Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ (81-116)

ΟΙ. ὦ τέκνον, ἦ βέβηκεν ἡμὶν ὁ ξένος;
ΑΝ. βέβηκεν, ὥστε πᾶν ἐν ἡσύχῳ, πάτερ,
ἔξεστι φωνεῖν, ὡς ἐμοῦ μόνης πέλας.
ΟΙ. ὦ πότνιαι δεινῶπες, εὖτε νῦν ἕδρας
85 πρώτων ἐφ᾽ ὑμῶν τῆσδε γῆς ἔκαμψ᾽ ἐγώ,
Φοίβῳ τε κἀμοὶ μὴ γένησθ᾽ ἀγνώμονες,
ὅς μοι, τὰ πόλλ᾽ ἐκεῖν᾽ ὅτ᾽ ἐξέχρη κακά,
ταύτην ἔλεξε παῦλαν ἐν χρόνῳ μακρῷ,
ἐλθόντι χώραν τερμίαν, ὅπου θεῶν
90 σεμνῶν ἕδραν λάβοιμι καὶ ξενόστασιν·
ἐνταῦθα κάμψειν τὸν ταλαίπωρον βίον,
κέρδη μὲν οἰκήσαντα τοῖς δεδεγμένοις,
ἄτην δὲ τοῖς πέμψασιν, οἵ μ᾽ ἀπήλασαν·
σημεῖα δ᾽ ἥξειν τῶνδέ μοι παρηγγύα,
95 ἢ σεισμὸν ἢ βροντήν τιν᾽ ἢ Διὸς σέλας.
ἔγνωκα μέν νυν ὥς με τήνδε τὴν ὁδὸν
οὐκ ἔσθ᾽ ὅπως οὐ πιστὸν ἐξ ὑμῶν πτερὸν
ἐξήγαγ᾽ ἐς τόδ᾽ ἄλσος· οὐ γὰρ ἄν ποτε
πρώταισιν ὑμῖν ἀντέκυρσ᾽ ὁδοιπορῶν,
100 νήφων ἀοίνοις, κἀπὶ σεμνὸν ἑζόμην
βάθρον τόδ᾽ ἀσκέπαρνον. ἀλλά μοι, θεαί,
βίου κατ᾽ ὀμφὰς τὰς Ἀπόλλωνος δότε
πέρασιν ἤδη καὶ καταστροφήν τινα,
εἰ μὴ δοκῶ τι μειόνως ἔχειν, ἀεὶ
105 μόχθοις λατρεύων τοῖς ὑπερτάτοις βροτῶν.
ἴτ᾽, ὦ γλυκεῖαι παῖδες ἀρχαίου Σκότου,
ἴτ᾽, ὦ μεγίστης Παλλάδος καλούμεναι
πασῶν Ἀθῆναι τιμιωτάτη πόλις,
οἰκτίρατ᾽ ἀνδρὸς Οἰδίπου τόδ᾽ ἄθλιον
110 εἴδωλον· οὐ γὰρ δὴ τό γ᾽ ἀρχαῖον δέμας.
ΑΝ. σίγα. πορεύονται γὰρ ὧδε δή τινες
χρόνῳ παλαιοί, σῆς ἕδρας ἐπίσκοποι.
ΟΙ. σιγήσομαί τοι καὶ σύ μ᾽ ἐξ ὁδοῦ πόδα
κρύψον κατ᾽ ἄλσος, τῶνδ᾽ ἕως ἂν ἐκμάθω
115 τίνας λόγους ἐροῦσιν. ἐν γὰρ τῷ μαθεῖν
ἔνεστιν ηὑλάβεια τῶν ποιουμένων.

ΟΙ. Κόρη μου, έφυγε ο ξένος και μας άφησε;
ΑΝ. Έφυγε και μπορείς άφοβος πια, πατέρα, όλα να τα πεις·
μόνον εγώ είμαι στο πλάι σου.
ΟΙ. Ω σεις Σεμνές με μάτι φοβερό που καθηλώνει, εγώ
στον τόπο πρώτα τον δικό σας, σ᾽ αυτή τη χώρα
85λύγισα να ξαποστάσω,
γι᾽ αυτό σ᾽ εμένα και στον Φοίβο μη φανείτε αχάριστες.
