Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΞΕΝΟΦΩΝ

Ἑλληνικά (3.4.1-3.4.6)

[3.4.1] Μετὰ δὲ ταῦτα Ἡρώδας τις Συρακόσιος ἐν Φοινίκῃ ὢν μετὰ ναυκλήρου τινός, καὶ ἰδὼν τριήρεις Φοινίσσας, τὰς μὲν καταπλεούσας ἄλλοθεν, τὰς δὲ καὶ αὐτοῦ πεπληρωμένας, τὰς δὲ καὶ ἔτι κατασκευαζομένας, προσακούσας δὲ καὶ τοῦτο, ὅτι τριακοσίας αὐτὰς δέοι γενέσθαι, ἐπιβὰς ἐπὶ τὸ πρῶτον ἀναγόμενον πλοῖον εἰς τὴν Ἑλλάδα ἐξήγγειλε τοῖς Λακεδαιμονίοις ὡς βασιλέως καὶ Τισσαφέρνους τὸν στόλον τοῦτον παρασκευαζομένων· ὅποι δὲ οὐδὲν ἔφη εἰδέναι. [3.4.2] ἀνεπτερωμένων δὲ τῶν Λακεδαιμονίων καὶ τοὺς συμμάχους συναγόντων καὶ βουλευομένων τί χρὴ ποιεῖν, Λύσανδρος νομίζων καὶ τῷ ναυτικῷ πολὺ περιέσεσθαι τοὺς Ἕλληνας καὶ τὸ πεζὸν λογιζόμενος ὡς ἐσώθη τὸ μετὰ Κύρου ἀναβάν, πείθει τὸν Ἀγησίλαον ὑποστῆναι, ἂν αὐτῷ δῶσι τριάκοντα μὲν Σπαρτιατῶν, εἰς δισχιλίους δὲ τῶν νεοδαμώδων, εἰς ἑξακισχιλίους δὲ τὸ σύνταγμα τῶν συμμάχων, στρατεύεσθαι εἰς τὴν Ἀσίαν. πρὸς δὲ τούτῳ τῷ λογισμῷ καὶ αὐτὸς συνεξελθεῖν αὐτῷ ἐβούλετο, ὅπως τὰς δεκαρχίας τὰς κατασταθείσας ὑπ᾽ ἐκείνου ἐν ταῖς πόλεσιν, ἐκπεπτωκυίας δὲ διὰ τοὺς ἐφόρους, οἳ τὰς πατρίους πολιτείας παρήγγειλαν, πάλιν καταστήσειε μετ᾽ Ἀγησιλάου. [3.4.3] ἐπαγγειλαμένου δὲ τοῦ Ἀγησιλάου τὴν στρατείαν, διδόασί τε οἱ Λακεδαιμόνιοι ὅσαπερ ᾔτησε καὶ ἑξαμήνου σῖτον. ἐπεὶ δὲ θυσάμενος ὅσα ἔδει καὶ τἆλλα καὶ τὰ διαβατήρια ἐξῆλθε, ταῖς μὲν πόλεσι διαπέμψας ἀγγέλους προεῖπεν ὅσους τε δέοι ἑκασταχόθεν πέμπεσθαι καὶ ὅπου παρεῖναι, αὐτὸς δ᾽ ἐβουλήθη ἐλθὼν θῦσαι ἐν Αὐλίδι, ἔνθαπερ ὁ Ἀγαμέμνων ὅτ᾽ εἰς Τροίαν ἔπλει ἐθύετο. [3.4.4] ὡς δ᾽ ἐκεῖ ἐγένετο, πυθόμενοι οἱ βοιώταρχοι ὅτι θύοι, πέμψαντες ἱππέας τοῦ τε λοιποῦ εἶπαν μὴ θύειν καὶ οἷς ἐνέτυχον ἱεροῖς τεθυμένοις διέρριψαν ἀπὸ τοῦ βωμοῦ. ὁ δ᾽ ἐπιμαρτυράμενος τοὺς θεοὺς καὶ ὀργιζόμενος, ἀναβὰς ἐπὶ τὴν τριήρη ἀπέπλει. ἀφικόμενος δὲ ἐπὶ Γεραστόν, καὶ συλλέξας ἐκεῖ ὅσον ἐδύνατο τοῦ στρατεύματος πλεῖστον, εἰς Ἔφεσον τὸν στόλον ἐποιεῖτο.
