Ξάπλωσε και είπε: «Ως εδώ καλά, παίδες· γιατί μου φαίνεστε ξεμέθυστοι. Λοιπόν, δε θα σας αφήσω ήσυχους, αλλά εμπρός, πιοτό! Αυτή δεν ήταν η συμφωνία μας; Λοιπόν, ανακηρύσσω άρχοντα στο πιοτό, για όση ώρα εσείς πιείτε όσο σηκώνετε, την αφεντιά μου. Έλα, Αγάθων, φέρτε μου, αν βρίσκεται κανένα μεγάλο ποτήρι. Μάλλον όμως δε μας χρειάζεται· “πιάσε, παιδί, εκείνη τη μπουζιέρα ”, φώναξε, καθώς είδε [214a] ότι χωρούσε δύο λίτρες και βάλε. Είπε να τη γεμίσουν και πρώτος ο ίδιος την ήπιε ως τον πάτο, έπειτα πρόσταξε να τη γεμίσουν για τον Σωκράτη λέγοντας: «Η μηχανή που έστησα, φίλοι, δεν πιάνει τον Σωκράτη· γιατί, όσο κι αν του βάλεις να πιει, θα τ᾽ αδειάσει ως τον πάτο κι αποκλείεται να μεθύσει». Λοιπόν ο υπηρέτης γέμισε τη μπουζιέρα κι ο Σωκράτης έπινε· κι ο Ερυξίμαχος είπε: «Τί κάνουμε τώρα, Αλκιβιάδη; [214b] καθόμαστε χωρίς να λέμε τίποτε πάνω στο ποτήρι κι ούτε πιάνουμε και κανένα τραγούδι, αλλά, ίδια και απαράλλακτα με τους διψασμένους, θα πίνουμε;» Κι ο Αλκιβιάδης του αποκρίθηκε: «Χαίρε Ερυξίμαχε, υπέροχε γιε υπέροχου και πρώτου στη σωφροσύνη πατέρα!». «Αντιχαιρετώ σε, του φώναξε ο Ερυξίμαχος· αλλά τί κάνουμε τώρα;» «Ό,τι προστάξεις εσύ· γιατί σου οφείλουμε υπακοή, τι ένας γιατρός αξίζει σίγουρα πολλούς ανθρώπους άλλους· λοιπόν περιμένουμε τη συνταγή σου». «Άκουσε λοιπόν, είπε ο Ερυξίμαχος· εμείς, πριν καταφτάσεις εσύ, πήραμε απόφαση, ο καθένας μας με τη σειρά του, αρχίζοντας απ᾽ τ᾽ αριστερά και προχωρώντας προς τα δεξιά, ν᾽ αναλάβει να μιλήσει [214c] για τον Έρωτα όσο μπορεί ωραιότερα και να του πλέξει εγκώμιο. Λοιπόν, εμείς οι άλλοι όλοι μιλήσαμε· εσύ τώρα, επειδή δεν έχεις μιλήσει κι άδειασες το ποτήρι σου, υποχρεούσαι να μιλήσεις· μίλησε, και κατόπι δώσε παραγγελία στον Σωκράτη, όποια θέλεις, κι αυτός να κάνει το ίδιο σ᾽ αυτόν που ξαπλώνει δεξιά του και ούτω καθεξής». «Αλλά, είπε ο Αλκιβιάδης, Ερυξίμαχε, δε λέω, καλά τα λες, όμως είναι άδικο να βάζεις έναν μεθυσμένο να παραβγαίνει ξεμέθυστους σε επίδειξη λόγων. Κι ακόμη, καλότυχε, δίνεις πίστη σ᾽ όσα [214d] ο Σωκράτης είπε τώρα δα ή ξέρεις κι εσύ ότι η αλήθεια είναι διαμετρικά αντίθετη απ᾽ ό,τι έλεγε; Γιατί ετούτος, αν εγώ πλέξω μπροστά του το εγκώμιο θεού ή ανθρώπου άλλου απ᾽ αυτόν, δε θα διστάσει να με καταχεριάσει». «Σώπασε επιτέλους!», είπε ο Σωκράτης. «Μα τον Ποσειδώνα, είπε ο Αλκιβιάδης, σταμάτα αυτή την κουβέντα, γιατί εγώ μπροστά σου δε θα δοκίμαζα να εγκωμιάσω κανένα άλλον». «Αλλά κάνε κάτι άλλο, είπε ο Ερυξίμαχος, αν το προτιμάς· εγκωμίασε τον Σωκράτη». [214e] «Τί είπες; είπε ο Αλκιβιάδης· νομίζεις, Ερυξίμαχε, ότι αυτό βολεύει καλύτερα; Να του ριχτώ και να τον τιμωρήσω μπροστά σας;» «Ε συ, είπε ο Σωκράτης, τί σχεδιάζεις; να μου κάνεις εγκώμιο για γελοιοποίηση; τί άλλο;» «Θα καταθέσω την αλήθεια. Τώρα, εσύ μου δίνεις το ελεύτερο;» «Αλλά, αν είναι να πεις την αλήθεια, είπε ο Σωκράτης, σου δίνω το ελεύτερο και σε προτρέπω να μιλήσεις». «Άρχισα κιόλας, είπε ο Αλκιβιάδης. Κι απ᾽ τη μεριά σου εσύ κάνε το εξής: αν κάτι απ᾽ τα λεγόμενά μου δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια, διάκοψέ με και πάρε το λόγο, παρακαλώ και πες ότι “Αλκιβιάδη, εδώ λες ψέματα”· γιατί δε θα πω ψέμα —κανένα!— [215a] από πρόθεση. Αν όμως, προσπαθώντας να τ᾽ ανακαλέσω στη μνήμη μου, τα πω μπερδεύοντας τη σειρά τους, μην παραξενευτείς· δεν είναι εύκολο δα ν᾽ αραδιάσω με άνεση και την κανονική της σειρά την ανήκουστη παραξενιά σου, στην κατάσταση που βρίσκομαι».
|