ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ ΑΝ. Νά τος, πατέρα, έρχεται ο ξένος κατά δω,
1250μόνος του κι ασυνόδευτος, με μάτια βουρκωμένα,
βρύση τρέχει το δάκρυ του.
ΟΙ. Ποιός;
ΑΝ. Αυτός που ώρα τώρα μελετούσαμε, ο Πολυνείκης,
βρίσκεται εδώ, μπροστά μας.
ΠΟ. Πώς πρέπει αλήθεια να φερθώ; να κλάψω πρώτα
1255τα δικά μου βάσανα, αδελφές μου, ή τα πάθη βλέποντας
του γέροντα πατέρα μου;
Που εδώ τον βρίσκω, μαζί μ᾽ εσάς, σε ξένη χώρα εξόριστο,
μ᾽ αυτό το απαίσιο ρούχο, που η λέρα του φριχτή
1260γέρασε πάνω στο γέρικο κορμί του, και το μάρανε.
Πρόσωπο δίχως μάτια, και τα μαλλιά του αχτένιστα
τα παίρνει ο αγέρας. Παρόμοια φαίνεται και της ταλαίπωρης
κοιλιάς του η θρέψη.
Κι εγώ ο κατάρατος, που τα μαθαίνω όλα τόσο αργά,
1265ομολογώ, άλλος κανείς χειρότερος δεν φάνηκε στον κόσμο
από μένα, αφού του φέρθηκα όπως του φέρθηκα,
αδιάφορος για τη συντήρησή του.
Ολέθρια τα σφάλματά μου, δεν θα τ᾽ ακούσεις
από ξένο στόμα.
Αλλά στον θρόνο του Διός μαζί του κάθεται πονετική
η Αιδώς, για κάθε πράξη ανθρώπινη. Η λύπηση, πατέρα,
1270πλάι σου ας παρακαθήσει. Πολλά τα λάθη που έκανα,
δεν περισσεύουν άλλα. Όμως γιατί σωπαίνεις;
Μίλα, πατέρα, πες μου κάτι, μην αποστρέφεις
το πρόσωπό σου. Καμιά ανταπόκριση; έτσι αμίλητος
θα με περιφρονήσεις, θα με διώξεις; μήτε
τον λόγο της οργής σου δεν θα φανερώσεις;
1275Ω, σεις βλαστάρια του, αδελφές από το ίδιο αίμα,
εσείς τουλάχιστον κάντε κάτι, το στόμα του ο πατέρας μου
ν᾽ ανοίξει, που σφραγισμένο τώρα το κρατεί κι άφωνος
μένει· να μη μ᾽ αφήσει ατιμασμένο, δίχως μια λέξη να μου
πει, ικέτης είμαι του θεού.
1280ΑΝ. Καλύτερα να πεις εσύ, ταλαίπωρε, ποιά η ανάγκη
που σε φέρνει εδώ.
Γιατί ατσιγκούνευτα τα λόγια δίνουν τη μια φορά ευχαρίστηση,
δυσφορία την άλλη· άλλοτε συγκινούν, συχνά ωστόσο
βγάζουν κι απ᾽ τον αμίλητο φωνή.
|