Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας
Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7
ΞΕΝΟΦΩΝ
Κύρου Ἀνάβασις (4.2.17-4.2.28)
[4.2.17] Καὶ ἐν τούτῳ τῷ χρόνῳ ἦλθεν Ἀρχαγόρας ὁ Ἀργεῖος πεφευγὼς καὶ λέγει ὡς ἀπεκόπησαν ἀπὸ τοῦ λόφου καὶ ὅτι τεθνᾶσι Κηφισόδωρος καὶ Ἀμφικράτης καὶ ἄλλοι ὅσοι μὴ ἁλόμενοι κατὰ τῆς πέτρας πρὸς τοὺς ὀπισθοφύλακας ἀφίκοντο. [4.2.18] ταῦτα δὲ διαπραξάμενοι οἱ βάρβαροι ἧκον ἐπ᾽ ἀντίπορον λόφον τῷ μαστῷ· καὶ ὁ Ξενοφῶν διελέγετο αὐτοῖς δι᾽ ἑρμηνέως περὶ σπονδῶν καὶ τοὺς νεκροὺς ἀπῄτει. [4.2.19] οἱ δὲ ἔφασαν ἀποδώσειν ἐφ᾽ ᾧ μὴ καίειν τὰς οἰκίας. συνωμολόγει ταῦτα ὁ Ξενοφῶν. ἐν ᾧ δὲ τὸ μὲν ἄλλο στράτευμα παρῄει, οἱ δὲ ταῦτα διελέγοντο, πάντες οἱ ἐκ τούτου τοῦ τόπου συνερρύησαν· †ἐνταῦθα ἵσταντο οἱ πολέμιοι†. [4.2.20] καὶ ἐπεὶ ἤρξαντο καταβαίνειν ἀπὸ τοῦ μαστοῦ πρὸς τοὺς ἄλλους ἔνθα τὰ ὅπλα ἔκειντο, ἵεντο δὴ οἱ πολέμιοι πολλῷ πλήθει καὶ θορύβῳ· καὶ ἐπεὶ ἐγένοντο ἐπὶ τῆς κορυφῆς τοῦ μαστοῦ ἀφ᾽ οὗ Ξενοφῶν κατέβαινεν, ἐκυλίνδουν πέτρους· καὶ ἑνὸς μὲν κατέαξαν τὸ σκέλος, Ξενοφῶντα δὲ ὁ ὑπασπιστὴς ἔχων τὴν ἀσπίδα ἀπέλιπεν· [4.2.21] Εὐρύλοχος δὲ Λουσιεὺς [Ἀρκὰς] προσέδραμεν αὐτῷ ὁπλίτης, καὶ πρὸ ἀμφοῖν προβεβλημένος ἀπεχώρει, καὶ οἱ ἄλλοι πρὸς τοὺς συντεταγμένους ἀπῆλθον. |
[4.2.17] Στο μεταξύ, ήρθε ο Αρχαγόρας ο Αργίτης λαχανιασμένος και λέει πως τους έδιωξαν από το λόφο και πως σκοτώθηκαν ο Κηφισόδωρος και ο Αμφικράτης, καθώς κι οι άλλοι όσοι δεν πήδησαν από το βράχο, για να πάνε εκεί που βρίσκονταν οι στρατιώτες της οπισθοφυλακής. [4.2.18] Όταν τα έκαμαν αυτά οι βάρβαροι, πήγαν σ᾽ ένα λόφο που ήταν απέναντι στον τρίτο. Ο Ξενοφώντας τότε συζητούσε μαζί τους με διερμηνέα για ανακωχή και απαιτούσε να του δώσουν τους νεκρούς. [4.2.19] Εκείνοι είπαν πως θα τους παραδώσουν, με τον όρο να μην καίνε τα σπίτια τους. Τα δέχτηκε αυτά ο Ξενοφώντας. Την ώρα όμως που περνούσε το άλλο στράτευμα, κι εκείνοι έκαναν αυτήν τη συζήτηση, όλοι οι εχθροί που ήταν στα γύρω μέρη μαζεύτηκαν εκεί. [4.2.20] Και μόλις οι Έλληνες άρχισαν να κατεβαίνουν από το λόφο στο πεδινό μέρος που είχαν στρατοπεδέψει οι άλλοι, τότε οι εχθροί όρμησαν με μεγάλο πλήθος και θόρυβο. Όταν έφτασαν στην κορυφή του λόφου απ᾽ όπου κατέβαινε ο Ξενοφώντας, άρχισαν να κυλάνε πέτρες. Κάποιου μάλιστα του έσπασαν το πόδι, ενώ τον Ξενοφώντα τον άφησε κι έφυγε ο υπασπιστής που του κρατούσε την ασπίδα. [4.2.21] Ένας οπλίτης όμως, ο Ευρύλοχος, από τους Λουσούς (της Αρκαδίας), έτρεξε κοντά του και υποχωρούσε προτείνοντας την ασπίδα έτσι, ώστε να προφυλάει και τους δυο. Και οι άλλοι πήγαν κοντά σ᾽ εκείνους που βρίσκονταν συνταγμένοι. |