Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ (1211-1248)

ΣΤΑΣΙΜΟΝ Γ΄


ΧΟ. ὅστις τοῦ πλέονος μέρους [στρ.]
χρῄζει τοῦ μετρίου παρεὶς
ζώειν, σκαιοσύναν φυλάσ-
σων ἐν ἐμοὶ κατάδηλος ἔσται.
1215 ἐπεὶ πολλὰ μὲν αἱ μακραὶ
ἁμέραι κατέθεντο δὴ
λύπας ἐγγυτέρω, τὰ τέρ-
ποντα δ᾽ οὐκ ἂν ἴδοις ὅπου,
ὅταν τις ἐς πλέον πέσῃ
1220 τοῦ δέοντος· ὁ δ᾽ ἐπίκουρος ἰσοτέλεστος,
Ἄϊδος ὅτε μοῖρ᾽ ἀνυμέναιος
ἄλυρος ἄχορος ἀναπέφηνε,
θάνατος ἐς τελευτάν.

μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νι- [αντ.]
1225 κᾷ λόγον· τὸ δ᾽, ἐπεὶ φανῇ,
βῆναι κεῖσ᾽ ὁπόθεν περ ἥ-
κει πολὺ δεύτερον ὡς τάχιστα.
ὡς εὖτ᾽ ἂν τὸ νέον παρῇ
1230 κούφας ἀφροσύνας φέρον,
τίς πλάγχθη πολὺ μόχθος ἔ-
ξω; τίς οὐ καμάτων ἔνι;
φθόνος, στάσεις, ἔρις, μάχαι
1235 καὶ φόνοι· τό τε κατάμεμπτον ἐπιλέλογχε
πύματον ἀκρατὲς ἀπροσόμιλον
γῆρας ἄφιλον, ἵνα πρόπαντα
κακὰ κακῶν ξυνοικεῖ.

ἐν ᾧ τλάμων ὅδ᾽, οὐκ ἐγὼ μόνος· [επωδ.]
1240 πάντοθεν βόρειος ὥς τις ἀκτὰ
κυματοπλὴξ χειμερία κλονεῖται,
ὣς καὶ τόνδε κατ᾽ ἄκρας
δειναὶ κυματοαγεῖς
ἆται κλονέουσιν ἀεὶ ξυνοῦσαι,
1245 αἱ μὲν ἀπ᾽ ἀελίου δυσμᾶν,
αἱ δ᾽ ἀνατέλλοντος,
αἱ δ᾽ ἀνὰ μέσσαν ἀκτῖν᾽,
αἱ δ᾽ ἐννυχιᾶν ἀπὸ Ῥιπᾶν.

ΣΤΑΣΙΜΟ ΤΡΙΤΟ


Όποιος ορέγεται να ζήσει
κι άλλο, κι άλλο, και δεν του φτάνει
η μετρημένη του ζωή,
αυτόν εγώ, μα την αλήθεια,
τον έχω για πολύ μωρό.
1215Γιατί οι πολλές ημέρες που μακραίνουν
φέρνουν τις λύπες πιο κοντά·
χαρές δεν πρόκειται να δεις
όπου η ζωή τραβάει σε μάκρος,
πέρα απ᾽ το θεμιτό της μέτρο.
1220Λυτρωτικός, μ᾽ όλους ισότιμος,
όταν σημάνει η ώρα του Άδη,
προβάλλει ο θάνατος,
και γράφει τέλος σε γάμους,
μουσικές, χορούς.

Το να μην έχεις γεννηθεί,
1225αυτό είναι το καλύτερο·
το δεύτερο καλό, αν έχεις
γεννηθεί, να πας το γρηγορότερο
εκεί απ᾽ όπου βγήκες.
Γιατί, μόλις περάσει η πρώτη νιότη,
1230με την ανέμελή της αφροσύνη,
ποιός, πες μου, ποιός μόχθος απέξω μένει;
ποιός κάματος δεν μπαίνει στη ζωή μας;
Φθόνος και στάσεις, μαλώματα και μάχες,
1235φόνοι, και τελευταίο εκείνο το επονείδιστο,
τα γηρατειά· άνευρα, άφιλα, ασυντρόφευτα,
όπου του κόσμου τα χειρότερα
κακά συγκατοικούν.

Μοίρα κι αυτού του δύστυχου
τα γηρατειά, όχι δική μου μόνο.
Πώς βορινό ακρωτήρι, ανεμικές 1240
και κύματα από παντού το δέρνουν,
έτσι κι αυτόν, αδιάκοπες
οι φοβερές του συμφορές,
τον συγκλονίζουν κυματόπληκτες
και κατακόρυφες.
1245Άλλες από τη δύση, άλλες
απ᾽ την ανατολή, άλλες από τον νότο,
κι άλλες απ᾽ τα Ριπαία όρη κατεβαίνουν
του βορρά.


