ΠΡΩΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ ΣΙΛ. Σωπάτε πια, παιδάκια μου· στους υπηρέτες πέστε
τ᾽ αρνάκια να μαντρώσουνε στη θολωτή σπηλιά.
ΧΟΡ. (Στους δούλους)
Εμπρός εσείς. (Στον Σιληνό, που εδώ και λίγη ώρα παρατηρεί την «ακτή», έχοντας πλησιάσει στην αριστερή είσοδο). Κι εσύ, πατέρα, τί αγναντεύεις εκεί πέρα;
85ΣΙΛ. Βλέπω στην ακτή αραγμένο ένα ελληνικό σκαρί.
Όλοι οι ναύτες και μαζί τους ένας αξιωματικός
έρχονται προς τη σπηλιά μας· κουβαλούν πάνω στους ώμους
κατσαρολικά αδειανά —ξέρω, φαγητό θα θέλουν—
και σταμνάκια για νερό. Ξένοι κατακαημένοι!
90Ποιοί να είναι; Τί να θέλουν; Τον Πολύφημο δεν ξέρουν
τί λογής αγροίκος είναι; Τί αφιλόξενο νησί
τα ποδάρια τους πατούνε; Τί σαγόνι ανθρωποφάγο
τους προσμένει — συμφορά τους!
(Οι θαλασσινοί πλησιάζουν· τους βλέπουμε ήδη.)
Σσσς!
Κάντε τώρα πια ησυχία, για να μάθουμε κι εμείς
95από πού ᾽ρθανε στα βράχια τα σικελικά της Αίτνας.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
(Μπαίνει από την αριστερή είσοδο, στέκεται μπροστά από τη σπηλιά και φωνάζει, χωρίς να βλέπει ακόμη τους Σατύρους.)
Ξένοι, σας παρακαλούμε, πείτε μας: υπάρχει τρόπος
Να ᾽βρουμε λίγο νεράκι ποταμίσιο, για τη δίψα
γιατρικό; Ή μήπως κάποιος θέλει φαΐ να μας πουλήσει;
Είμαστε θαλασσινοί, άνθρωποι αναγκεμένοι.
(Βλέπει άξαφνα τον Χορό των Σατύρων)
Πωπωπώπω! Τί ᾽ναι τούτο;
Του Διόνυσου θαρρώ πως εβρήκαμε την πόλη:
100ένα τσούρμο όλο Σατύρους βλέπω μπρος απ᾽ τη σπηλιά!
(Απευθύνεται στον Σιληνό, τον πατέρα των Σατύρων.)
Γεια χαρά θα πω σε σένα πρώτ᾽ απ᾽ όλους, γέροντα.
ΣΙΛ. Γεια χαρά κι εσένα, ξένε. Πώς σε λεν, κι από πού είσαι;
ΟΔΥ. Είμ᾽ ο Οδυσσεύς εγώ, της Ιθάκης βασιλιάς — μα και της Κεφαλλονιάς.
ΣΙΛ. Άκουσα πολλά για σένα: πάει η γλώσσα σου ροδάνι· στο αίμα σου έχεις την απάτη.
105ΟΔΥ. Ακριβώς! Έπεσες διάνα! (Αυστηρά) Μίλα πιο ευγενικά.
ΣΙΛ. Κι από πού ᾽ρθε το σκαρί σου εδωνά στη Σικελία;
ΟΔΥ. Απ᾽ την Τροία, που χυθήκαν ποταμοί αίμα κι ιδρώτας.
ΣΙΛ. Πώς; Τον δρόμο της πατρίδας, δηλαδή, τον έχεις χάσει;
ΟΔΥ. Εδώ πέρα που με βλέπεις, θύελλες μ᾽ έχουν ξεβράσει.
ΣΙΛ. Ωιμέ!
110Κύματα της ίδιας μοίρας μάς εζώσαν και τους δυο μας.
ΟΔΥ. Τί δηλαδή; Αθέλητα ήρθες κι εσύ εδώ πέρα;
ΣΙΛ. Τους ληστές εκυνηγούσα που αρπάξανε τον Βάκχο.
|