Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΑΤΩΝ

Συμπόσιον (216c-218b)


Καὶ ὑπὸ μὲν δὴ τῶν αὐλημάτων καὶ ἐγὼ καὶ ἄλλοι πολλοὶ τοιαῦτα πεπόνθασιν ὑπὸ τοῦδε τοῦ σατύρου· ἄλλα δὲ ἐμοῦ ἀκούσατε ὡς ὅμοιός τ᾽ ἐστὶν οἷς ἐγὼ ᾔκασα αὐτὸν καὶ τὴν δύναμιν ὡς θαυμασίαν ἔχει. εὖ γὰρ ἴστε ὅτι οὐδεὶς ὑμῶν [216d] τοῦτον γιγνώσκει· ἀλλὰ ἐγὼ δηλώσω, ἐπείπερ ἠρξάμην. ὁρᾶτε γὰρ ὅτι Σωκράτης ἐρωτικῶς διάκειται τῶν καλῶν καὶ ἀεὶ περὶ τούτους ἐστὶ καὶ ἐκπέπληκται, καὶ αὖ ἀγνοεῖ πάντα καὶ οὐδὲν οἶδεν. ὡς τὸ σχῆμα αὐτοῦ τοῦτο οὐ σιληνῶδες; σφόδρα γε. τοῦτο γὰρ οὗτος ἔξωθεν περιβέβληται, ὥσπερ ὁ γεγλυμμένος σιληνός· ἔνδοθεν δὲ ἀνοιχθεὶς πόσης οἴεσθε γέμει, ὦ ἄνδρες συμπόται, σωφροσύνης; ἴστε ὅτι οὔτε εἴ τις καλός ἐστι μέλει αὐτῷ οὐδέν, ἀλλὰ καταφρονεῖ τοσοῦτον [216e] ὅσον οὐδ᾽ ἂν εἷς οἰηθείη, οὔτ᾽ εἴ τις πλούσιος, οὔτ᾽ εἰ ἄλλην τινὰ τιμὴν ἔχων τῶν ὑπὸ πλήθους μακαριζομένων· ἡγεῖται δὲ πάντα ταῦτα τὰ κτήματα οὐδενὸς ἄξια καὶ ἡμᾶς οὐδὲν εἶναι —λέγω ὑμῖν— εἰρωνευόμενος δὲ καὶ παίζων πάντα τὸν βίον πρὸς τοὺς ἀνθρώπους διατελεῖ. σπουδάσαντος δὲ αὐτοῦ καὶ ἀνοιχθέντος οὐκ οἶδα εἴ τις ἑώρακεν τὰ ἐντὸς ἀγάλματα· ἀλλ᾽ ἐγὼ ἤδη ποτ᾽ εἶδον, καί μοι ἔδοξεν οὕτω θεῖα καὶ [217a] χρυσᾶ εἶναι καὶ πάγκαλα καὶ θαυμαστά, ὥστε ποιητέον εἶναι ἔμβραχυ ὅτι κελεύοι Σωκράτης.
Ἡγούμενος δὲ αὐτὸν ἐσπουδακέναι ἐπὶ τῇ ἐμῇ ὥρᾳ ἕρμαιον ἡγησάμην εἶναι καὶ εὐτύχημα ἐμὸν θαυμαστόν, ὡς ὑπάρχον μοι χαρισαμένῳ Σωκράτει πάντ᾽ ἀκοῦσαι ὅσαπερ οὗτος ᾔδει· ἐφρόνουν γὰρ δὴ ἐπὶ τῇ ὥρᾳ θαυμάσιον ὅσον. ταῦτα οὖν διανοηθείς, πρὸ τοῦ οὐκ εἰωθὼς ἄνευ ἀκολούθου μόνος μετ᾽ αὐτοῦ γίγνεσθαι, τότε ἀποπέμπων [217b] τὸν ἀκόλουθον μόνος συνεγιγνόμην —δεῖ γὰρ πρὸς ὑμᾶς πάντα τἀληθῆ εἰπεῖν· ἀλλὰ προσέχετε τὸν νοῦν, καὶ εἰ ψεύδομαι, Σώκρατες, ἐξέλεγχε— συνεγιγνόμην γάρ, ὦ ἄνδρες, μόνος μόνῳ, καὶ ᾤμην αὐτίκα διαλέξεσθαι αὐτόν μοι ἅπερ ἂν ἐραστὴς παιδικοῖς ἐν ἐρημίᾳ διαλεχθείη, καὶ ἔχαιρον. τούτων δ᾽ οὐ μάλα ἐγίγνετο οὐδέν, ἀλλ᾽ ὥσπερ εἰώθει διαλεχθεὶς ἄν μοι καὶ συνημερεύσας ᾤχετο ἀπιών. μετὰ ταῦτα [217c] συγγυμνάζεσθαι προυκαλούμην αὐτὸν καὶ συνεγυμναζόμην, ὥς