(Ο Χρεμύλος για απάντηση χαριεντίζεται με τη γριά βάνοντας χέρι.)
ΝΕΑ. Σου βάνει χέρι, βλέπω, και σου πιάνει
τα βυζιά σου, θαρρεί δεν τονε βλέπω!
ΓΡΙ. (διαμαρτύρεται)
Ψέματα, σιχαμένε! Να με κάψει
η Αφροδίτη! ΧΡΕ. Δεν έχω τρελαθεί,1070
μά την Εκάτη. Αλλά σου απαγορεύω,
ω νέε, την κοπελούδα να μισείς!
ΝΕΑ. Μα εγώ τηνε λατρεύω. ΧΡΕ. Κείνη ωστόσο,
παραπονιέται. ΝΕΑ. Τί παραπονιέται;
ΧΡΕ. Τηνε προσβάλλεις κι είπες: «Τώρα πια
πάει το πουλάκι, πέταξε!» ΝΕΑ. Για δαύτη
μαζί σου δε μαλώνω. ΧΡΕ. Και γιατί;
ΝΕΑ. Την ηλικία σου σέβομαι, ειδαλλιώς
δε συχωρνάω τα τέτοια σε κανένα.
Και τώρα στο καλό, πάρ᾽ το και τράβα
το πιτσουνάκι! ΧΡΕ. Μπήκα! Πια δε θέλεις1080
με δαύτη να πλαγιάσεις.
ΓΡΙ. (απαντώντας στο νέο, που τη δίνει σε άλλον)
Δε μου λες;
Και ποιός του το επιτρέπει; ΝΕΑ. Δεν μπορώ
μαζί σου πια να πέσω, γιατί σ᾽ έχουν
δέκα χιλιάδες χρόνια καβαλήσει!
ΧΡΕ. Αν σου άρεζε να πίνεις το κρασί,
πρέπει τώρα να πιεις το κατακάθι.
ΝΕΑ. Πολύ παλιό και σάπιο κατακάθι.
ΧΡΕ. Απ᾽ τη στραγγοσακούλα αν το περάσεις,
θα σιάξει ευτύς. ΝΕΑ. (στον Χρεμύλο) Ας πάμε τώρα μέσα,
γιατί θέλω στον Πλούτο ν᾽ αφιερώσω
ετούτα τα στεφάνια, πὄχω φέρει.
ΓΡΙ. Θέλω κι εγώ να του μιλήσω κάτι.1090
ΝΕΑ. Τότε δε μπαίνω εγώ. ΧΡΕ. Κουράγιο! Βάστα!
Και δε θα σου ριχτεί. ΝΕΑ. Σωστή κουβέντα
γιατί χρόνια πολλά την καλαφάτιζα.
ΓΡΙ. Τράβα κι εγώ κατόπι σου ακλουθάω.
ΧΡΕ. Πόσο γερά η μπαμπόγρια, μά τον Δία,
κόλλησε του παιδιού σαν πεταλίδα!
|