ΠΟ. Σύμφωνοι, θα μιλήσω· βρίσκω σωστή τη συμβουλή σου.
1285Πρώτα αρωγό ζητώ τον ίδιο τον θεό, που ο βασιλιάς της χώρας
με σήκωσε από τον βωμό του, για νά ᾽ρθω εδώ, κι αφού μιλήσω,
μετά ασφαλής ν᾽ αποχωρήσω.
Αλλά την ίδια κατανόηση γυρεύω, ξένοι, κι από σας,
1290από τις δύο αδελφές και τον πατέρα μου.
Τώρα τον λόγο που ήλθα, θέλω, πατέρα, αμέσως να σου πω.
Διωγμένος βρέθηκα κι εξόριστος από την πατρική μου γη,
γιατί είχα την αξίωση στον θρόνο τον βασιλικό εγώ ν᾽ ανέβω,
αφού είμαι ο πρωτότοκός σου γιος.
1295Αλλ᾽ αντ᾽ αυτού, ο Ετεοκλής, νεότερος και δευτερότοκος,
με πέταξε έξω από τη χώρα, χωρίς επιχειρήματα, ούτε επειδή
αποδείχτηκε στη μεταξύ μας σύγκρουση πιο δυνατός,
αλλά την πόλη παρασύροντας και τους πολίτες.
Για όλα αυτά, αιτία βρίσκω εγώ την Ερινύα σου, πατέρα,
1300το ίδιο εξάλλου κι από τους χρησμούς ακούω.
Έτσι κατέφυγα στο Άργος, το δωρικό, κι έκανα πεθερό
τον Άδραστο, ύστερα όρκισα συμμάχους μου
όσους φημίζονται πρώτοι στη χώρα του Άπη,
πολεμιστές γενναίους που όλοι τούς τιμούν.
1305Σκοπός μου να εκστρατεύσω με λογχοφόρους στρατηγούς
επτά στη Θήβα· μ᾽ αυτούς μαζί, ή για το δίκιο μου
να σκοτωθώ, ή ό,τι έκαναν κι αυτοί να κάνω,
να τους πετάξω από τη χώρα έξω.
Πάει καλά. Και τώρα ο λόγος που βρίσκομαι εδώ.
Προσπέφτω, πατέρα μου, σ᾽ εσένα, ικετεύω,
1310στο όνομα το δικό μου, στ᾽ όνομα των συμμάχων μου,
που αυτή την ώρα, μ᾽ επτά αγήματα και λογχοφόρους
στρατηγούς επτά, έχουν κιόλας κυκλώσει
όλον τον κάμπο γύρω από τη Θήβα. Όπως
ο Αμφιάραος, κραδαίνοντας το δόρυ,
πρώτος ακοντιστής στη μάχη, πρώτος οιωνοσκόπος.
1315Δεύτερος ο Τυδέας, Αιτωλός, του Οινέα ο γιος.
Τρίτος ο Ετέοκλος, στο Άργος γεννημένος.
Ο Ιππομέδων τέταρτος, απ᾽ τον πατέρα του, τον Ταλαό,
σταλμένος. Ο Καπανέας πέμπτος, αυτός περηφανεύεται
πως την πόλη θα ερημώσει, τη Θήβα πως θα πυρπολήσει.
1320Έκτος ορμά ο Παρθενοπαίος, από την Αρκαδία εκείνος,
τ᾽ όνομα πήρε από τη μάνα του, που παρθένα έμεινε πολύν καιρό,
γνήσιος γιος της Αταλάντης.
Τέλος, εγώ, δικός σου γιος, μπορεί και όχι, αφού
γέννημα είμαι της μαύρης μοίρας που με φύτεψε,
κι όμως δικός σου λογαριάζομαι·
1325εγώ οδηγώ στη Θήβα τον άφοβο στρατό του Άργους.
Όλοι εμείς, πατέρα — στις δυο σου κόρες σε ξορκίζω,
στην ίδια τη ζωή σου — είμαστε ικέτες σου, παρακαλώντας
τόπο να δώσεις στην οργή σου, για χάρη αυτού που στέκει
μπρος σου, τώρα που ορμώ να πάρω εκδίκηση από τον αδελφό μου,
1330γιατί με πέταξε από τη χώρα έξω, γιατί με λήστεψε.
Αλλά κι αν πρέπει στα μαντεία να πιστέψουμε,
σ᾽ όποιους εσύ παρασταθείς, αυτοί είπε ο χρησμός, κρατούν
στο χέρι τους τη νίκη.
Γι᾽ αυτό και τώρα σε ικετεύω· ορκίζομαι στις κρήνες
της πατρίδας, στους θεούς του γένους, άκου τα λόγια μου,
1335μαλάκωσε. Αφού κι εγώ, όπως κι εσύ, είμαι ένας ξένος
ένας ζήτουλας. Ζούμε κι οι δυο τους άλλους κολακεύοντας,
γιατί μας έπεσε ο ίδιος κλήρος.
Στο μεταξύ ο άλλος στο παλάτι τύραννος, θε μου λυπήσου με,
γελά μ᾽ εμάς τους δυο και καμαρώνει.
1340Αυτόν εγώ, φτάνει εσύ να συμφωνήσεις με το πλάνο μου,
σε λίγο χρόνο και με λίγο κόπο θα τον κάνω στάχτη.
Τότε κι εσένα θα σε πάρω, θα σε στήσω στο παλάτι,
εκεί κι ο ίδιος θα σταθώ, κι αυτόν θα τον πετάξω έξω.
Όμως, μόνον εφόσον δεχτείς εσύ το θέλημά μου,
μπορώ κι εγώ να καυχηθώ· χώρια από σένα δεν έχω
1345καν το σθένος να σωθώ.
|