Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ

Λυσιστράτη (1189-1215)


ΧΟ. στρωμάτων δὲ ποικίλων καὶ [ἀντ. α]
1190χλανιδίων καὶ ξυστίδων καὶ
χρυσίων, ὅσ᾽ ἐστί μοι,
οὐ φθόνος ἔνεστί μοι πᾶσι παρέχειν φέρειν τοῖς
παισίν, ὁπόταν τε θυγάτηρ τινὶ κανηφορῇ.
πᾶσιν ὑμῖν λέγω λαμβάνειν τῶν ἐμῶν
1195χρημάτων νῦν ἔνδοθεν, καὶ
μηδὲν οὕτως εὖ σεσημάν-
θαι τὸ μὴ οὐχὶ
τοὺς ῥύπους ἀνασπάσαι,
χἄττ᾽ ‹ἂν› ἔνδον ᾖ φορεῖν.
1200ὄψεται δ᾽ οὐδὲν σκοπῶν, εἰ
μή τις ὑμῶν
ὀξύτερον ἐμοῦ βλέπει.

εἰ δέ τῳ μὴ σῖτος ὑμῶν [ἀντ. β]
ἐστι, βόσκει δ᾽ οἰκέτας καὶ
1205σμικρὰ πολλὰ παιδία,
ἔστι παρ᾽ ἐμοῦ λαβεῖν πυρίδια λεπτὰ μέν, ὁ δ᾽
ἄρτος ἀπὸ χοίνικος ἰδεῖν μάλα νεανίας.
ὅστις οὖν βούλεται τῶν πενήτων ἴτω
εἰς ἐμοῦ σάκους ἔχων καὶ
1210κωρύκους· ὡς λήψεται πυ-
ρούς. ὁ Μανῆς δ᾽
οὑμὸς αὐτοῖς ἐμβαλεῖ.
πρός γε μέντοι τὴν θύραν
προαγορεύω μὴ βαδίζειν
τὴν ἐμήν, ἀλλ᾽
1215εὐλαβεῖσθαι τὴν κύνα.


ΗΜΙΧ. ΓΥΝ. Ολοκέντητα στρωσίδια, [αντ. 1]
1190διάφανα πουκαμισάκια
και χρυσαφικά, ό,τι έχω,
σ᾽ ολουνούς θα τα μοιράσω να τα πάτε στα παιδιά σας,
στο κορίτσι του, όποιος έχει, για όταν θα κανηφορήσει.
Σας καλώ στο σπίτι ομάδι να μου αδειάστε τις κασέλες.
Ό,τι λαχταρά καθένας
όλα φόρα! Και κρυμμένο
τίποτα. Κι όπου σφραγίδες,
εύκολα τις σπα που θέλει
και σηκώνει ό,τι γουστάρει.
1200Αν δε βλέπει όμως καλά,
σαν κι εμένα, τότε ο δόλιος
τίποτα δε θά βρει μέσα.

ΗΜΙΧ. ΓΥΝ. Που φαγώσιμα στερείται [αντ. 2]
κι έχει στόματα να θρέψει,
σκλάβους και μικρά παιδάκια,
λεύτερα μπορεί να πάρει φίνο αλεύρι· κι αν καρβέλια
προτιμά, έχω φρέσκα μέσα στο ντουλάπι μου κι ας πάρει.
Χάιντε όποιος φτωχός ας τρέξει να γεμίσει τα σακιά του
τα σακιά και τα δισάκια
1210με καρβέλια, όσα κι αν θέλει.
Κι ο Μανής θα τους βοηθήσει
να φουσκώνουν τα τσουβάλια.
Σας ειδοποιώ μονάχα
μη ζυγώνετε πολύ
στην οξώπορτα, δαγκάνει
το μαντρόσκυλό μου μέσα.
(Χτυπώντας την πόρτα της Ακρόπολης)
Μωρ᾽ ανοίγε την πόρτ᾽, αργείς πολύ!