[2] Ας δεχτούμε λοιπόν ότι η ρητορική είναι η ικανότητα να βρίσκουμε στην κάθε επιμέρους περίπτωση τα στοιχεία που μπορούν να πείσουν. Αυτό δεν είναι έργο καμιάς άλλης τέχνης. Η καθεμιά από τις άλλες τέχνες είναι διαφωτιστική και πειστική στο συγκεκριμένο δικό της αντικείμενο· η ιατρική π.χ. στα θέματα υγείας και αρρώστιας, η γεωμετρία στις ιδιότητες των μεγεθών, η αριθμητική στους αριθμούς — έτσι και όλες οι άλλες τέχνες και επιστήμες. Η ρητορική όμως φαίνεται ότι μπορεί να βρίσκει τα στοιχεία που μπορούν να πείθουν —για να το πούμε έτσι— σε κάθε θέμα που μας απασχολεί. Αυτό είναι και που μας κάνει να λέμε ότι η ρητορική δεν προϋποθέτει ειδικές γνώσεις για επιμέρους συγκεκριμένα θέματα. Από τις αποδείξεις άλλες είναι άτεχνες και άλλες έντεχνες. «Άτεχνες» ονομάζω αυτές που δεν έχουν την αρχή τους σε μας, αλλά υπήρχαν πριν από μας (π.χ. οι μάρτυρες, οι ομολογίες που αποσπώνται με βασανιστήρια, τα συμβόλαια και όσα άλλα παρόμοια). «Έντεχνες», πάλι, ονομάζω αυτές που, με τη βοήθεια της τεχνικής που διαθέτει η ρητορική, μπορούν να κατασκευασθούν από μας· πρέπει, επομένως, τις πρώτες να τις χρησιμοποιήσουμε, τις άλλες να τις βρούμε. [1356a] Ο ρητορικός λόγος λειτουργεί πειστικά με τρεις τρόπους: άλλοτε μέσω του χαρακτήρα του ρήτορα, άλλοτε μέσω της συγκεκριμένης διάθεσης που δημιουργεί στην ψυχή του ακροατή και άλλοτε με τα αποδεικτικά ή φαινομενικά αποδεικτικά επιχειρήματα που περιέχει ο ίδιος. Με τον χαρακτήρα του ο ρήτορας πείθει όταν μιλάει με τέτοιον τρόπο ώστε ο λόγος του να τον κάνει αξιόπιστο· γιατί στους έντιμους ανθρώπους χαρίζουμε σε μεγαλύτερο βαθμό και με περισσότερη προθυμία την εμπιστοσύνη μας για όλα, βέβαια, εν γένει, τα θέματα, κατά τρόπο όμως απόλυτο για τα θέματα στα οποία δεν υπάρχει βεβαιότητα και μας αφήνουν περιθώρια αμφιβολίας. Και αυτό όμως πρέπει να προκύπτει από τον λόγο και όχι να είναι το αποτέλεσμα μιας καλής ιδέας που έχουμε από πριν για τον ρήτορα: εγώ δεν δέχομαι, όπως το δέχονται κάποιοι συγγραφείς εγχειριδίων ρητορικής, ότι η εντιμότητα του ρήτορα δεν αποτελεί στοιχείο της ρητορικής τέχνης, γιατί δήθεν δεν συντελεί καθόλου στο να πεισθεί ο ακροατής· ίσα ίσα θα έλεγα ότι ο χαρακτήρας του ρήτορα είναι σημαντικότατο μέσο πειθούς. Μέσω των ακροατών, πάλι, πείθει ο ρήτορας, όταν ο λόγος του τους κάνει να κυριευθούν από κάποιο πάθος· γιατί δεν παίρνουμε τις ίδιες αποφάσεις λυπημένοι ή χαρούμενοι, κυριευμένοι από αγάπη ή από μίσος, και αυτό, όπως είπαμε, είναι το μοναδικό σημείο στο οποίο επιχειρούν να συγκεντρώσουν την προσοχή τους οι σημερινοί συγγραφείς εγχειριδίων ρητορικής — σ᾽ αυτά όμως θα αναφερθούμε λεπτομερειακά, όταν θα μιλήσουμε για τα πάθη. Τέλος οι ακροατές πείθονται από τον ίδιο τον λόγο, όταν τους δείξουμε καθαρά την αλήθεια ή την αληθοφάνεια χρησιμοποιώντας ό,τι είναι πειστικό στην κάθε επιμέρους περίπτωση. Αφού λοιπόν οι αποδείξεις πετυχαίνονται με αυτά τα μέσα, είναι φανερό ότι ικανός σ᾽ αυτές είναι αυτός που μπορεί να κάνει συλλογισμούς και να μελετάει τους χαρακτήρες, τις αρετές και, τρίτον, τα πάθη (τη φύση του κάθε πάθους, τις ιδιότητές του, το από τί γεννιέται και με ποιόν τρόπο). Από όλα αυτά συνάγεται ότι η ρητορική είναι κάτι σαν παραφυάδα της διαλεκτικής και της ηθικής επιστήμης, που σωστό είναι να τη λέμε πολιτική επιστήμη. Αυτός είναι και ο λόγος που η ρητορική εμφανίζεται με τα ρούχα και τη μάσκα της πολιτικής· το ίδιο κάνουν, άλλοτε από αμάθεια, άλλοτε από κομπασμό και άλλοτε για κάποιον άλλο ανθρώπινο λόγο, και όλοι εκείνοι που παριστάνουν ότι είναι κάτοχοί της· γιατί η ρητορική, όπως το είπαμε και στην αρχή, είναι ένα μέρος της διαλεκτικής και της μοιάζει· γιατί ούτε η μια ούτε η άλλη είναι επιστήμη που ασχολείται με τη φύση και τα χαρακτηριστικά ενός συγκεκριμένου αντικειμένου, αλλά και οι δυο τους είναι ικανότητες παραγωγής συλλογισμών. |