Που, αφού εκείνα, τα πολλά και φοβερά, μου χρησμοδότησε,
προφήτεψε τέτοιαν ανάπαυλα μετά από χρόνια·
να τερματίσω σε μια χώρα κάποτε, όπου θα βρω
90φιλόξενο αποκούμπι στις σεμνές θεές.
Εκεί η ταλαίπωρη ζωή μου την τελική στροφή να πάρει —
κέρδος, αν μείνω σ᾽ όσους με δεχτούν,
κατάρα σ᾽ όσους μ᾽ έδιωξαν και μ᾽ έριξαν στα ξένα.
Πως τότε θα φανούν σημάδια απαραγνώριστα:
95σεισμός, ή και βροντή, του Δία η αστραπή.
Τώρα είμαι βέβαιος, δεν θα μπορούσε ο δρόμος μου,
δίχως δικό σας οιωνό πιστό, σ᾽ αυτό το άλσος να με βγάλει.
Αλλιώς, οδοιπορώντας, εσάς δεν θ᾽ απαντούσα πρώτες,
αγνός από κρασί,
100όπως το ορίζετε κι εσείς· μήτε που θα καθόμουν σ᾽ αυτήν
την άγια πέτρα την αλάξευτη. Αλλά θεές, το πέρας και το πέρασμα
που ο Απόλλωνας προφήτεψε, χαρίσετε σ᾽ εμένα — μια τέτοια
τελευτή. Εκτός κι αν κάπως φαίνομαι λειψός,
105ο υπόδουλος εγώ σε βάσανα ανυπέρβλητα για τους βροτούς.
Ελάτε τώρα, μειλίχιες κόρες του αρχαίου Σκότου,
έλα κι εσύ που σε καλούν Αθήνα, της μέγιστης Παλλάδας
η πιο τίμια πόλη, σπλαχνιστείτε αυτή την άθλια σκιά
110του Οιδίποδα, γιατί δεν είμαι πια εκείνο το παλιό γερό σκαρί.
ΑΝ. Σώπα. Κάποιοι πορεύονται που μας σιμώνουν,
γέροι στα χρόνια, να δουν πού κάθισες.
ΟΙ. Σωπαίνω εγώ, αλλά κι εσύ παράμερα, να μη με δουν
στον δρόμο τους, στο άλσος κρύψε με, ώσπου
115να μάθω τί λόγια θα μας πουν. Γιατί στη
μάθηση φωλιάζει η προσοχή γι᾽ αυτό που κάνουμε.


ΟΙΔ. Έφυγε ο ξένος απ᾽ εδώ, παιδί μου;
ΑΝΤ. Έφυγε, ναι, πατέρα, ώστε ό, τι θέλεις
άφοβα μίλα κι είμαστε μονάχοι.
ΟΙΔ. Ω σεβαστές, ω εσείς φοβερομάτες
θεές, αφού σ᾽ αυτή τη γη είστε οι πρώτες
που σ᾽ έδρα των εγώ λυγίζω γόνα,
μη φανείτε σε μένα και στο Φοίβο
κακόγνωμες· που αυτός, όταν εκείνα
τα πολλά μού προφήτευε δεινά μου,
μού ειπε πως θα ᾽ναι αυτός ο λυτρωμός μου,
μετά πολύν καιρό, να φτάσω τέλος
σε χώρα που «Σεμνές θεές» μού δώσουν
90έδρα και ξενοστάσι, που εκεί πέρα
την πανάθλια τη ζωή μου θα τελειώσω,
κέρδος γι᾽ αυτούς που με δεχτούν, αν μείνω
στη χώρα τους και συφορά για κείνους
που μ᾽ έστειλαν εξόριστο στα ξένα.
Και μὄταξε πως θα μου ερθούν σημάδια,
γι᾽ αυτά που μου προφήτεψε, ή σεισμός
ή βροντή κάποια, ή αστραπή απ᾽ το Δία.
Μα τώρα νιώθω πως το δρόμο αυτό μου
αδύνατο να μην τον έχει βγάλει
κάποιο σίγουρο σπρώξιμο δικό σας
σε τούτο το άλσος, γιατ᾽ αλλιώς ποτέ
στους δρόμους μου δε θα ᾽σμιγα εσάς πρώτες,
100νηστικός τις ακράσωτες κι απάνω
στην άγια αυτή απελέκητη την πέτρα
θα καθόμουν. Μα δώστε μου, ω θεές,
δώστε, καθώς μου το ᾽χει τάξει ο Φοίβος,
την απόλυση πια κι ένα όποιο τέλος
της ζωής μου, εχτός αν δε σας φαίνεται
να ᾽ναι αρκετό πως πάντα μου δουλεύω
στις πιο μεγάλες συφορές του κόσμου.