τι ἐνταῦθα περανῶν. συνεγυμνάζετο οὖν μοι καὶ προσεπάλαιεν πολλάκις οὐδενὸς παρόντος· καὶ τί δεῖ λέγειν; οὐδὲν γάρ μοι πλέον ἦν. ἐπειδὴ δὲ οὐδαμῇ ταύτῃ ἥνυτον, ἔδοξέ μοι ἐπιθετέον εἶναι τῷ ἀνδρὶ κατὰ τὸ καρτερὸν καὶ οὐκ ἀνετέον, ἐπειδήπερ ἐνεκεχειρήκη, ἀλλὰ ἰστέον ἤδη τί ἐστι τὸ πρᾶγμα. προκαλοῦμαι δὴ αὐτὸν πρὸς τὸ συνδειπνεῖν, ἀτεχνῶς ὥσπερ ἐραστὴς παιδικοῖς ἐπιβουλεύων. καί μοι οὐδὲ τοῦτο ταχὺ [217d] ὑπήκουσεν, ὅμως δ᾽ οὖν χρόνῳ ἐπείσθη. ἐπειδὴ δὲ ἀφίκετο τὸ πρῶτον, δειπνήσας ἀπιέναι ἐβούλετο. καὶ τότε μὲν αἰσχυνόμενος ἀφῆκα αὐτόν· αὖθις δ᾽ ἐπιβουλεύσας, ἐπειδὴ ἐδεδειπνήκεμεν διελεγόμην ἀεὶ πόρρω τῶν νυκτῶν, καὶ ἐπειδὴ ἐβούλετο ἀπιέναι, σκηπτόμενος ὅτι ὀψὲ εἴη, προσηνάγκασα αὐτὸν μένειν. ἀνεπαύετο οὖν ἐν τῇ ἐχομένῃ ἐμοῦ κλίνῃ, ἐν ᾗπερ ἐδείπνει, καὶ οὐδεὶς ἐν τῷ οἰκήματι ἄλλος καθηῦδεν ἢ [217e] ἡμεῖς.
Μέχρι μὲν οὖν δὴ δεῦρο τοῦ λόγου καλῶς ἂν ἔχοι καὶ πρὸς ὁντινοῦν λέγειν· τὸ δ᾽ ἐντεῦθεν οὐκ ἄν μου ἠκούσατε λέγοντος, εἰ μὴ πρῶτον μέν, τὸ λεγόμενον, οἶνος ἄνευ τε παίδων καὶ μετὰ παίδων ἦν ἀληθής, ἔπειτα ἀφανίσαι Σωκράτους ἔργον ὑπερήφανον εἰς ἔπαινον ἐλθόντα ἄδικόν μοι φαίνεται. ἔτι δὲ τὸ τοῦ δηχθέντος ὑπὸ τοῦ ἔχεως πάθος κἄμ᾽ ἔχει. φασὶ γάρ πού τινα τοῦτο παθόντα οὐκ ἐθέλειν λέγειν οἷον ἦν πλὴν τοῖς δεδηγμένοις, ὡς μόνοις γνωσομένοις [218a] τε καὶ συγγνωσομένοις εἰ πᾶν ἐτόλμα δρᾶν τε καὶ λέγειν ὑπὸ τῆς ὀδύνης. ἐγὼ οὖν δεδηγμένος τε ὑπὸ ἀλγεινοτέρου καὶ τὸ ἀλγεινότατον ὧν ἄν τις δηχθείη —τὴν καρδίαν γὰρ ἢ ψυχὴν ἢ ὅτι δεῖ αὐτὸ ὀνομάσαι πληγείς τε καὶ δηχθεὶς ὑπὸ τῶν ἐν φιλοσοφίᾳ λόγων, οἳ ἔχονται ἐχίδνης ἀγριώτερον, νέου ψυχῆς μὴ ἀφυοῦς ὅταν λάβωνται, καὶ ποιοῦσι δρᾶν τε καὶ λέγειν ὁτιοῦν— καὶ ὁρῶν αὖ Φαίδρους, Ἀγάθωνας, [218b] Ἐρυξιμάχους, Παυσανίας, Ἀριστοδήμους τε καὶ Ἀριστοφάνας· Σωκράτη δὲ αὐτὸν τί δεῖ λέγειν, καὶ ὅσοι ἄλλοι; πάντες γὰρ κεκοινωνήκατε τῆς φιλοσόφου μανίας τε καὶ βακχείας — διὸ πάντες ἀκούσεσθε· συγγνώσεσθε γὰρ τοῖς τε τότε πραχθεῖσι καὶ τοῖς νῦν λεγομένοις. οἱ δὲ οἰκέται, καὶ εἴ τις ἄλλος ἐστὶν βέβηλός τε καὶ ἄγροικος, πύλας πάνυ μεγάλας τοῖς ὠσὶν ἐπίθεσθε.


