Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας
Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7
ΞΕΝΟΦΩΝ
Ἑλληνικά (3.4.7-3.4.19)
[3.4.7] Ὡς δὲ ἡσυχίαν τε καὶ σχολὴν ἔχων ὁ Ἀγησίλαος διέτριβεν ἐν τῇ Ἐφέσῳ, ἅτε συντεταραγμένων ἐν ταῖς πόλεσι τῶν πολιτειῶν, καὶ οὔτε δημοκρατίας ἔτι οὔσης, ὥσπερ ἐπ᾽ Ἀθηναίων, οὔτε δεκαρχίας, ὥσπερ ἐπὶ Λυσάνδρου, ἅτε γιγνώσκοντες πάντες τὸν Λύσανδρον, προσέκειντο αὐτῷ ἀξιοῦντες διαπράττεσθαι αὐτὸν παρ᾽ Ἀγησιλάου ὧν ἐδέοντο· καὶ διὰ ταῦτα ἀεὶ παμπλήθης ὄχλος θεραπεύων αὐτὸν ἠκολούθει, ὥστε ὁ μὲν Ἀγησίλαος ἰδιώτης ἐφαίνετο, ὁ δὲ Λύσανδρος βασιλεύς. [3.4.8] ὅτι μὲν οὖν ἔμηνε καὶ τὸν Ἀγησίλαον ταῦτα ἐδήλωσεν ὕστερον· οἵ γε μὴν ἄλλοι τριάκοντα ὑπὸ τοῦ φθόνου οὐκ ἐσίγων, ἀλλ᾽ ἔλεγον πρὸς τὸν Ἀγησίλαον ὡς παράνομα ποιοίη Λύσανδρος τῆς βασιλείας ὀγκηρότερον διάγων. ἐπεὶ δὲ καὶ ἤρξατο προσάγειν τινὰς τῷ Ἀγησιλάῳ ὁ Λύσανδρος, πάντας οἷς γνοίη αὐτὸν συμπράττοντά τι ἡττωμένους ἀπέπεμπεν. ὡς δ᾽ ἀεὶ τὰ ἐναντία ὧν ἐβούλετο ἀπέβαινε τῷ Λυσάνδρῳ, ἔγνω δὴ τὸ γιγνόμενον· καὶ οὔτε ἕπεσθαι ἑαυτῷ ἔτι εἴα ὄχλον τοῖς τε συμπρᾶξαί τι δεομένοις σαφῶς ἔλεγεν ὅτι ἔλαττον ἕξοιεν, εἰ αὐτὸς παρείη. [3.4.9] βαρέως δὲ φέρων τῇ ἀτιμίᾳ, προσελθὼν εἶπεν· Ὦ Ἀγησίλαε, μειοῦν μὲν ἄρα σύγε τοὺς φίλους ἠπίστω. Ναὶ μὰ Δί᾽, ἔφη, τούς γε βουλομένους ἐμοῦ μείζους φαίνεσθαι· τοὺς δέ γε αὔξοντας εἰ μὴ ἐπισταίμην ἀντιτιμᾶν, αἰσχυνοίμην ἄν. καὶ ὁ Λύσανδρος εἶπεν· Ἀλλ᾽ ἴσως καὶ μᾶλλον εἰκότα σὺ ποιεῖς ἢ ἐγὼ ἔπραττον. τάδε οὖν μοι ἐκ τοῦ λοιποῦ χάρισαι, ὅπως ἂν μήτ᾽ αἰσχύνωμαι ἀδυνατῶν παρὰ σοὶ μήτ᾽ ἐμποδών σοι ὦ, ἀπόπεμψόν ποί με. [3.4.10] ὅπου γὰρ ἂν ὦ, πειράσομαι ἐν καιρῷ σοι εἶναι. εἰπόντος δὲ ταῦτα ἔδοξε καὶ τῷ Ἀγησιλάῳ οὕτω ποιῆσαι, καὶ πέμπει αὐτὸν ἐφ᾽ Ἑλλησπόντου. ἐκεῖ δὲ ὁ Λύσανδρος αἰσθόμενος Σπιθριδάτην τὸν Πέρσην ἐλαττούμενόν τι ὑπὸ Φαρναβάζου, διαλέγεται αὐτῷ καὶ πείθει ἀποστῆναι ἔχοντα τούς τε παῖδας καὶ τὰ περὶ αὑτὸν χρήματα καὶ ἱππέας ὡς διακοσίους. καὶ τὰ μὲν ἄλλα κατέλιπεν ἐν Κυζίκῳ, αὐτὸν δὲ καὶ τὸν υἱὸν ἀναβιβασάμενος ἧκεν ἄγων πρὸς Ἀγησίλαον. ἰδὼν δὲ ὁ Ἀγησίλαος ἥσθη τε τῇ πράξει καὶ εὐθὺς ἀνεπυνθάνετο περὶ τῆς Φαρναβάζου χώρας τε καὶ ἀρχῆς. |