[3.4.5] Ἐπεὶ δὲ ἐκεῖσε ἀφίκετο, πρῶτον μὲν Τισσαφέρνης πέμψας ἤρετο αὐτὸν τίνος δεόμενος ἥκοι. ὁ δ᾽ εἶπεν αὐτονόμους καὶ τὰς ἐν τῇ Ἀσία πόλεις εἶναι, ὥσπερ καὶ τὰς ἐν τῇ παρ᾽ ἡμῖν Ἑλλάδι. πρὸς ταῦτ᾽ εἶπεν ὁ Τισσαφέρνης· Εἰ τοίνυν θέλεις σπείσασθαι ἕως ἂν ἐγὼ πρὸς βασιλέα πέμψω, οἶμαι ἄν σε ταῦτα διαπραξάμενον ἀποπλεῖν, εἰ βούλοιο. Ἀλλὰ βουλοίμην ἄν, ἔφη, εἰ μὴ οἰοίμην γε ὑπὸ σοῦ ἐξαπατᾶσθαι. Ἀλλ᾽ ἔξεστιν, ἔφη, σοὶ τούτων πίστιν λαβεῖν ἦ μὴν ἀδόλως ... σοῦ πράττοντος ταῦτα ἡμᾶς μηδὲν τῆς σῆς ἀρχῆς ἀδικήσειν ἐν ταῖς σπονδαῖς. [3.4.6] ἐπὶ τούτοις ῥηθεῖσι Τισσαφέρνης μὲν ὤμοσε τοῖς πεμφθεῖσι πρὸς αὐτὸν Ἡριππίδᾳ καὶ Δερκυλίδᾳ καὶ Μεγίλλῳ ἦ μὴν πράξειν ἀδόλως τὴν εἰρήνην, ἐκεῖνοι δὲ ἀντώμοσαν ὑπὲρ Ἀγησιλάου Τισσαφέρνει ἦ μὴν ταῦτα πράττοντος αὐτοῦ ἐμπεδώσειν τὰς σπονδάς. ὁ μὲν δὴ Τισσαφέρνης ἃ ὤμοσεν εὐθὺς ἐψεύσατο· ἀντὶ γὰρ τοῦ εἰρήνην ἔχειν στράτευμα πολὺ παρὰ βασιλέως πρὸς ᾧ εἶχε πρόσθεν μετεπέμπετο. Ἀγησίλαος δέ, καίπερ αἰσθανόμενος ταῦτα, ὅμως ἐπέμενε ταῖς σπονδαῖς.

[3.4.1] Λίγον καιρό αργότερα κάποιος Ηρώδας από τις Συρακούσες, που βρισκόταν στη Φοινίκη μ᾽ έναν πλοιοκτήτη, είδε φοινικικά πολεμικά να ᾽ναι κιόλας εκεί επανδρωμένα, κάποια να ᾽ρχονται από άλλα μέρη και κάποια ν᾽ αρματώνονται ακόμα, κι άκουσε κι ότι προορίζονταν να φτάσουν συνολικά τα τριακόσια. Τότε πήρε το πρώτο καράβι που ᾽φευγε για την Ελλάδα κι ειδοποίησε τους Λακεδαιμονίους ότι ο Βασιλεύς κι ο Τισσαφέρνης ήταν που ετοίμαζαν αυτή τη δύναμη — ιδέα όμως δεν είχε για ποιόν σκοπό.
[3.4.2] Οι Λακεδαιμόνιοι ταράχτηκαν, φώναξαν τους συμμάχους κι άρχισαν να συσκέπτονται τί έπρεπε να κάνουν. Ο Λύσανδρος πίστευε πως και στο ναυτικό θα είχαν μεγάλη υπεροχή οι Έλληνες, κι όσο για το πεζικό είχε υπόψη του με ποιόν τρόπο σώθηκε εκείνο που είχε εκστρατεύσει μαζί με τον Κύρο· έπεισε λοιπόν τον Αγησίλαο να προτείνει να εκστρατεύσει στην Ασία, αρκεί να του δώσουν τριάντα Σπαρτιάτες, ώς δύο χιλιάδες νεοδαμώδεις κι ώς έξι χιλιάδες από τις συμμαχικές δυνάμεις. Χώρια απ᾽ αυτές του τις σκέψεις, ο Λύσανδρος ήθελε να πάει κι ο ίδιος μαζί με τον Αγησίλαο, ώστε με τη βοήθειά του να φέρει ξανά στην εξουσία τις Δεκαρχίες που είχε εγκαθιδρύσει εκείνος στις πόλεις και που κατήργησαν κατόπιν οι έφοροι, όταν είχαν διατάξει ν᾽ αποκατασταθούν τα πατροπαράδοτα πολιτεύματα.
