ΒΔΕ. Φύσηξε στον αυλό της η αυλητρίδα·
κι είναι συμπότες ο Φανός, ο Αισχύνης,
1220ο Θέωρος· νά κι ο Κλέωνας· κι ένας ξένος,
ο γιος του Ακέστορα, είν᾽ εκεί κοντά του.
Σε τέτοια συντροφιά γιά σκέψου τώρα
πώς θ᾽ απαντάς, τραγούδι σε τραγούδι.
ΦΙΛ. Ωραία. ΒΔΕ. Αλήθεια; ΦΙΛ. Όσο κανείς βουνίσιος.
ΒΔΕ. Ας δούμε· ο Κλέωνας είμαι, ας πούμε· αρχίζω
του Αρμόδιου το τραγούδι· εσύ το παίρνεις.
Τραγουδά.
«Στην Αθήνα σαν αυτόν δε στάθηκε άλλος»…
ΦΙΛ., συνεχίζοντας το τραγούδι.
«τόσο κάθαρμα και κλέφτης πιο μεγάλος».
ΒΔΕ. Αυτό θα πεις; Στην πρόγκα θα σε πνίξει·
θα σου φωνάζει: «Βρε, θα σ᾽ εξοντώσω,
1230θα σε τσακίσω εγώ, θα σ᾽ εξορίσω.»
ΦΙΛ. Ε, αν φοβερίζει, αλλιώς θα τραγουδήσω:
«Α, την υπέρτατη εσύ που ποθείς εξουσία ν᾽ αποχτήσεις,
είν᾽ ετοιμόρροπη η πόλη, κι εσύ στον γκρεμό θα τη ρίξεις.»
ΒΔΕ. Κι όταν ο Θέωρος, δίπλα ξαπλωμένος,
κρατώντας το δεξί του Κλέωνα χέρι,
πιάσει να τραγουδά τέτοιο τραγούδι
«Την ιστορία να θυμάσαι του Αδμήτου
κι αγάπα τους τίμιους, ω φίλε»,
1240πώς θ᾽ απαντήσεις; ΦΙΛ. Μουσικότατα· έτσι:
«Δεν μπορείς την αλεπού να κάνεις
και φιλίες και με τους δυο να πιάνεις.»
ΒΔΕ. Ο Αισχύνης τότε, ο γιος του Σέλλου, που είναι
κι άξιος και μουσικός θα τραγουδήσει:
«Μες των Θεσσαλών τη χώρα
έχει πλούτη η Κλειταγόρα,
έχει εκείνη, έχω κι εγώ.»
ΦΙΛ. «Βρε παλάβρες π᾽ αραδιάσαμε κι οι δυο.»
ΒΔΕ. Σ᾽ αυτά πολύ καλά τα καταφέρνεις.
Τώρα στου Φιλοκτήμονα το σπίτι
1250πάμε για δείπνο. — Πού είν᾽ ο δούλος;
Φωνάζει.
Κροίσε!
Ετοίμασε το δείπνο για τους δυο μας. —
Καιρό έχουμε να πιούμε. ΦΙΛ. Το μεθύσι
είναι κακό· οι πιωμένοι σπάνε πόρτες,
χτυπούν, πετροβολούν, κι όταν αρχίσουν
να ξεμεθούνε, πρόστιμο πληρώνουν.
ΒΔΕ. Καθόλου, αν πας μ᾽ ανθρώπους όπως πρέπει.
Ή αυτοί μεσολαβούν σ᾽ εκείνον που έχεις
προσβάλει ή λες εσύ μια νοστιμάδα
—μύθο του Αισώπου, ανέκδοτο από κείνα
τα συβαριτικά, που θα᾽ χεις μάθει
1260στο γλέντι απάνω— το γυρνάς στο αστείο,
περνά ο θυμός του και ήσυχο σ᾽ αφήνει.
ΦΙΛ. Πολλά λοιπόν ανέκδοτα να μάθω,
ώστε να μην πληρώνω σαν πειράζω.
ΒΔΕ. Περπάτα, πάμε· δεν υπάρχει εμπόδιο.
Φεύγουν όλοι εκτός από το Χορό.
|