[3.4.7] Ο Αγησίλαος καθόταν άπρακτος στην Έφεσο, έχοντας καιρό στη διάθεσή του. Στο μεταξύ, καθώς τα πολιτικά καθεστώτα των πόλεων ήταν συγκεχυμένα —ούτε δημοκρατικά πολιτεύματα λειτουργούσαν πια όπως τον καιρό των Αθηναίων, ούτε κι οι Δεκαρχίες όπως τον καιρό του Λυσάνδρου— και καθώς όλοι ήξεραν τον Λύσανδρο, σ᾽ αυτόν έτρεχαν και του ζητούσαν να μεσολαβήσει στον Αγησίλαο για τα αιτήματά τους· για τούτο τον περιτριγύριζε αδιάκοπα και τον κολάκευε ολόκληρο πλήθος, τόσο που ο Αγησίλαος να μοιάζει ιδιώτης κι ο Λύσανδρος βασιλιάς. [3.4.8] Όπως φάνηκε αργότερα, αυτά εξόργισαν και τον Αγησίλαο· οι υπόλοιποι από τους τριάντα Σπαρτιάτες πάντως ζήλευαν τόσο, που δεν μπορούσαν να συγκρατηθούν κι έλεγαν στον Αγησίλαο ότι ο Λύσανδρος παρανομούσε, ζώντας με περισσότερη μεγαλοπρέπεια από τον βασιλιά. Όταν όμως ο Λύσανδρος άρχισε να συστήνει ανθρώπους στον Αγησίλαο, τούτος τους έδιωχνε όλους χωρίς να τους κάνει τα χατίρια από τη στιγμή που καταλάβαινε πως είχαν κάποια υποστήριξη από τον άλλον. Καθώς λοιπόν το αποτέλεσμα ήταν πάντα το αντίθετο από κείνο που ήθελε ο Λύσανδρος, τούτος αντιλήφθηκε τί συνέβαινε· από τότε δεν άφηνε πια να τον περιστοιχίζει πλήθος, και σ᾽ όσους του ζητούσαν οποιαδήποτε μεσολάβηση έλεγε καθαρά ότι θα ᾽βγαιναν ζημιωμένοι αν τους υποστήριζε. [3.4.9] Ωστόσο πήρε κατάκαρδα την προσβολή και πήγε και του είπε: «Ωραία ξέρεις εσύ, Αγησίλαε, να ταπεινώνεις τους φίλους σου!» «Ναι, μα τον Δία», αποκρίθηκε ο άλλος, «όσους θέλουν να φαίνονται πιο σπουδαίοι από μένα. Όσους όμως με τιμούν, θα ᾽ταν ντροπή μου αν δεν ήξερα να τους το ανταποδώσω». Τότε είπε ο Λύσανδρος: «Ίσως να ᾽χεις εσύ δίκιο, κι εγώ να ᾽χω άδικο. Κάνε μου όμως μια χάρη αποδώ κι εμπρός, ώστε μήτε να ντροπιάζομαι ότι καμιά επιρροή δεν έχω επάνω σου, μήτε και να σ᾽ ενοχλώ: στείλε με κάπου αλλού. Όπου και να ᾽μαι, θα προσπαθήσω να σου φανώ χρήσιμος». |