Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΞΕΝΟΦΩΝ

Κύρου Ἀνάβασις (2.2.1-2.2.12)

[2.2.1] Φαλῖνος μὲν δὴ ᾤχετο καὶ οἱ σὺν αὐτῷ. οἱ δὲ παρὰ Ἀριαίου ἧκον Προκλῆς καὶ Χειρίσοφος· Μένων δὲ αὐτοῦ ἔμενε παρὰ Ἀριαίῳ· οὗτοι δὲ ἔλεγον ὅτι πολλοὺς φαίη Ἀριαῖος εἶναι Πέρσας ἑαυτοῦ βελτίους, οὓς οὐκ ἂν ἀνασχέσθαι αὐτοῦ βασιλεύοντος· ἀλλ᾽ εἰ βούλεσθε συναπιέναι, ἥκειν ἤδη κελεύει τῆς νυκτός. εἰ δὲ μή, αὔριον πρῲ ἀπιέναι φησίν. [2.2.2] ὁ δὲ Κλέαρχος εἶπεν· Ἀλλ᾽ οὕτω χρὴ ποιεῖν· ἐὰν μὲν ἥκωμεν, ὥσπερ λέγετε· εἰ δὲ μή, πράττετε ὁποῖον ἄν τι ὑμῖν οἴησθε μάλιστα συμφέρειν. ὅ τι δὲ ποιήσοι οὐδὲ τούτοις εἶπε. [2.2.3] μετὰ ταῦτα ἤδη ἡλίου δύνοντος συγκαλέσας στρατηγοὺς καὶ λοχαγοὺς ἔλεξε τοιάδε. Ἐμοί, ὦ ἄνδρες, θυομένῳ ἰέναι ἐπὶ βασιλέα οὐκ ἐγίγνετο τὰ ἱερά. καὶ εἰκότως ἄρα οὐκ ἐγίγνετο· ὡς γὰρ ἐγὼ νῦν πυνθάνομαι, ἐν μέσῳ ἡμῶν καὶ βασιλέως ὁ Τίγρης ποταμός ἐστι ναυσίπορος, ὃν οὐκ ἂν δυναίμεθα ἄνευ πλοίων διαβῆναι· πλοῖα δὲ ἡμεῖς οὐκ ἔχομεν. οὐ μὲν δὴ αὐτοῦ γε μένειν οἷόν τε· τὰ γὰρ ἐπιτήδεια οὐκ ἔστιν ἔχειν· ἰέναι δὲ παρὰ τοὺς Κύρου φίλους πάνυ καλὰ ἡμῖν τὰ ἱερὰ ἦν. [2.2.4] ὧδε οὖν χρὴ ποιεῖν· ἀπιόντας δειπνεῖν ὅ τι τις ἔχει· ἐπειδὰν δὲ σημήνῃ τῷ κέρατι ὡς ἀναπαύεσθαι, συσκευάζεσθε· ἐπειδὰν δὲ τὸ δεύτερον, ἀνατίθεσθε ἐπὶ τὰ ὑποζύγια· ἐπὶ δὲ τῷ τρίτῳ ἕπεσθε τῷ ἡγουμένῳ, τὰ μὲν ὑποζύγια ἔχοντες πρὸς τοῦ ποταμοῦ, τὰ δὲ ὅπλα ἔξω. [2.2.5] ταῦτ᾽ ἀκούσαντες οἱ στρατηγοὶ καὶ λοχαγοὶ ἀπῆλθον καὶ ἐποίουν οὕτω. καὶ τὸ λοιπὸν ὁ μὲν ἦρχεν, οἱ δὲ ἐπείθοντο, οὐχ ἑλόμενοι, ἀλλὰ ὁρῶντες ὅτι μόνος ἐφρόνει οἷα δεῖ τὸν ἄρχοντα, οἱ δ᾽ ἄλλοι ἄπειροι ἦσαν. [2.2.6] [ἀριθμὸς τῆς ὁδοῦ ἣν ἦλθον ἐξ Ἐφέσου τῆς Ἰωνίας μέχρι τῆς μάχης σταθμοὶ τρεῖς καὶ ἐνενήκοντα, παρασάγγαι πέντε καὶ τριάκοντα καὶ πεντακόσιοι, στάδιοι πεντήκοντα καὶ ἑξακισχίλιοι καὶ μύριοι· ἀπὸ δὲ τῆς μάχης ἐλέγοντο εἶναι εἰς Βαβυλῶνα στάδιοι ἑξήκοντα καὶ τριακόσιοι.] [2.2.7] ἐντεῦθεν ἐπεὶ σκότος ἐγένετο Μιλτοκύθης μὲν ὁ Θρᾷξ ἔχων τούς τε ἱππέας τοὺς μεθ᾽ ἑαυτοῦ εἰς τετταράκοντα καὶ τῶν πεζῶν Θρᾳκῶν ὡς τριακοσίους ηὐτομόλησε πρὸς βασιλέα.
