Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΕΠΤΑ ΣΟΦΟΙ: ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ

Τῶν ἑπτὰ σοφῶν συμπόσιον (Ἠθικὰ 146b-164d) (148b-148e)


[3] Ἐν τοιούτοις λόγοις γενόμενοι κατὰ τὴν ὁδὸν ἀφικόμεθα πρὸς τὴν οἰκίαν, καὶ λούσασθαι μὲν ὁ Θαλῆς οὐκ ἠθέλησεν, ἀληλιμμένοι γὰρ ἦμεν· ἐπιὼν δὲ τούς τε δρόμους ἐθεᾶτο καὶ τὰς παλαίστρας καὶ τὸ ἄλσος τὸ παρὰ τὴν θάλατταν ἱκανῶς διακεκοσμημένον, ὑπ᾽ οὐδενὸς ἐκπληττόμενος τῶν τοιούτων, [148c] ἀλλ᾽ ὅπως μὴ καταφρονεῖν δοκοίη μηδ᾽ ὑπερορᾶν τοῦ Περιάνδρου τῆς φιλοτιμίας. τῶν δ᾽ ἄλλων τὸν ἀλειψάμενον ἢ λουσάμενον οἱ θεράποντες εἰσῆγον εἰς τὸν ἀνδρῶνα διὰ τῆς στοᾶς.
Ὁ δ᾽ Ἀνάχαρσις ἐν τῇ στοᾷ καθῆστο, καὶ παιδίσκη προειστήκει τὴν κόμην ταῖς χερσὶ διακρίνουσα. ταύτην ὁ Θαλῆς ἐλευθεριώτατά πως αὐτῷ προσδραμοῦσαν ἐφίλησε καὶ γελάσας «οὕτως,» ἔφη, «ποίει καλὸν τὸν ξένον, ὅπως ἡμερώτατος ὢν μὴ φοβερὸς ᾖ τὴν ὄψιν ἡμῖν μηδ᾽ ἄγριος.» Ἐμοῦ δ᾽ ἐρομένου περὶ τῆς παιδὸς ἥτις εἴη, [148d] «τὴν σοφήν,» ἔφη, «καὶ περιβόητον ἀγνοεῖς Εὔμητιν; οὕτω γὰρ ταύτην ὁ πατὴρ αὐτός, οἱ δὲ πολλοὶ πατρόθεν ὀνομάζουσι Κλεοβουλίνην.»
Καὶ ὁ Νειλόξενος εἶπεν «ἦ που τὴν περὶ τὰ αἰνίγματα δεινότητα καὶ σοφίαν,» ἔφη, «τῆς κόρης ἐπαινεῖς· καὶ γὰρ εἰς Αἴγυπτον ἔνια τῶν προβαλλομένων ὑπ᾽ αὐτῆς διῖκται.»
«Οὐκ ἔγωγ᾽,» εἶπεν ὁ Θαλῆς· «τούτοις γὰρ ὥσπερ ἀστραγάλοις, ὅταν τύχῃ, παίζουσα χρῆται καὶ διαβάλλεται πρὸς τοὺς ἐντυχόντας. ἀλλὰ καὶ φρόνημα θαυμαστὸν καὶ νοῦς ἔνεστι πολιτικὸς καὶ φιλάνθρωπον ἦθος, καὶ τὸν πατέρα τοῖς πολίταις [148e] πραότερον ἄρχοντα παρέχει καὶ δημοτικώτερον.»
«Εἶεν,» ὁ Νειλόξενος ἔφη, «καὶ φαίνεται βλέποντι πρὸς τὴν λιτότητα καὶ ἀφέλειαν αὐτῆς· Ἀνάχαρσιν δὲ πόθεν οὕτω τημελεῖ φιλοστόργως;»
«Ὅτι,» ἔφη, «σώφρων ἀνήρ ἐστι καὶ πολυμαθής, καὶ τὴν δίαιταν αὐτῇ καὶ τὸν καθαρμόν, ᾧ χρῶνται Σκύθαι περὶ τοὺς κάμνοντας, ἀφθόνως καὶ προθύμως παραδέδωκε. καὶ νῦν οἶμαι περιέπειν αὐτὴν τὸν ἄνδρα καὶ φιλοφρονεῖσθαι, μανθάνουσάν τι καὶ προσδιαλεγομένην.»


