»Του Σωκράτη, συμπότες μου, να πώς θα επιχειρήσω να πλέξω το εγκώμιο: με παρομοιώσεις. Λοιπόν, ίσως αυτός βέβαια νομίσει, για να τον διακωμωδήσω· όμως η παρομοίωση θα γίνει με σκοπό την προσέγγιση της αλήθειας, όχι τη διακωμώδηση. Ισχυρίζομαι δηλαδή ότι νά, είναι όμοιος κι απαράλλαχτος μ᾽ ετούτους τους Σιληνούς [215b] που βλέπουμε στα εργαστήρια των γλυπτών, που τους φιλοτέχνησαν οι καλλιτέχνες καθισμένους, με σουραύλια ή φλογέρες στα χέρια· και που, αν τους ανοίξεις στα δυο, βλέπεις ότι στο εσωτερικό τους έχουν αγάλματα θεών. Ισχυρίζομαι μάλιστα ότι ετούτος είναι όμοιος με τον σάτυρο, τον Μαρσύα. Λοιπόν, Σωκράτη, ότι στην εξωτερική εμφάνιση είσαι όμοιος μ᾽ αυτούς, ούτε συ ο ίδιος, υποθέτω, θα το αμφισβητούσες· τώρα, ότι τους μοιάζεις και στ᾽ άλλα, άκουε τη συνέχεια: Έχεις υπεροψία· μήπως όχι; γιατί, αν δεν το παραδέχεσαι, θα παρουσιάσω μάρτυρες. Αλλά μήπως δεν είσαι αυλητής; Σίγουρα, και πολύ πιο εντυπωσιακός απ᾽ εκείνον. [215c] Γιατί εκείνος μάγευε τους ανθρώπους με τα μουσικά όργανα, με τη δύναμη της ανάσας του (κι ακόμα και τώρα όποιος παίζει με φλογέρα τους σκοπούς του —γιατί λέω ότι είναι του Μαρσύα οι σκοποί που έπαιζε με τη φλογέρα του ο Όλυμπος, ετούτος είναι ο δάσκαλος— λοιπόν οι σκοποί εκείνου, είτε τους παίζει με φλογέρα καλός αυλητής είτε αυλητρίδα του γλυκού νερού, από μόνοι τους φέρνουν τους ανθρώπους σε έκσταση και αποκαλύπτουν ποιοί νιώθουν μέσα τους την ανάγκη να καταφύγουν στους θεούς και τις μυσταγωγίες, επειδή οι σκοποί αυτοί είναι θεόσταλτοι). Εσύ όμως μόνο μια διαφορά έχεις απ᾽ εκείνον: χωρίς μουσικό όργανο, μόνο με σκέτες τις φράσεις σου προκαλείς το ίδιο [215d] ακριβώς αποτέλεσμα. Έξαφνα εμείς, όταν ακούμε κάποιον άλλο ν᾽ αγορεύει γι᾽ άλλα θέματα —κι ας είναι εξαιρετικά λαμπρός ρήτορας— όλοι μας σχεδόν μένουμε αδιάφοροι. Όμως, όταν κάποιος ακούει είτε εσένα είτε κι άλλον που λέει τα λόγια σου, ακόμα κι αν αυτός είναι τελείως τιποτένιος, ο ακροατής, θες γυναίκα, θες άντρας, θες παλικαράκι, εντυπωσιάζεται, κι εμείς το ίδιο, και εκστασιάζεται. Εγώ έξαφνα, συμπότες μου, αν δε κινδύνευα να δώσω την εντύπωση ότι είμαι τύφλα στο μεθύσι, θα ᾽παιρνα όρκο και θα σας έλεγα τί αναστάτωση έφεραν μέσα μου τα λόγια του και πόσο κι αυτή ακόμα [215e] τη στιγμή μ᾽ αναστατώνουν. Γιατί, οσάκις τον ακούω, πολύ πιο πολύ απ᾽ ό,τι των μυημένων στα μυστήρια των Κορυβάντων και η καρδιά μου χοροπηδά και τα δάκρυα κυλούν ποτάμι απ᾽ τα μάτια μου εξαιτίας των λόγων αυτουνού· μάλιστα βλέπω κι άλλους, πάμπολλους, να νιώθουν την ίδια αναστάτωση. Λοιπόν, όταν άκουα τον Περικλή κι άλλους λαμπρούς ρήτορες, έβρισκα βέβαια ότι μιλούν ωραία, αλλά δεν ένιωθα καμιά τέτοια αναστάτωση ούτε η ψυχή μου συνταραζόταν ούτε αγανακτούσε που είχα καταντήσει ανδράποδο, αλλά ετούτος ο Μαρσύας πολλές φορές [216a] μ᾽ έκανε να νιώθω έτσι, ώστε να πιστεύω πως δεν αξίζει να ζω στην κατάσταση που βρίσκομαι. Και δε θα μπορούσες να πεις, Σωκράτη, ότι αυτά είναι ψέματα. Νά, κι αυτή ακόμη τη στιγμή έχω τη συναίσθηση ότι, αν έσπευδα να γίνω ακροατής του, δε θ᾽ άντεχα, αλλά θ᾽ αναστατωνόμουνα στον ίδιο βαθμό. Γιατί μ᾽ αναγκάζει να παραδεχτώ ότι, ενώ ακόμη ο ίδιος έχω πάρα πολλές ελλείψεις, δε φροντίζω για τον εαυτό μου, αλλά χειρίζομαι τις υποθέσεις των Αθηναίων. Λοιπόν το βάζω στα πόδια, στανικά, βουλώνοντας τ᾽ αυτιά μου σα να ᾽ταν να ξεφύγω από τις Σειρήνες, για να μη γεράσω πριν την ώρα μου με το να κάθομαι στο ίδιο μέρος, στο πλευρό του. Και μ᾽ έκανε να νιώθω [216b] ετούτος, και μόνο αυτός απ᾽ όλο τον κόσμο, κάτι που κανένας δε θα πίστευε ότι υπάρχει μέσα μου: ντροπή, μπροστά στον οποιονδήποτε. Ε λοιπόν, νιώθω κι εγώ ντροπή, αλλά μόνο μπροστά σ᾽ αυτόν· γιατί έχω την επίγνωση πως δεν είμαι σε θέση να φέρω αντίρρηση ότι δεν είμαι υποχρεωμένος να εκτελέσω τις εντολές που μου δίνει· όμως, όταν ξεμακρύνω απ᾽ αυτόν, υποκύπτω στη μεγάλη δημοτικότητά μου. Δραπετεύω λοιπόν και προσπαθώ να τον αποφύγω· κι όταν τον δω, ντρέπομαι για τα όσα είχαμε συνομολογήσει. [216c] Κι έρχονται στιγμές που με χαρά θα τον έβλεπα να ᾽χει χαθεί απ᾽ τον κόσμο των ανθρώπων· αλλά πάλι, αν συνέβαινε αυτό, το ξέρω πολύ καλά ότι θα ᾽νιωθα πολύ πιο δυστυχισμένος· συμπέρασμα: δεν ξέρω τί να κάνω μ᾽ αυτό τον άνθρωπο.
|