ΗΜΙΧ. ΓΥΝ. Ολοκέντητα στρωσίδια, [αντ. 1]
1190διάφανα πουκαμισάκια
και χρυσαφικά, ό,τι έχω,
σ᾽ ολουνούς θα τα μοιράσω να τα πάτε στα παιδιά σας,
στο κορίτσι του, όποιος έχει, για όταν θα κανηφορήσει.
Σας καλώ στο σπίτι ομάδι να μου αδειάστε τις κασέλες.
Ό,τι λαχταρά καθένας
όλα φόρα! Και κρυμμένο
τίποτα. Κι όπου σφραγίδες,
εύκολα τις σπα που θέλει
και σηκώνει ό,τι γουστάρει.
1200Αν δε βλέπει όμως καλά,
σαν κι εμένα, τότε ο δόλιος
τίποτα δε θά βρει μέσα.
ΗΜΙΧ. ΓΥΝ. Που φαγώσιμα στερείται [αντ. 2]
κι έχει στόματα να θρέψει,
σκλάβους και μικρά παιδάκια,
λεύτερα μπορεί να πάρει φίνο αλεύρι· κι αν καρβέλια
προτιμά, έχω φρέσκα μέσα στο ντουλάπι μου κι ας πάρει.
Χάιντε όποιος φτωχός ας τρέξει να γεμίσει τα σακιά του
τα σακιά και τα δισάκια
1210με καρβέλια, όσα κι αν θέλει.
Κι ο Μανής θα τους βοηθήσει
να φουσκώνουν τα τσουβάλια.
Σας ειδοποιώ μονάχα
μη ζυγώνετε πολύ
στην οξώπορτα, δαγκάνει
το μαντρόσκυλό μου μέσα.
(Χτυπώντας την πόρτα της Ακρόπολης)
Μωρ᾽ ανοίγε την πόρτ᾽, αργείς πολύ!
|