[2.2.8] Κλέαρχος δὲ τοῖς ἄλλοις ἡγεῖτο κατὰ τὰ παρηγγελμένα, οἱ δ᾽ εἵποντο· καὶ ἀφικνοῦνται εἰς τὸν πρῶτον σταθμὸν παρ᾽ Ἀριαῖον καὶ τὴν ἐκείνου στρατιὰν ἀμφὶ μέσας νύκτας· καὶ ἐν τάξει θέμενοι τὰ ὅπλα συνῆλθον οἱ στρατηγοὶ καὶ λοχαγοὶ τῶν Ἑλλήνων παρ᾽ Ἀριαῖον· καὶ ὤμοσαν οἵ τε Ἕλληνες καὶ ὁ Ἀριαῖος καὶ τῶν σὺν αὐτῷ οἱ κράτιστοι μήτε προδώσειν ἀλλήλους σύμμαχοί τε ἔσεσθαι· οἱ δὲ βάρβαροι προσώμοσαν καὶ ἡγήσεσθαι ἀδόλως. [2.2.9] ταῦτα δ᾽ ὤμοσαν, σφάξαντες ταῦρον καὶ κάπρον καὶ κριὸν εἰς ἀσπίδα, οἱ μὲν Ἕλληνες βάπτοντες ξίφος, οἱ δὲ βάρβαροι λόγχην. [2.2.10] ἐπεὶ δὲ τὰ πιστὰ ἐγένετο, εἶπεν ὁ Κλέαρχος· Ἄγε δή, ὦ Ἀριαῖε, ἐπείπερ ὁ αὐτὸς ὑμῖν στόλος ἐστὶ καὶ ἡμῖν, εἰπὲ τίνα γνώμην ἔχεις περὶ τῆς πορείας, πότερον ἄπιμεν ἥνπερ ἤλθομεν ἢ ἄλλην τινὰ ἐννενοηκέναι δοκεῖς ὁδὸν κρείττω. [2.2.11] ὁ δ᾽ εἶπεν· Ἣν μὲν ἤλθομεν ἀπιόντες παντελῶς ἂν ὑπὸ λιμοῦ ἀπολοίμεθα· ὑπάρχει γὰρ νῦν ἡμῖν οὐδὲν τῶν ἐπιτηδείων. ἑπτακαίδεκα γὰρ σταθμῶν τῶν ἐγγυτάτω οὐδὲ δεῦρο ἰόντες ἐκ τῆς χώρας οὐδὲν εἴχομεν λαμβάνειν· ἔνθα δέ τι ἦν, ἡμεῖς διαπορευόμενοι κατεδαπανήσαμεν. νῦν δ᾽ ἐπινοοῦμεν πορεύεσθαι μακροτέραν μέν, τῶν δ᾽ ἐπιτηδείων οὐκ ἀπορήσομεν. [2.2.12] πορευτέον δ᾽ ἡμῖν τοὺς πρώτους σταθμοὺς ὡς ἂν δυνώμεθα μακροτάτους, ἵνα ὡς πλεῖστον ἀποσπάσωμεν τοῦ βασιλικοῦ στρατεύματος· ἢν γὰρ ἅπαξ δύο ἢ τριῶν ἡμερῶν ὁδὸν ἀπόσχωμεν, οὐκέτι μὴ δύνηται βασιλεὺς ἡμᾶς καταλαβεῖν. ὀλίγῳ μὲν γὰρ στρατεύματι οὐ τολμήσει ἐφέπεσθαι· πολὺν δ᾽ ἔχων δ᾽ ἔχων στόλον οὐ δυνήσεται ταχέως πορεύεσθαι· ἴσως δὲ καὶ τῶν ἐπιτηδείων σπανιεῖ. ταύτην, ἔφη, τὴν γνώμην ἔχω ἔγωγε.