[396 π.Χ.]
[3.4.3] Όταν ο Αγησίλαος προσφέρθηκε ν᾽ αναλάβει την εκστρατεία, οι Λακεδαιμόνιοι του ᾽δωσαν όλα όσα ζήτησε, καθώς και τροφοδοσία για έξι μήνες. Τότε εκείνος έκανε όλες τις πρεπούμενες θυσίες —ανάμεσα στις άλλες κι αυτές που συνηθίζονται στο διάβα των συνόρων— και ξεκίνησε, στέλνοντας αγγελιαφόρους στις πόλεις να μηνύσουν πόσους στρατιώτες έπρεπε να δώσει η καθεμιά και πού έπρεπε να παρουσιαστούν. Ο ίδιος θέλησε να πάει να κάνει θυσία στην Αυλίδα, όπως είχε κάνει κι ο Αγαμέμνων πριν βάλει πλώρη για την Ασία. [3.4.4] Μόλις όμως έφτασε εκεί κι έμαθαν οι Βοιώταρχοι ότι θυσίαζε, έστειλαν ιππείς που όχι μόνο τον πρόσταξαν να σταματήσει, αλλά και πέταξαν χάμω τα θυσιασμένα κιόλας εντόσθια που βρήκαν πάνω στον βωμό. Ο Αγησίλαος, οργισμένος, επικαλέστηκε τη μαρτυρία των θεών, επιβιβάστηκε στο πλοίο του κι έφυγε. Από κει πήγε στον Γεραιστό, όπου συγκέντρωσε όσο στρατό μπόρεσε κι έκανε πανιά για την Έφεσο.
[3.4.5] Μόλις έφτασε εκεί, ο Τισσαφέρνης έστειλε αμέσως να τον ρωτήσει για ποιόν λόγο ήρθε. Εκείνος είπε: «Να γίνουν ανεξάρτητες οι πόλεις της Ασίας, όπως είναι και στην υπόλοιπη Ελλάδα». Σ᾽ αυτό αποκρίθηκε ο Τισσαφέρνης: «Τότε, αν συμφωνείς να κάνουμε ανακωχή ώσπου ν᾽ αναφερθώ στον Βασιλέα, νομίζω ότι θα μπορέσεις να το πετύχεις αυτό κι έπειτα, αν θέλεις, να φύγεις». «Θα συμφωνούσα», απάντησε ο Αγησίλαος, «αν δεν φοβόμουν μη με γελάσεις». «Μα μπορώ να σου εγγυηθώ ότι θα φερθώ στ᾽ αλήθεια τίμια». «Τότε κι εγώ μπορώ να σου εγγυηθώ ότι, αν φερθείς στ᾽ αλήθεια τίμια, εμείς καθόλου δεν θα πειράξουμε τα εδάφη σου όσο έχουμε ανακωχή».
[3.4.6] Αφού συμφωνήθηκαν αυτά, ο Τισσαφέρνης ορκίστηκε μπροστά στους απεσταλμένους του Αγησιλάου —τον Ηριππίδα, τον Δερκυλίδα και τον Μέγιλλο— ότι θα διαπραγματευόταν τίμια την ειρήνη, κι εκείνοι πάλι ορκίστηκαν στον Τισσαφέρνη για λογαριασμό του Αγησιλάου, ότι εφόσον το ᾽κανε αυτό θα σεβόταν κι ο Αγησίλαος την ανακωχή. Ο Τισσαφέρνης, από τη μεριά του, παραβίασε αμέσως τον όρκο του, γιατί αντί να φροντίσει να διατηρήσει την ειρήνη έστειλε να ζητήσει από τον Βασιλέα ενισχύσεις για τον στρατό του. Ο Αγησίλαος πάλι, αν και τα μάθαινε αυτά, έμεινε μολοντούτο πιστός στην ανακωχή.