Λοιπόν, αυτός εδώ ο σάτυρος με τους ήχους της φλογέρας του μ᾽ έφερε —κι εμένα και πολλούς άλλους— σ᾽ αυτή την ψυχολογική κατάσταση· όμως θα σας πω κι άλλα, που δείχνουν ότι είναι όμοιος μ᾽ αυτούς που εγώ τον παρομοίασα και πόσο απίστευτη δύναμη διαθέτει. Γιατί, να μην έχετε καμιά αμφιβολία, κανένας σας [216d] δε γνωρίζει αυτό τον άνθρωπο· αλλά εγώ θα τον αποκαλύψω, μια κι έκανα την αρχή. Δηλαδή βλέπετε ότι ο Σωκράτης νιώθει έρωτα για τους ωραίους και διαρκώς τους τριγυρίζει και σαστίζει μπροστά τους· κι απ᾽ την άλλη αγνοεί τα πάντα και δεν ξέρει τίποτε — δε φαίνεται τούτο το φέρσιμό του να σιληνοφέρνει; Και με το παραπάνω! γιατί αυτό είναι το εξωτερικό περίβλημά του, όπως του αγάλματος του Σιληνού. Στο εσωτερικό του όμως, αν τον ανοίξουμε, πόσο πλούτο σωφροσύνης πιστεύετε, φίλοι συμπότες, ότι έχει συσσωρεύσει; Πιστέψτε με, δε δίνει καμιά σημασία στο αν κάποιος είναι ωραίος, αλλά αδιαφορεί γι᾽ αυτό σε τέτοιο βαθμό, [216e] που κανένας δε θα το πίστευε· το ίδιο, κι αν κάποιος είναι πλούσιος ή αν έχει κάποιο άλλο χάρισμα, απ᾽ αυτά για τα οποία ο κοσμάκης καλοτυχίζει· γιατί θεωρεί ότι όλ᾽ αυτά τα προσόντα δεν αξίζουν τίποτε κι ότι εμείς είμαστε ένα τίποτε —ναι, σας λέω!— και περνά όλη τη ζωή του προσποιούμενος τον ανήξερο και περιπαίζοντας τον κόσμο. Δε γνωρίζω όμως αν κανείς έχει δει τα αγάλματα που κρύβει μέσα του, όταν ανοιχτεί, στις ώρες που σοβαρεύεται· αλλά εγώ τ᾽ αντίκρισα κάποτε, πάει καιρός, και μου φάνταξαν τόσο θεϊκά και [217a] μαλαματένια και πεντάμορφα και εντυπωσιακά, ώστε κοντολογίς να νιώθω καθήκον να εκτελώ κάθε εντολή του Σωκράτη.
Κι επειδή πίστευα ότι του προκάλεσε μεγάλο ενδιαφέρον η νεανική ομορφιά μου, πίστεψα ότι ήταν για μένα ουρανόπεμπτο δώρο και εύνοια της τύχης που μου δόθηκε η δυνατότητα, ικανοποιώντας το πάθος του, ν᾽ ακούσω όσα αυτός ήξερε· γιατί η νεανική μου ομορφιά μ᾽ έκανε περήφανο σ᾽ απίστευτο βαθμό. Λοιπόν, μ᾽ αυτές τις σκέψεις, ενώ πρωτύτερα δε συνήθιζα να τον συναντώ μόνος, χωρίς τη συνοδεία δούλου, τότε έστειλα πίσω [217b] τον δούλο και τον συναντούσα μόνος — πρέπει τωόντι να σας πω την αλήθεια· αλλά ζητώ την προσοχή σας· και συ, Σωκράτη, αν λέω ψέματα, ανασκεύαζέ τα. Τον συναντούσα λοιπόν, ολομόναχοι οι δυο μας, και περίμενα ότι αυτός θα έστρεφε τη συζήτηση αμέσως σ᾽ ό,τι ένας εραστής θα κουβέντιαζε με το αγαπημένο του αγόρι που το ξεμονάχιασε, κι ένιωθα χαρά. Όμως τίποτε, τίποτε απ᾽ αυτά δε γινόταν, αλλά, όπως το συνήθιζε, έκανε συζήτηση μαζί μου, περνούσε τη μέρα του μαζί μου και σηκωνόταν κι έφευγε. Ύστερ᾽ απ᾽ αυτά [217c] τον προκαλούσα να γυμνάζεται μαζί μου και γυμναζόμουν μαζί του, τάχα μου θα καταφέρω έτσι κάτι. Λοιπόν γυμναζόταν