Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας
Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ
Ρητορική (1374a-1374b)
Ἐπεὶ δὲ τῶν δικαίων καὶ τῶν ἀδίκων ἦν δύο εἴδη (τὰ μὲν γὰρ γεγραμμένα τὰ δ᾽ ἄγραφα), περὶ ὧν μὲν οἱ νόμοι ἀγορεύουσιν εἴρηται, τῶν δ᾽ ἀγράφων δύο ἔστιν εἴδη· ταῦτα δ᾽ ἐστὶν τὰ μὲν καθ᾽ ὑπερβολὴν ἀρετῆς καὶ κακίας, ἐφ᾽ οἷς ὀνείδη καὶ ἔπαινοι καὶ ἀτιμίαι, καὶ τιμαὶ καὶ δωρεαί (οἷον τὸ χάριν ἔχειν τῷ ποιήσαντι εὖ καὶ ἀντευποιεῖν τὸν εὖ ποιήσαντα, καὶ βοηθητικὸν εἶναι τοῖς φίλοις, καὶ ὅσα ἄλλα τοιαῦτα), τὰ δὲ τοῦ ἰδίου νόμου καὶ γεγραμμένου ἔλλειμμα. τὸ γὰρ ἐπιεικὲς δοκεῖ δίκαιον εἶναι, ἔστιν δὲ ἐπιεικὲς τὸ παρὰ τὸν γεγραμμένον νόμον δίκαιον. συμβαίνει δὲ τοῦτο τὰ μὲν ἑκόντων τὰ δὲ ἀκόντων τῶν νομοθετῶν, ἀκόντων μὲν ὅταν λάθῃ, ἑκόντων δ᾽ ὅταν μὴ δύνωνται διορίσαι, ἀλλ᾽ ἀναγκαῖον μὲν ᾖ καθόλου εἰπεῖν, μὴ ᾖ δέ, ἀλλ᾽ ὡς ἐπὶ τὸ πολύ, καὶ ὅσα μὴ ῥᾴδιον διορίσαι δι᾽ ἀπειρίαν, οἷον τὸ τρῶσαι σιδήρῳ πηλίκῳ καὶ ποίῳ τινί· ὑπολείποι γὰρ ἂν ὁ αἰὼν διαριθμοῦντα. ἂν οὖν ᾖ ἀόριστον, δέῃ δὲ νομοθετῆσαι, ἀνάγκη ἁπλῶς εἰπεῖν, ὥστε κἂν δακτύλιον ἔχων ἐπάρηται τὴν χεῖρα ἢ πατάξῃ, κατὰ μὲν τὸν γεγραμμένον νόμον ἔνοχός ἐστι καὶ ἀδικεῖ, [1374b] κατὰ δὲ τὸ ἀληθὲς οὐκ ἀδικεῖ, καὶ τὸ ἐπιεικὲς τοῦτό ἐστιν. |
Είπαμε πιο πάνω ότι υπάρχουν δύο ειδών δίκαιες και άδικες πράξεις: αυτές για τις οποίες μιλούν γραπτοί νόμοι και αυτές που καθορίζονται από άγραφους νόμους· έχουμε ήδη πραγματευθεί αυτές για τις οποίες κάνουν λόγο οι γραπτοί νόμοι· μένουν λοιπόν για πραγμάτευση τα δύο είδη αυτών που καθορίζονται από άγραφους νόμους. Πρόκειται αφενός γι᾽ αυτές που δείχνουν την αρετή και την κακία στον υψηλότερό τους βαθμό και συνεπάγονται ψόγους και επαίνους, περιφρόνηση και τιμές, καθώς και δωρεές (όπως είναι π.χ. το να είναι κανείς ευγνώμονας στον ευεργέτη του, να του ανταποδίδει τις ευεργεσίες του, να βοηθάει τους φίλους του, και όσα άλλα τέτοια), και αφετέρου γι᾽ αυτές που αποτελούν έλλειψη του μερικού και γραπτού νόμου. Γιατί την επιείκεια οι άνθρωποι τη θεωρούν δικαιοσύνη, πρόκειται όμως για δικαιοσύνη πέρα από τις προβλέψεις του γραπτού νόμου. Τα κενά αυτά άλλοτε οφείλονται στη θέληση των νομοθετών και άλλοτε υπάρχουν παρά τη θέλησή τους: παρά τη θέλησή τους, στις περιπτώσεις που κάτι έχει ξεφύγει την προσοχή τους· με τη θέλησή τους, όταν δεν είναι σε θέση να καθορίσουν με ακρίβεια τα πράγματα, είναι όμως ανάγκη να διατυπώσουν έναν γενικό κανόνα, που δεν μπορεί, ωστόσο, να βρει εφαρμογή σε όλες, αλλά μονάχα στις πιο πολλές περιπτώσεις· σε όλες επίσης τις περιπτώσεις που δεν είναι εύκολο να γίνει ακριβής προσδιορισμός λόγω του άπειρου πλήθους των ενδεχομένων· τέτοια είναι λ.χ. η περίπτωση του τραυματισμού με σιδερένιο όργανο: τίνος μεγέθους και τίνος είδους; Δεν θα έφτανε μια ολόκληρη ζωή για να απαριθμηθούν όλα τα ενδεχόμενα. Αν λοιπόν πρόκειται για πράξη που δεν μπορεί να προσδιορισθεί με ακρίβεια, πρέπει ωστόσο να υπάρξει πρόβλεψη στη νομοθεσία, η διατύπωση δεν μπορεί παρά να είναι γενική· επομένως αν κανείς, φορώντας δαχτυλίδι, σηκώσει το χέρι του και χτυπήσει κάποιον, θα είναι, σύμφωνα με τον γραπτό νόμο, ένοχος και θα έχει διαπράξει αδικία, [1374b] στην πραγματικότητα όμως δεν έχει διαπράξει καμιά αδικία: αυτή η κρίση είναι η επιείκεια. |