Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΙΝΔΑΡΟΣ

Πυθιονίκαις (5.32-5.62)


ἀκηράτοις ἁνίαις [στρ. β]
ποδαρκέων δώδεκ᾽ ἂν δρόμων τέμενος.
κατέκλασε γὰρ ἐντέων σθένος οὐδέν· ἀλλὰ κρέμαται
35 ὁπόσα χεριαρᾶν
τεκτόνων δαίδαλ᾽ ἄγων
Κρισαῖον λόφον
ἄμειψεν ἐν κοιλόπεδον νάπος
θεοῦ· τό σφ᾽ ἔχει κυπαρίσσινον
40 μέλαθρον ἀμφ᾽ ἀνδριάντι σχεδόν,
Κρῆτες ὃν τοξοφόροι τέγεϊ Παρνασσίῳ
καθέσσαντο μονόδροπον φυτόν.

ἑκόντι τοίνυν πρέπει [αντ. β]
νόῳ τὸν εὐεργέταν ὑπαντιάσαι.
45 Ἀλεξιβιάδα, σὲ δ᾽ ἠΰκομοι φλέγοντι Χάριτες.
μακάριος, ὃς ἔχεις
καὶ πεδὰ μέγαν κάματον
λόγων φερτάτων
μναμήϊ᾽· ἐν τεσσαράκοντα γάρ
50 πετόντεσσιν ἁνιόχοις ὅλον
δίφρον κομίξαις ἀταρβεῖ φρενί,
ἦλθες ἤδη Λιβύας πεδίον ἐξ ἀγλαῶν
ἀέθλων καὶ πατρωΐαν πόλιν.

πόνων δ᾽ οὔ τις ἀπόκλαρός ἐστιν οὔτ᾽ ἔσεται· [επωδ. β]
55 ὁ Βάττου δ᾽ ἕπεται παλαι-
ὸς ὄλβος ἔμπαν τὰ καὶ τὰ νέμων,
πύργος ἄστεος ὄμμα τε φαεννότατον
ξένοισι. κεῖνόν γε καὶ βαρύκομποι
λέοντες περὶ δείματι φύγον,
γλῶσσαν ἐπεί σφιν ἀπένεικεν ὑπερποντίαν·
60 ὁ δ᾽ ἀρχαγέτας ἔδωκ᾽ Ἀπόλλων
θῆρας αἰνῷ φόβῳ,
ὄφρα μὴ ταμίᾳ Κυρά-
νας ἀτελὴς γένοιτο μαντεύμασιν.


απείραχτα κρατώντας τα χαλινάρια [στρ. β]
στο δωδεκάστροφο το στάδιο, όπου γοργά τρέχουν τ᾽ άτια.
Γιατί απ᾽ το στέρεο το άρμα τίποτε δεν τσάκισε·
35αλλά, όπως το βγάλαν πλουμιστό τα χέρια των μαστόρων,
το πέρασε απ᾽ τον λόφο τον Κρισαίο
και το ᾽φερε μες στη βαθιά κοιλάδα του θεού,
40και μες στο κυπαρίσσινο το μέλαθρο το κρέμασε
πλάι στον ανδριάντα που οι τοξοφόροι Κρήτες
είχαν στήσει κάτω από τη στέγη του Παρνάσσιου οίκου
από ᾽να μονοκόμματο δέντρου κορμό φτιαγμένο.

Πρέπει λοιπόν, με πρόθυμη καρδιά να υποδεχτείς [αντ. β]
τον άντρα που ωραίο έκανε έργο.
45Οι Χάριτες με τα πλούσια μαλλιά, Αλεξιβιάδη, τώρα
σε κάνουνε ν᾽ αχτινοβολείς.
Χαρά σε σένα που ύστερα από τέτοιον μόχθο
τα λόγια τα εγκωμιαστικά ζωντανή θα κρατούνε τη μνήμη σου·
50γιατί μες σε σαράντα που πέσαν ηνιόχους
εσύ τον δίφρο σου έφερες στο τέρμα ακέριο,
με την καρδιά ατάραχη, κι έρχεσαι τώρα στης Λιβύης τον κάμπο,
ύστερ᾽ από το λαμπρό σου το κατόρθωμα,
και στων πατέρων σου την πόλη.

Όμως τα βάσανα δεν γλίτωσε κανείς ούτε και θα γλιτώσει· [επωδ. β]
55ωστόσο, συνεχίζεται η παλιά του Βάττου ευτυχία,
τούτο κι εκείνο φέρνοντας—
της πολιτείας είναι ο πύργος
και μάτι ολοφώτεινο στους ξένους.
Μπροστά του τρομαγμένα φύγανε και τα βροντόφωνα λιοντάρια,
καθώς τον υπερπόντιο χρησμό τούς έφερε εκείνος·
τέτοιον μεγάλο φόβο έσπειρε
60ο Απόλλων ο αρχηγέτης στα θηρία,
για να μην μείνει ατέλεστη η μαντεία
που είχε στον αφέντη δώσει της Κυρήνης.