ΚΑΡ. (στον Πλούτο)
Άιντε μίλα ποιός είσαι, γιατ᾽ αλλιώς
θα δουλέψει ματσούκι. Λέγε γρήγορα.
ΠΛΟΥΤΟΣ
Θα σε κάνω να σκούξεις. Νά τί λέω!
ΚΑΡ. (στο Χρεμύλο)
Ποιός είναι λέει; Κατάλαβες; ΧΡΕ. Σε σένα
το λέει κι όχι σε μένα, αφού με τρόπο
χωριάτικο και πρόστυχο ρωτάς.60
(στον Πλούτο)
Αφού σου αρέσουν τρόποι ευγενικοί,
μίλα σε μένα. ΠΛΟ. Θα σε κάνω, λέω,
να κλάψεις!
ΚΑΡ. (στο Χρεμύλο)
Ω! χαρά στο κελεπούρι
και στο χρησμό που σου ᾽δωκε ο θεός!
ΧΡΕ. (στον Πλούτο)
Δε θα σ᾽ αφήσω εγώ πολύν καιρό
να τσαμπουνάς ακόμη, μά τη Δήμητρα.
ΚΑΡ. (όμοια στον Πλούτο)
Ξηγήσου, γιατί αλλιώς σε ξεμπερδεύω
κακήν κακώς. ΠΛΟ. Μωρ᾽ δε με ξεφορτώνεσαι;
ΧΡΕ. Ποτές. ΚΑΡ. Το πιο σωστό ᾽ναι αυτό που λέγω:
να τον ξεκάνω τούτονε μια κι όξω.
Σ᾽ ένα γκρεμό θα πάω να τον αφήσω
να πέσει από ψηλά να τσακιστεί.70
ΧΡΕ. Άι πάρ᾽ τονε και τράβα. ΠΛΟ. Μη, μη, μη!
ΧΡΕ. Θα ξηγηθείς λοιπόν; ΠΛΟ. Αλλ᾽ αν το μάθετε
ποιός είμαι, θα μου κάνετε κακό
και πια δε θα μ᾽ αφήσετε να φύγω.
ΧΡΕ. Μά τους θεούς, θα σ᾽ αφήσουμε, άμα θέλεις.
ΠΛΟ. Λοιπόν μη με κρατάτε. ΧΡΕ. Νά! σ᾽ αφήνουμε.
ΠΛΟ. Ακούτε! Ανάγκη να σας μολογήσω
το μυστικό μου, αν κι είχα πάρει απόφαση
να σας το κρύψω. Εγώ λοιπόν που βλέπετε
είμαι ο Πλούτος. ΧΡΕ. Πανάθλιε, και δεν το ᾽λεγες
τόσον καιρό, πως είσαι ο Πλούτος; ΚΑΡ. Συ
ο Πλούτος, και σε τέτοια χάλια; Ω Φοίβε80
κι όλ᾽ οι θεοί κι οι δαίμονες, ω Δία,
τί λες μωρέ; Εσύ ᾽σαι ο Πλούτος; ΠΛΟ. Ναίσκε!
ΧΡΕ. Ο ίδιος αυτός; ΠΛΟ. Αυτότατος! ΧΡΕ. Και πούθε
μας ήρθες έτσι βρομισμένος; ΠΛΟ. Έρχομαι
από τον Πατροκλή που δεν ελούστη
απ᾽ την ημέρα που ᾽χει γεννηθεί!
ΧΡΕ. Και πώς τα μάτια σου έχασες; Γιά πε μου.
ΠΛΟ. Ο Δίας μου τηνε σκάρωσε από ζήλια
των ανθρώπων. Σαν ήμουν παλικάρι,
φοβέρισα πως θα πηγαίνω πάντα
στους δίκιους μόνο, στους σοφούς και τίμιους.
Και κείνος τότε μου ᾽βγαλε τα μάτια,90
για να μην ξεχωρίζω ούτ᾽ ένα τέτοιον.
Τόσο ζηλεύει τους καλούς ανθρώπους.
|