ΒΔΕ. Ένα άλλο τώρα· σα βρεθείς σε κύκλο
ανθρώπων και ξυπνών και μορφωμένων,
θα ξέρεις να μιλήσεις όπως πρέπει;
ΦΙΛ. Και βέβαια. ΒΔΕ. Πώς; ΦΙΛ. Μπα! Πλήθος ιστορίες.
Πώς τις αμόλα η Λάμια σαν την πιάσαν,
ο Καρδοπίωνας πώς προς τη μαμά του…
ΒΔΕ. Καλέ όχι μύθους· πες μου αν ξέρεις λόγους
1180κοινωνικούς, που ανιστορούν στα σπίτια.
ΦΙΛ. Και βέβαια· σπιτικότατους· ορίστε:
Ήταν ένα ποντίκι και μια γάτα.
ΒΔΕ. Βρε θα μιλάς για γάτες και ποντίκια
μπροστά σε τέτοιον κόσμο; Είσαι χωριάτης
κι αμόρφωτος, σαν που είπε κι ο Θεογένης
σε κάποιον σκουπιδιάρη, βρίζοντάς τον.
ΦΙΛ. Μα τότε τί; ΒΔΕ. Ιστορίες με μεγαλείο·
πώς με τον Αντροκλή και τον Κλεισθένη
σε τελετή είχες πάει, απεσταλμένος.
ΦΙΛ. Και πότε πήγα απεσταλμένος; Μόνο
στην Πάρο, για να πάρω δυο πεντάρες.
1190ΒΔΕ. Τουλάχιστο να πεις πώς παραβγήκε
σε αγώνα ο Εφουδίωνας παγκρατίου
με τον Ασκώνδα· γέρος πια, ασπρομάλλης,
και πήγε ωραία· γερά είχε, βλέπεις, χέρια,
λαγγόνια και πλευρά· θώρακα πρώτης.
ΦΙΛ. Μη λες βλακείες· μπορείς ποτέ να κάνεις
παγκράτιο μες στο θώρακα στηριγμένος;
ΒΔΕ. Έτσι ιστορούνε πάντα οι μορφωμένοι.
Και τώρα έν᾽ άλλο· στο τραπέζι απάνω
ποιά θα ᾽χεις να τους πεις γενναία σου πράξη,
1200σαν ήσουν νέος; ΦΙΛ. Η πιο γενναία μου τούτη:
απ᾽ του Εργασίωνα κάποτε τ᾽ αμπέλι
έκλεψα τ᾽ αντιστύλια των κλημάτων.
ΒΔΕ. Βρε τί αντιστύλια; θα με σκάσεις· πρέπει
για κάποιο σου κυνήγι να μιλήσεις,
για λαγό, γι᾽ αγριογούρουνο, ότι ακόμα
σε λαμπαδηδρομία έλαβες μέρος·
για κάτι τολμηρό. ΦΙΛ. Ω, αν πεις για τόλμη!
Εγώ, μικρός παλικαράκι ακόμα,
κυνήγησα το Φάυλλο, το δρομέα,
με… μήνυσή μου —με είχε, βλέπεις, βρίσει—
και κέρδισα τη δίκη με δυο ψήφους.
ΒΔΕ. Πάψε, να ζεις· ξαπλώσου τώρα χάμω,
να γυμναστείς πώς θα φερθείς, σα θα είσαι
με κόσμο καθώς πρέπει, σε συμπόσιο.
1210ΦΙΛ. Πώς να ξαπλώσω; Πες λοιπόν. ΒΔΕ. Με ευπρέπεια.
ΦΙΛ. Έτσι; ΒΔΕ. Κάθε άλλο. ΦΙΛ. Πώς; εξήγησέ μου.
ΒΔΕ. Τα γόνατα απλωτά, σαν που διδάσκουν
στα γυμναστήρια, με άνεση και χάρη.
Αφού ο Φιλοκλέωνας πήρε καλή στάση, και σα να βρίσκονται κιόλας σε αρχοντόσπιτο.
Πες έναν καλό λόγο για τα βάζα,
για τις κουρτίνες, κοίτα το ταβάνι.
Νερό στα χέρια! Μέσα τα τραπέζια!
Δειπνούμε πια· πλυθήκαμε· και τώρα,
σπονδές! ΦΙΛ. Μα τί; Σα σε όνειρο θα τρώμε;
|