[2.2.1] Ο Φαλίνος λοιπόν έφυγε, όπως κι εκείνοι που ήταν μαζί του. Σε λίγο γύρισαν από τον Αριαίο ο Προκλής και ο Χειρίσοφος, ενώ ο Μένωνας έμεινε εκεί κοντά του. Αυτοί έλεγαν πως τους είπε ο Αριαίος, ότι υπήρχαν πολλοί Πέρσες καλύτεροί του, που δεν ήταν δυνατό να ανεχτούν να γίνει αυτός βασιλιάς. «Αν όμως θέλετε να φύγετε μαζί του, σας προτρέπει να πάτε όσο ακόμα είναι νύχτα, διαφορετικά, λέγει πως θα αναχωρήσει αύριο το πρωί. [2.2.2] Ο Κλέαρχος αποκρίθηκε: «Έτσι πρέπει να γίνει, αν πάμε, όπως λέτε· διαφορετικά, κάνετε εκείνο που νομίζετε πως σας συμφέρει περισσότερο». Τί σκόπευε να κάμει όμως δεν είπε ούτε σ᾽ αυτούς. [2.2.3] Ύστερα απ᾽ αυτά, όταν πια βασίλευε ο ήλιος, κάλεσε τους στρατηγούς και τους λοχαγούς και τους είπε τέτοια περίπου: «Φίλοι μου, οι θυσίες που έκαμα, για να δω αν πρέπει να βαδίσουμε ενάντια στον βασιλιά δεν ήταν ευνοϊκές. Και ήταν φυσικό να μην πάνε καλά. Γιατί, όπως πληροφορούμαι τώρα, ανάμεσα σε μας και το βασιλιά βρίσκεται ο Τίγρητας ποταμός, που είναι πλωτός, αλλά δεν μπορούμε να τον περάσουμε δίχως καράβια. Και καράβια εμείς δεν έχουμε. Μα δεν είναι δυνατό και να μείνουμε εδώ, γιατί δεν μπορούμε να βρίσκουμε τρόφιμα. Οι θυσίες όμως φάνηκαν πολύ καλές, σχετικά με τον πηγεμό σας στους φίλους του Κύρου. [2.2.4] Είναι λοιπόν ανάγκη να ενεργήσετε με τούτο τον τρόπο: να φύγετε από δω και να πάτε να δειπνήσετε με ό,τι έχει ο καθένας. Ύστερα, μόλις ακούσετε τη σάλπιγγα να σημαίνει ανάπαυση, να συμμαζέψετε τα πράγματά σας. Όταν την ακούσετε δεύτερη φορά, να φορτώσετε τα πράγματα πάνω στα υποζύγια. Κι όταν την ακούσετε για τρίτη, τότε να ακολουθήσετε εκείνον που θα πηγαίνει μπροστά και να έχετε τα υποζύγια προς το μέρος του ποταμού, ενώ τους οπλισμένους στρατιώτες προς τα έξω. [2.2.5] Μόλις τ᾽ άκουσαν οι στρατηγοί και οι λοχαγοί έφυγαν και έκαναν όπως τους είπε. Από κει και πέρα εκείνος ήταν επικεφαλής κι οι άλλοι εκτελούσαν τις διαταγές του. Όχι πως τον είχαν εκλέξει να κυβερνά, αλλά έβλεπαν ότι μονάχα αυτός ήταν μυαλωμένος, όπως ταιριάζει να είναι ο αρχηγός, ενώ οι άλλοι δεν είχαν πείρα. [2.2.6] [Σύνολο της πορείας, που έκαμαν από την Έφεσο της Ιωνίας ως το μέρος που έγινε η μάχη, σε