάσεις;
Άμε, μαζί του κάθισε, μακράν των Αθανάτων,
και οι πόδες σου στον Όλυμπον να μη σε ξαναφέρουν,
αλλά να λιώνεσαι μ᾽ αυτόν, να τον προσέχεις μείνε,
ως να θελήσει σύντροφον ή δούλην να σε κάμει.
410Θα ήταν καταισχύνη μου να υπάγω εκεί που θέλεις,
να είμ᾽ εκείνου ομόκλινη· και οι σεβαστές μητέρες
της Τροίας θα με ονείδιζαν και αρκούν όσα υποφέρω».
Οργίσθη και αποκρίθηκεν η Αφροδίτ᾽ η θεία:
«Μη με θυμώνεις, δύστυχη, με αυτά και μ᾽ αναγκάσεις,
415αφού πολύ σ᾽ αγάπησα, πολύ να σε μισήσω,
και ιδείς να σπείρω ανάμεσα των Αχαιών και Τρώων
έχθρητες νέες, φοβερές και κακοθανατίσεις».
|