[3] Τέτοια κουβεντιάζοντας στο δρόμο φτάσαμε στο σπίτι του Περίανδρου. Ο Θαλής δεν θέλησε να λουστεί (είχαμε ήδη αλειφτεί), μόνο τριγύριζε και έβλεπε το στάδιο, τις παλαίστρες και το όμορφα στολισμένο παραθαλάσσιο άλσος· όχι πως όλα αυτά του προκαλούσαν καμιά ιδιαίτερη εντύπωση, [148c] αλλά για να μη φανεί ότι περιφρονεί και δεν δίνει σημασία στη φιλόδοξη επίδειξη του Περίανδρου. Από τους υπόλοιπους καλεσμένους καθέναν που αλειφόταν ή λουζόταν οι υπηρέτες τον οδηγούσαν μέσω της στοάς στην αίθουσα του συμποσίου.
Ο Ανάχαρσης όμως είχε καθίσει στη στοά και ένα κορίτσι στεκόταν μπροστά του και του χώριζε με τα χέρια της τα μαλλιά του. Το κορίτσι έτρεξε εντελώς ανοιχτόκαρδα προς τον Θαλή, κι εκείνος τη φίλησε και της είπε γελώντας: «Έτσι μπράβο, κάνε-τον όμορφο τον ξένο μας, για να μη μας φαίνεται φοβερός και άγριος στην όψη, ενώ είναι τόσο ήρεμος άνθρωπος». Όταν εγώ ρώτησα ποιό είναι το κορίτσι, μου απάντησε: [148d] «Δεν ξέρεις τη σοφή και ξακουσμένη Εύμητη; Αυτό είναι το όνομα που της δίνει ο πατέρας της, ο κόσμος όμως, από το όνομα του πατέρα της, τη λέει Κλεοβουλίνη».
«Είμαι βέβαιος», είπε ο Νειλόξενος, «ότι επαινείς την εξυπνάδα της και την ικανότητα που έχει στα αινίγματα, αφού μερικά από τα αινίγματα που προβάλλει ταξίδεψαν και έφτασαν ώς την Αίγυπτο».
«Καθόλου», είπε ο Θαλής· «τα αινίγματα τα χρησιμοποιεί, όταν το φέρει η περίσταση, σαν αστραγάλους, διασκεδάζοντας: για τέτοιον λόγο τα προτείνει σε όποιους συναντήσει. Διαθέτει όμως, επιπλέον, και μυαλό αξιοθαύμαστο, και έναν νου πολιτικό, και χαρακτήρα γεμάτο από αγάπη για τους ανθρώπους, και τον πατέρα της τον κάνει για τους πολίτες [148e] άρχοντα πιο μαλακό και πιο δημοκρατικό».
«Ωραία», είπε ο Νειλόξενος· «της φαίνεται, άλλωστε, αν προσέξει κανείς την απλότητά της και την παντελή της έλλειψη προσποίησης. Σε τί όμως οφείλεται η τόσο φιλόστοργη φροντίδα της για τον Ανάχαρση;»
«Ο λόγος είναι», είπε ο Θαλής, «ότι ο Ανάχαρσης είναι ένας πολύ φρόνιμος και πολυμαθής άνθρωπος· επίσης γιατί αφειδώλευτα και πρόθυμα της έμαθε τον γενικότερο τρόπο ζωής και τους καθαρμούς που χρησιμοποιούν οι Σκύθες για τους αρρώστους τους. Ακόμη κι αυτή τη στιγμή που μιλούμε, νομίζω ότι, καθώς τον περιποιείται και του φέρεται φιλόφρονα, μαθαίνει κάποια πράγματα συζητώντας μαζί του».