[175b] Κι ο Αριστόδημος, είπε, πήρε το λόγο: «Μη! με κανένα τρόπο! αφήστε τον! Γιατί το συνηθίζει αυτό: κάπου-κάπου αποτραβιέται και στέκεται όρθιος όπου τύχει. Αλλά, όπως πιστεύω, όπου να ᾽ναι θα έρθει. Λοιπόν, μην τον ενοχλείτε, αλλά αφήστε τον ήσυχο». «Καλά, αφού έτσι νομίζεις, αυτό πρέπει να κάνουμε» είπε ο Αγάθων. «Όμως, παιδιά, σερβίρετε τους άλλους. Όπως και να ᾽χει, βάλτε στο τραπέζι ό,τι θέλετε, μια και κανένας δε στέκεται πάνω απ᾽ το κεφάλι σας —κάτι τέτοιο εγώ ποτέ ως τώρα δεν το έκανα— τώρα λοιπόν πέστε πως κι εγώ είμαι ένας απ᾽ τους καλεσμένους σας στο δείπνο, όπως και οι άλλοι κύριοι από δω, και περιποιηθείτε μας, για ν᾽ ακούσετε τον καλό μας λόγο». [175c] Ύστερ᾽ απ᾽ αυτά, είπε, εκείνοι στρώθηκαν στο δείπνο, αλλά ο Σωκράτης δεν έλεγε να περάσει μέσα. Λοιπόν, ο Αγάθων πρόσταζε και ξαναπρόσταζε να παν να φωνάξουν τον Σωκράτη, όμως ο Αριστόδημος δεν άφηνε. Τέλος εμφανίστε, όπως το συνήθιζε, χωρίς μεγάλη χρονοτριβή, αλλά πάνω κάτω την ώρα που οι άλλοι βρίσκονταν στη μέση του δείπνου τους. Ο Αγάθων λοιπόν —έτυχε, βλέπεις, να ξαπλώνει μόνος του στο τελευταίο ανάκλιντρο— φώναξε: «Σωκράτη, κόπιασε να ξαπλώσεις εδώ, δίπλα μου, για να καρπωθώ, [175d] με το να σ᾽ αγγίζω, το σοφό διανόημα που συνέλαβες εδώ στο πρόθυρο. Γιατί, θέλει και ρώτημα, το τσάκωσες και το ᾽κανες κτήμα σου· γιατί αλλιώς δε θα το κουνούσες από κει». Και, πως ο Σωκράτης βολεύτηκε στη θέση του και είπε ότι: «Τί καλά που θα ᾽ταν, Αγάθων, να είχε η σοφία αυτή την ιδιότητα, ώστε από τον πιο γεμάτο ανάμεσά μας να μεταγγίζεται στον πιο άδειο, με το ν᾽ αγγίζουμε ο ένας τον άλλο, όπως το νερό στα ποτήρια που μεταγγίζεται με την τριχιά από το πιο γεμάτο στο πιο άδειο. Γιατί, αν και η σοφία [175e] είχε αυτή την ιδιότητα, θεωρώ πολύ σπουδαίο το που ξαπλώνω πλάι σου· γιατί πιστεύω ότι θα με γεμίσεις με άφθονη και ωραία σοφία. Γιατί η δική μου θα ᾽ναι μια φτωχική ή και αφερέγγυα, σαν μια ονειροφαντασία· αντίθετα η δική σου, εκθαμβωτική, κι έχει μπροστά της όλο το μέλλον, αφού εκτοξεύτηκε με τέτοια λάμψη από έναν νεαρό —εσένα— και πρόσφατα εκδηλώθηκε θριαμβευτικά μπροστά στα μάτια πάνω από τριάντα χιλιάδων Ελλήνων». «Σωκράτη», είπε ο Αγάθων, «δεν έχεις το θεό σου! Κι όσο γι᾽ αυτά που λες, θα λύσουμε τις διαφορές μας για το θέμα της σοφίας εγώ κι εσύ λίγο αργότερα δικαστικά, και δικαστή μας θα βάλουμε τον Διόνυσο. Τώρα όμως πρώτα στρώσου στο φαγητό». [176a] Ύστερ᾽ απ᾽ αυτά, συνέχισε ο Αριστόδημος, ο Σωκράτης ξάπλωσε στο ανάκλιντρο και δείπνησε, όπως και οι άλλοι, κι έκαναν σπονδές στους θεούς· έψαλλαν τον ύμνο στο θεό και τέλεσαν και όσα άλλα συνηθίζονται και κατόπι το ᾽ριξαν στο πιοτό. Λοιπόν, είπε, ο Παυσανίας άνοιξε μια τέτοια συζήτηση: «Εντάξει, φίλοι, αλλά με ποιό τρόπο θα πιούμε, έτσι που να το χαρεί όσο γίνεται η ψυχή μας; Εγώ λοιπόν σας δηλώνω ότι πραγματικά νιώθω πολύ άσκημα από τη χτεσινή κρασοκατάνυξη και μου χρειάζεται κάποια ανάπαυλα — υποθέτω και οι περισσότεροι από σας, μια και ήσασταν εδώ και χτες. Λοιπόν, σκεφτείτε [176b] με ποιό τρόπο θα πιούμε έτσι, που να μη μας πέσει βαρύ». Κι ο Αριστοφάνης είπε: «Σ᾽ αυτό ναι, έχεις δίκιο, Παυσανία, να εξασφαλίσουμε με κάθε τρόπο να μη μας πειράξει το πιοτό· γιατί κι εγώ είμαι απ᾽ αυτούς που χτες γίναμε στουπί». Λοιπόν, ακούοντας το διάλογό τους ο Ερυξίμαχος, ο γιος του Ακουμενού, είπε: «Τί ωραία που τα λέτε, αλήθεια! Και θέλω ν᾽ ακούσω ακόμα έναν από σας, τον Αγάθωνα: πώς νιώθεις, θα το παλέψεις γερά το πιοτό;». «Κάθε άλλο, αποκρίθηκε· κι ο ίδιος δε νιώθω δυνατός».
|