Ελάτε, ω γλυκιές κόρες του αρχαίου Σκότου,
έλα και συ που της τρανής Παλλάδας
έχεις τ᾽ όνομα, Αθήνα, πρώτη απ᾽ όλες
τις πολιτείες του κόσμου· σπλαχνιστείτε
το άθλιο αυτό το φάντασμα, που θα ᾽ταν
110Οιδίπους μια φορά, μα πια δεν είναι.
ΑΝΤ. Σώπαινε, γιατί κάποιοι προχωρούνε,
γέροι στα χρόνια, κατά δω, να ψάξουν
πού κάθεσαι. ΟΙΔ. Σωπαίνω, μα έλα συ,
έξω απ᾽ το δρόμο οδήγα με και μέσα
στο άλσος κρύψε με κάπου, ώσπου να μάθω
τί έρχονται να μας πουν, γιατί σαν ξέρεις,
είσαι προϊδεασμένος τί να κάμεις.


ΟΙΔ. Αληθινά, παιδάκι μου, μας έφυγεν ο ξένος;
ΑΝΤ. Έφυγε· κι έτσι δύνεσαι, πατέρα, μ᾽ ησυχία
να προσεύχεσαι, γιατί εγώ μονάχα είμαι σιμά σου.
ΟΙΔ. Αγριομμάτες δέσποινες, αφού στη χώρα τούτη
κάθισα παρακαλεστής στο κάθισμά σας πρώτα,
μη φανείτε σκληρόκαρδες σ᾽ εμένα και στο Φοίβο,
που σύντας μου προμάντευε τις συφορές εκείνες
προείπε μου αυτόν τον τελειωμόν, αφού καιρός περάσει,
όταν ερθώ στον υστερνό τον τόπον, όπου θά ᾽βρω
90την κατοικία των σεμνών θεών και φιλοξένια,
εκεί και τη βαριόμοιρη ζωή μου θα τελειώσω,
διάφορο, αν κάτσω, φέρνοντας σ᾽ αυτούς που με δεχτούνε,
και χαλασμό στους μ᾽ έστειλαν, σ᾽ αυτούς που μ᾽ αποδιώξαν.
Και μου μηνούσεν ότι αυτών σημάδια θενα ᾽ρθούνε
κάποιος σεισμός, κάποια βροντή, κάποια του Δία λάμψη.
Κι ένιωσα τώρα, πως αυτός ο δρόμος να με φέρει
στο δάσος τούτο βέβαια σημάδι είναι δικό σας
αληθινό· γιατί ποτέ δε θα συναπαντιόμουν
στο διάβα μου πρώτα μ᾽ εσάς, φρόνιμος μ᾽ Ερινύες,
100και δε θενα καθόμουνα πάνω σ᾽ αυτή την πέτρα
τη σεβαστή κι αδούλευτη. Μα τώρα πια, θεές μου,
σύμφωνα με του Απόλλωνα τις προφητείες δώστε
σ᾽ εμένα κάποιο θάνατο και τελειωμό της ζήσης,
εξόν, αν με νομίζετε πως λίγο τυραγνιούμαι,
ενώ πάντα τα βάσανα τα πιο τρανά υποφέρνω.
Εμπρός, ω γλυκοπόθητα παιδιά του αρχαίου Σκότου,
εμπρός, ω συνονόματη της δυνατής Παλλάδας
Αθήνα, πιο αξετίμητη από τις χώρες όλες,
τον ίσκιο αυτόν του Οιδίποδα τον άθλιο λυπηθείτε,
110γιατί δεν είναι βέβαια τούτο τ᾽ αρχαίο κορμί μου.
ΑΝΤ. Σώπα, γιατί εδώ έρχουνται κάποιοι πολυχρονίτες
γέροι, για να εξετάσουνε κρυφά το κάθισμά σου.
ΟΙΔ. Και νά, σωπαίνω· μα κι εσύ βγάλε με από το δρόμο
και μες στο δάσος κρύψε με, ώσπου ν᾽ ακούσω τούτους
ποιά λόγια θενα πουν· γιατί καθένας, άμα ξέρει
τα πράγματα, με προσοχή τις πράξεις του οργανίζει.