ΧΟΡ. Δείχτηκα, νομίζω εγώ,
έξυπνος πολλές φορές
κι ούτε μια φορά κουτός·
μα πολύ με ξεπερνά
ο Αμυνίας του Σέλλου ο γιος,
που κρατιέται απ᾽ τη γενιά
τη χρυσοκαρφίτσωτη·
ναι, τον είδα μια φορά
όχι μ᾽ ένα μήλο πια,
μ᾽ ένα ρόδι να δειπνά·
στου Λεωγόρα το λαμπρό
έτρωγε αρχοντόσπιτο!
Σαν τον Αντιφώντα δα
1270ξέρετε κι αυτός πεινά.
Είχε πάει αποστολή
κάποτε στα Φάρσαλα·
μόνη συντροφιά του εκεί
φουκαράδες Θεσσαλοί,
μα στης φτώχειας στέκει αυτός
το ψηλότερο σκαλί.
Αυτομένη ευτυχισμένε, σε καλοτυχίζουμε.
Έκαμες τρεις γιους, τεχνίτες πρώτης και τους τρεις γραμμής.
Είναι πρώτα εκείνος ο άξιος, ο λαμπρός κιθαριστής,
που όλος τον λατρεύει ο κόσμος κι όλοι τον χειροκροτούν·
έρχεται κατόπι ο άλλος, ο έξοχος ηθοποιός·
1280για την έμφυτη όμως τέχνη του Αριφράδη τί να πεις;
ο ίδιος του ο πατέρας είπε πως είν᾽ αυτοδίδαχτος·
από μια πηγαία του κλίση κι έτσι, δίχως δάσκαλο,
στα παλιόσπιτα γυρίζει κι όλο γλείφει η γλώσσα του.
Είναι μερικοί που λένε πως συνθηκολόγησα
τον καιρό που ο Κλέωνας άγρια καταπάνω μου έπεσε
και με λύσσα με κεντούσε και μ᾽ ανεμοτάραζε·
κι όταν μ᾽ έγδερναν κατόπι, τότ᾽ οι απέξω κοίταζαν
που έσκουζα απ᾽ τον πόνο ο δόλιος, και γελούσανε, χωρίς
να σκοτίζονται για μένα, μόνο πρόσμεναν να δουν
απ᾽ το ζούληγμα αν κανένα θ᾽ αμολούσα χωρατό.
1290Όταν το ᾽δα, έκαμα λίγη γαλιφιά σαν της μαϊμούς·
τ᾽ αντιστύλι γέλασε όμως τώρα την κληματαριά.
|