ΤΡΙΤΟ ΣΤΑΣΙΜΟ


ΧΟΡ. Όποιος ποθεί όλο και πιότερη ζωή
και το συνηθισμένο μέτρο τ᾽ αψηφά,
είναι για με ολοφάνερο
αναιστησία πως τον βαστά.
Γιατί σωριάζει η πολύχρονη η ζήση πολλά,
γειτονιά πιο κοντά με τον πόνο,
ενώ πού είναι η χαρά
δεν θα δεις πουθενά,
όσο πέφτει πιο πέρα κανείς
απ᾽ ό,τι ταιριάζει του ανθρώπου.
1220Μα επίκουρος για όλους κοινός
όταν ξεμπρόβαλ᾽ η ώρα του Άδη, χωρίς
υμεναίους, χορούς και τραγούδια,
είναι ο θάνατος τέλος.

Το πολύ πιο καλύτερο απ᾽ όλα θενά ᾽τανε
να μην είχε κανείς γεννηθεί,
ή μια που ήρθε στο φως,
να γυρνά κείθ᾽ όπου ήρθε μιαν ώρα πιο μπρος,
δεύτερο θα ᾽ταν και τούτο καλό·
γιατί όσο τα νιάτα βαστούνε, μαζί
1230μ᾽ όσες φέρνουν μωρίες ελαφρόμυαλες,
ποιός βαρύμοχθος πόνος έξω θα μείνει;
ποιά θα λείψουνε βάσανα;
Φθόνος, διχόνοιες, μαλώματα, πόλεμοι
και στερνός μάς φυλάγεται ο πιο
θεοκατάρατος κλήρος: τ᾽ ανήμπορα
γερατειά, τα παντέρημα κι άστρεγα,
που όλα μαζί τα κακά των κακών
για συγκάτοικους έχουν.

Μες σε τέτοια κι αυτός ο βαριόμοιρος
—κι όχι εμείς μοναχά—
καθώς ένα κατάγιαλο
1240βορεινό το χειμώνα
κυματόδερτο ολούθε τραντάζεται,
έτσι κι αυτόν κατακέφαλα
κυματομάνιστες άγριες φουρτούνες
ποτέ να τραντάζουν δεν παύουνε,
άλλη από κείθε που ο νήλιος βυθά,
άλλη από κει που χαράζει
άλλη από κει που φωτάει ολομεσήμερα
κι άλλη πέρ᾽ απ᾽ τα Ρίπαια τα βουνά
που ατέλειωτη νύχτα σκεπάζει.


ΤΡΙΤΟ ΣΤΑΣΙΜΟ


ΧΟΡ. Όποιος λαχταράει να ζήσει [στρ.]
πιότερο καιρό,
τον μέτριο καταφρονώντας,
αυτός κατά τη γνώμη μου είναι
φανερά τρελός.
Γιατί σιμότερα στη λύπη
η μακριά ζωή
πολλά απ᾽ τ᾽ ανθρώπινα έχει βάλει·
και πού η χαρά της ζήσης είναι
δε μπορείς να ιδείς,
άμα κανένας ζήσει απ᾽ όσο
θέλει πιο πολύ.
1220Κι όταν η μοίρα φανεί του Άδη
δίχως τραγούδι γάμου, δίχως
λύρα και χορό,
έρχεται ο κοινός ο Χάρος
τέλος λυτρωτής.

Να μην έλθει κανείς στον κόσμο [αντ.]
η πιο μεγάλη είν᾽ ευτυχία·
και το να πάει κείθε όπου ήρθε
το γληγορότερο, σαν βγήκε
στο φως, είναι πολύ πιο κάτω.
Γιατί, όταν πια πίσω του αφήσει
1230την αλαφρόμυαλη τη νιότη,
ποιός μέσα στη ζωή γυρίζει
και βρίσκετ᾽ έξω από τους πόνους;
Ποιός κόπος δεν τον συντροφεύει;
Μαλώματα κι αποστασίες,
πόλεμοι, σκοτωμοί και φθόνος·
και τελευταία κοντά στ᾽ άλλα
έρχουνται τα καταραμένα,
τ᾽ αμίλητ᾽ αδύναμα κι έρμα
γεράματα, που όλες οι μαύρες
τ᾽ ακολουθούνε δυστυχίες.

Έτσ᾽ υποφέρει κι ο δυστυχισμένος [επωδ.]
τούτος, όχι μονάχα εγώ. Όπως βράχος,
1240βορεινός και κυματοχτυπημένος
απ᾽ όλες τις μεριές, μες στο χειμώνα
τραντάζεται, έτσι δυνατά και τούτον
οι μαύρες συφορές σαν φουσκωμένα
κύματα τον χτυπούν, χωρίς να παύουν,
ερχάμενα άλλ᾽ από τη δύση κι άλλα
απ᾽ την ανατολή, τη μεσημβρία,
κι άλλ᾽ απ᾽ τα Ριπαία βουνά τα μαύρα.