[4.3.1] Αυτήν τη μέρα έμειναν στα χωριά που βρίσκονταν πάνω από τον κάμπο, κοντά στον Κεντρίτη ποταμό, που έχει πλάτος δυο πλέθρα πάνω κάτω, και χωρίζει την Αρμενία από τη χώρα των Καρδούχων. Και οι Έλληνες τότε πήραν ανάσα από τη χαρά τους που αντίκρισαν κάμπο. Ο ποταμός αυτός ήταν έξι ή εφτά στάδια μακριά από τα βουνά των Καρδούχων. [4.3.2] Τότε λοιπόν έμειναν εκεί με μεγάλη ευχαρίστηση, επειδή και τα τρόφιμα είχαν και όλα τα περασμένα βάσανα έφερναν στη μνήμη τους. Γιατί εφτά ολόκληρες μέρες, που βάδιζαν ανάμεσα στη χώρα των Καρδούχων, τις πέρασαν με μάχες, κι έπαθαν τόσα κακά, όσα δεν ήταν όλα που τους έκαμαν ο βασιλιάς και ο Τισσαφέρνης. Έτσι κοιμήθηκαν ευχάριστα, με την ιδέα πως είχαν γλιτώσει απ᾽ αυτά. [4.3.3] Αλλά μόλις ξημέρωσε, βλέπουν κάπου στην απέναντι μεριά του ποταμού ιππείς οπλισμένους, που φαίνονταν πως είχαν σκοπό να τους εμποδίσουν να διαβούν. Είδαν ακόμα πεζούς, που ήταν παραταγμένοι σε υψώματα, πιο πάνω από τους ιππείς, για να τους εμποδίσουν να μπουν στην Αρμενία. [4.3.4] Αυτοί ήταν Αρμένιοι και Μάρδοι και Χαλδαίοι, μισθοφόροι του Ορόντα και του Αρτούχα. Για τους Χαλδαίους έλεγαν πως ήταν ελεύθεροι και γενναίοι και είχαν για όπλα μεγάλες ασπίδες, από κλωνάρια λυγαριάς, και λόγχες. [4.3.5] Αυτά τα υψώματα, όπου ήταν παραταγμένοι οι ιππείς, απείχαν από τον ποταμό τρία ως τέσσερα πλέθρα. Και μονάχα ένας δρόμος φαινόταν που οδηγούσε προς τα πάνω, και έμοιαζε να είναι φτιαγμένος από χέρια ανθρώπων. Απ᾽ αυτό το μέρος προσπαθούσαν οι Έλληνες να περάσουν τον ποταμό. [4.3.6] Μα καθώς προσπαθούσαν, έβλεπαν πως το νερό έφτανε πάνω από τα στήθια τους, κι ο ποταμός ήταν ανώμαλος, με λιθάρια μεγάλα και γλιστερά· ούτε μπορούσαν να κρατούν τα όπλα μέσα στο νερό, γιατί θα τα άρπαζε ο ποταμός. Αν πάλι έβαζαν τα όπλα στο κεφάλι τους, τότε θα έμεναν απροφύλαχτοι από τα βέλη κι απ᾽ όλα τ᾽ άλλα που τους έριχναν οι εχθροί. Γι᾽ αυτό αποσύρθηκαν και στρατοπέδεψαν κοντά στον ποταμό. [4.3.7] Εκεί όμως που βρίσκονταν αυτοί την προηγούμενη νύχτα, δηλαδή πάνω στο βουνό, έβλεπαν πως είχαν συγκεντρωθεί πολλοί οπλισμένοι Καρδούχοι. Και τότε ένιωσαν οι Έλληνες μεγάλη στενοχώρια, γιατί έβλεπαν από τη μια πως ο ποταμός ήταν δυσκολοπέραστος, από την άλλη πως βρίσκονταν άνθρωποι που θα τους εμπόδιζαν να τον περάσουν και πως οι Καρδούχοι σκόπευαν να τους επιτεθούν από πίσω, την ώρα που θα διάβαιναν. [4.3.8] Αυτή λοιπόν τη μέρα και τη νύχτα πέρασαν μέσα σε μεγάλη αμηχανία. Ο Ξενοφώντας όμως είδε ένα όνειρο: Του φάνηκε, λέει, πως ενώ ήταν δεμένος, τα δεσμά του μόνα χαλαρώθηκαν γύρω, και τέλος λύθηκαν και μπορούσε να περπατεί ελεύθερα. Όταν ξημέρωσε, έρχεται στο Χειρίσοφο και του λέει πως ελπίζει ότι θα πάνε καλά τα πράγματα, και του διηγείται το όνειρο. [4.3.9] Εκείνος ευχαριστήθηκε και μόλις γλυκοχάραζε η αυγή ήρθαν όλοι οι στρατηγοί κι έκαμαν θυσία. Κι οι θυσίες φαίνονταν καλές, από το πρώτο κιόλας σφαγμένο ζώο. Όταν οι στρατηγοί και οι λοχαγοί έφυγαν από τον τόπο της θυσίας, έδωσαν διαταγή στους στρατιώτες να κάτσουν για φαγητό. [4.3.10] Την ώρα που έτρωγε ο Ξενοφώντας, ήρθαν και τον βρήκαν τρέχοντας δυο νέοι. Γιατί όλοι ήξεραν πως είχαν το δικαίωμα να πάνε κοντά του, κι όταν εγευμάτιζε κι όταν δειπνούσε, και να τον ξυπνήσουν ακόμα, για να του πουν οτιδήποτε είχαν σχετικό με τον πόλεμο. [4.3.11] Του έλεγαν λοιπόν τότε πως έτυχε να μαζεύουν φρύγανα για ν᾽ ανάψουν φωτιά και ξεχώρισαν στην απέναντι μεριά του ποταμού, πάνω σε βράχους που έφταναν ως τα νερά του, ένα γέρο, μια γυναίκα και κάτι κοριτσάκια να βάζουν σακιά γεμάτα ρούχα σε μια πέτρα κουφαλωτή. [4.3.12] Όταν τα είδαν τους φάνηκε πως μπορούν να περάσουν τον ποταμό με ασφάλεια. Γιατί σ᾽ αυτό το μέρος δεν ήταν δυνατό να ζυγώσουν ούτε οι ιππείς των εχθρών. Είπαν λοιπόν πως έβγαλαν τα ρούχα τους και, κρατώντας τα ξίφη, άρχισαν να περνούν τον ποταμό γυμνοί, σαν να είχαν σκοπό να κολυμπήσουν. Προχώρησαν όμως και πέρασαν τον ποταμό χωρίς να βραχούν ούτε μέχρι τη μέση. Μόλις διάβηκαν τον ποταμό, πήραν τα ρούχα και ξαναγύρισαν. |