μαζί μου και παλεύαμε πολλές φορές χωρίς να ᾽ναι ψυχή εκεί· και τί να σας τα λέω, δεν κέρδιζα τίποτε. Κι επειδή μ᾽ αυτή τη μέθοδο δεν έβλεπα καμιά προκοπή, αποφάσισα να κάνω δυναμική έφοδο σ᾽ αυτό τον άντρα και να μη χαλαρώσω, μια και μπήκα στο χορό, αλλά έπρεπε να μάθω επιτέλους τί ακριβώς συμβαίνει. Τον προσκαλώ λοιπόν να δειπνήσει μαζί μου, όμοια κι απαράλλαχτα σαν τον εραστή που στήνει παγίδα στο αγαπημένο του αγόρι. Κι ούτε κι αυτό το θέλημα έσπευσε [217d] να μου το κάνει· όμως με τον καιρό πείστηκε. Κι όταν ήρθε για πρώτη φορά, με το που δείπνησε ήθελε να φύγει· και τότε από ντροπή τον άφησα να φύγει· όμως του έστησα παγίδα για δεύτερη φορά· κι όταν τελειώσαμε το δείπνο, τραβούσα την κουβέντα σε μάκρος συνεχώς ως αργά τη νύχτα· κι όταν ζήτησε να φύγει, με την πρόφαση ότι η ώρα είναι περασμένη, τον ανάγκασα να μείνει. Έπεσε λοιπόν ν᾽ αναπαυτεί στο διπλανό μου ανάκλιντρο, στο ίδιο που πήρε το δείπνο του· ψυχή δεν κοιμόταν στο δωμάτιο εκτός [217e] από μας.
Τώρα, ως αυτό το σημείο δε θα ᾽ταν άπρεπο να έκανα σ᾽ οποιονδήποτε αυτή μου την αφήγηση· όμως τη συνέχειά της δε θα μ᾽ ακούατε να τη λέω, αν, πρώτον, δεν ίσχυε το γνωμικό «το κρασί, με παιδιά και χωρίς παιδιά, την αλήθεια λαλεί» και, δεύτερο, μου φαίνεται άδικο ν᾽ αφήσω ν᾽ αφανιστεί στη λήθη περήφανο κατόρθωμα του Σωκράτη, την ώρα που ξεκίνησα να πλέξω το εγκώμιό του. Κι επιπλέον, στην ψυχολογική κατάσταση του ανθρώπου που δαγκώθηκε από οχιά βρίσκομαι κι εγώ· όποιος το πάθει αυτό, λένε, δεν είναι πρόθυμος να πει σαν τί είναι παρά μόνο σ᾽ όσους έχουν δαγκωθεί, γιατί είναι οι μόνοι που θα ᾽χουν κατανόηση [218a] και θα τον συγχωρήσουν αν δε δείλιασε να κάνει και να εκστομίσει τα πάντα από τους πόνους. Εγώ λοιπόν δαγκώθηκα από κάτι πιο οδυνηρό και στο πιο ευαίσθητο στον πόνο σημείο που μπορεί κανείς να δαγκωθεί, δηλονότι στην καρδιά ή την ψυχή ή όποιο άλλο όνομα θα μπορούσαμε να του δώσουμε — γιατί πληγώθηκα και δαγκώθηκα από φιλοσοφικές συνομιλίες, που σου ρίχνονται αγριότερα απ᾽ την οχιά, όταν βάλουν στο χέρι τους ψυχή χαρισματικού νεαρού και την κάνουν να πράττει και να εκστομίζει οτιδήποτε —και τα λέω αυτά έχοντας μπροστά μου άτομα σαν τον Φαίδρο, τον Αγάθωνα, [218b] τον Ερυξίμαχο, τον Παυσανία, τον Αριστόδημο, τον Αριστοφάνη (χρειάζεται ν᾽ αναφέρω και τον ίδιο τον Σωκράτη;) και τόσους άλλους— γιατί όλοι σας δοκιμάσατε την έκσταση και τον διονυσιασμό της φιλοσοφίας, δικαιούστε λοιπόν να μ᾽ ακούσετε· έτσι θα δείξετε συγκατάβαση για όσα διαδραματίστηκαν τότε και για όσα λέγονται τώρα. Όσο για σας, υπηρετικό προσωπικό και όποιοι άλλοι βρίσκεστε εδώ, αμύητοι και ακαλλιέργητοι, βάλτε πάρα πολύ μεγάλα θυρόφυλλα στ᾽ αυτιά σας.