αριθμούς, είναι: ενενήντα τρεις σταθμοί, δηλαδή πεντακόσιοι τριάντα πέντε παρασάγγες ή δεκαέξι χιλιάδες πενήντα στάδια. Από το μέρος που έγινε η μάχη ως τη Βαβυλώνα, έλεγαν πως είναι τρακόσια εξήντα στάδια.] [2.2.8] Ο Κλέαρχος, σύμφωνα με τις οδηγίες που είχε δώσει, οδηγούσε τους άλλους κι εκείνοι ακολουθούσαν. Και κατά τα μεσάνυχτα έφτασαν στον πρώτο σταθμό, κοντά στον Αριαίο και στο στρατό του. Οι στρατιώτες ακούμπησαν τα όπλα στη γη χωρίς να χαλάσουν τις γραμμές, ενώ οι στρατηγοί και οι λοχαγοί των Ελλήνων συγκεντρώθηκαν στη σκηνή του Αριαίου. Εκεί ορκίστηκαν και οι Έλληνες και ο Αριαίος και οι πιο επίσημοι από τους δικούς του, πως δεν θα προδώσει ο ένας τον άλλο και θα είναι σύμμαχοι. Οι βάρβαροι μάλιστα ορκίστηκαν πως θα τους οδηγήσουν χωρίς πονηριές. [2.2.9] Τους όρκους αυτούς τους συνόδεψαν με τη σφαγή ενός ταύρου, ενός αγριόχοιρου και ενός κριαριού πάνω σε μιαν ασπίδα, όπου οι Έλληνες έβαψαν ένα ξίφος και οι βάρβαροι μια λόγχη. [2.2.10] Όταν δόθηκαν οι όρκοι, ο Κλέαρχος είπε: «Έλα τώρα Αριαίε, αφού κι εσείς κι εμείς έχουμε να κάμουμε την ίδια πορεία, πες ποιά γνώμη έχεις για το δρόμο· θα φύγουμε από κείνον που ήρθαμε, ή νομίζεις πως έχεις βρει με το μυαλό σου κανέναν άλλο καλύτερο;» [2.2.11] Εκείνος αποκρίθηκε: «Αν γυρίσουμε από το δρόμο που ήρθαμε, θα πεθάνουμε όλοι από την πείνα. Γιατί τώρα δεν έχουμε καθόλου τρόφιμα. Στους δεκαεφτά τελευταίους σταθμούς που βαδίσαμε, όταν ερχόμασταν εδώ, δεν βρίσκαμε να προμηθευτούμε τίποτε από τη χώρα. Κι αν κάπου υπήρχε κάτι, το εξαντλήσαμε σε κείνη τη πορεία. Γι᾽ αυτό τώρα σκέφτομαι να πάμε από δρόμο που είναι πιο μακρινός, από τον οποίο όμως δεν θα μας λείψουν τα τρόφιμα. [2.2.12] Αλλά πρέπει τους πρώτους σταθμούς να τους κάνουμε όσο μπορέσουμε μακρότερους, για να απομακρυνθούμε από τα στρατεύματα του βασιλιά όσο γίνεται περισσότερο. Γιατί μια φορά να βρεθούμε απομακρυσμένοι δυο τρεις μέρες δρόμο, δεν θα καταφέρει πια ο βασιλιάς να μας φτάσει. Και τούτο, επειδή με λίγο στρατό δεν θα πάρει το θάρρος να μας κυνηγήσει. Αν πάλι έχει μαζί του πολύ στρατό, δεν θα μπορεί να βαδίζει γρήγορα. Ίσως μάλιστα να τους λείψουν και τα τρόφιμα. Εγώ πάντως, είπε, έχω αυτήν τη γνώμη».