Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΞΕΝΟΦΩΝ

Ἑλληνικά (3.3.1-3.3.11)

[3.3.1] Μετὰ δὲ τοῦτο Ἆγις ἀφικόμενος εἰς Δελφοὺς καὶ τὴν δεκάτην ἀποθύσας, πάλιν ἀπιὼν ἔκαμεν ἐν Ἡραίᾳ, γέρων ἤδη ὤν, καὶ ἀπηνέχθη μὲν εἰς Λακεδαίμονα ἔτι ζῶν, ἐκεῖ δὲ ταχὺ ἐτελεύτησε· καὶ ἔτυχε σεμνοτέρας ἢ κατὰ ἄνθρωπον ταφῆς. ἐπεὶ δὲ ὡσιώθησαν αἱ ἡμέραι, καὶ ἔδει βασιλέα καθίστασθαι, ἀντέλεγον περὶ βασιλείας Λεωτυχίδης, υἱὸς φάσκων Ἄγιδος εἶναι, Ἀγησίλαος δὲ ἀδελφός. [3.3.2] εἰπόντος δὲ τοῦ Λεωτυχίδου· Ἀλλ᾽ ὁ νόμος, ὦ Ἀγησίλαε, οὐκ ἀδελφὸν ἀλλ᾽ υἱὸν βασιλέως βασιλεύειν κελεύει· εἰ δὲ υἱὸς ὢν μὴ τυγχάνοι, ὁ ἀδελφός κα ὣς βασιλεύοι. Ἐμὲ ἂν δέοι βασιλεύειν. Πῶς, ἐμοῦ γε ὄντος; Ὅτι ὃν τὺ καλεῖς πατέρα, οὐκ ἔφη σε εἶναι ἑαυτοῦ. Ἀλλ᾽ ἡ πολὺ κάλλιον ἐκείνου εἰδυῖα μήτηρ καὶ νῦν ἔτι φησίν. Ἀλλὰ ὁ Ποτειδὰν ὡς μάλα σευ ψευδομένω κατεμήνυσεν ἐκ τοῦ θαλάμου ἐξελάσας σεισμῷ εἰς τὸ φανερὸν τὸν σὸν πατέρα. συνεμαρτύρησε δὲ ταῦτ᾽ αὐτῷ καὶ ὁ ἀληθέστατος λεγόμενος χρόνος εἶναι· ἀφ᾽ οὗ γάρ τοι ἔφυσέ ‹σε› καὶ ἐφάνη ἐν τῷ θαλάμῳ, δεκάτῳ μηνὶ ἐγένου. [3.3.3] οἱ μὲν τοιαῦτ᾽ ἔλεγον. Διοπείθης δέ, μάλα χρησμολόγος ἀνήρ, Λεωτυχίδῃ συναγορεύων εἶπεν ὡς καὶ Ἀπόλλωνος χρησμὸς εἴη φυλάξασθαι τὴν χωλὴν βασιλείαν. Λύσανδρος δὲ πρὸς αὐτὸν ὑπὲρ Ἀγησιλάου ἀντεῖπεν ὡς οὐκ οἴοιτο τὸν θεὸν τοῦτο κελεύειν φυλάξασθαι, μὴ προσπταίσας τις χωλεύσαι, ἀλλὰ μᾶλλον μὴ οὐκ ὢν τοῦ γένους βασιλεύσειε. παντάπασι γὰρ ἂν χωλὴν εἶναι τὴν βασιλείαν ὁπότε μὴ οἱ ἀφ᾽ Ἡρακλέους τῆς πόλεως ἡγοῖντο. [3.3.4] τοιαῦτα δὲ ἀκούσασα ἡ πόλις ἀμφοτέρων Ἀγησίλαον εἵλοντο βασιλέα.
Οὔπω δ᾽ ἐνιαυτὸν ὄντος ἐν τῇ βασιλείᾳ Ἀγησιλάου, θύοντος αὐτοῦ τῶν τεταγμένων τινὰ θυσιῶν ὑπὲρ τῆς πόλεως εἶπεν ὁ μάντις ὅτι ἐπιβουλήν τινα τῶν δεινοτάτων φαίνοιεν οἱ θεοί. ἐπεὶ δὲ πάλιν ἔθυεν, ἔτι δεινότερα ἔφη τὰ ἱερὰ φαίνεσθαι. τὸ τρίτον δὲ θύοντος, εἶπεν· Ὦ Ἀγησίλαε, ὥσπερ εἰ ἐν αὐτοῖς εἴημεν τοῖς πολεμίοις, οὕτω μοι σημαίνεται. ἐκ δὲ τούτου θύοντες καὶ τοῖς ἀποτροπαίοις καὶ τοῖς σωτῆρσι, καὶ μόλις καλλιερήσαντες, ἐπαύσαντο. ληγούσης δὲ τῆς θυσίας ἐντὸς πένθ᾽ ἡμερῶν καταγορεύει τις πρὸς τοὺς ἐφόρους ἐπιβουλὴν καὶ τὸν ἀρχηγὸν τοῦ πράγματος Κινάδωνα. [3.3.5] οὗτος δ᾽ ἦν καὶ τὸ εἶδος νεανίσκος καὶ τὴν ψυχὴν εὔρωστος, οὐ μέντοι τῶν ὁμοίων. ἐρομένων δὲ τῶν ἐφόρων πῶς φαίη τὴν πρᾶξιν ἔσεσθαι, εἶπεν ὁ εἰσαγγείλας ὅτι ὁ Κινάδων ἀγαγὼν αὐτὸν ἐπὶ τὸ ἔσχατον τῆς ἀγορᾶς ἀριθμῆσαι κελεύοι ὁπόσοι εἶεν Σπαρτιᾶται ἐν τῇ ἀγορᾷ. καὶ ἐγώ, ἔφη, ἀριθμήσας βασιλέα τε καὶ ἐφόρους καὶ γέροντας καὶ ἄλλους ὡς τετταράκοντα, ἠρόμην· Τί δή με τούτους, ὦ Κινάδων, ἐκέλευσας ἀριθμῆσαι; ὁ δὲ εἶπε· Τούτους, ἔφη, νόμιζέ σοι πολεμίους εἶναι, τοὺς δ᾽ ἄλλους πάντας συμμάχους πλέον ἢ τετρακισχιλίους ὄντας τοὺς ἐν τῇ ἀγορᾷ. ἐπιδεικνύναι δ᾽ αὐτὸν ἔφη ἐν ταῖς ὁδοῖς ἔνθα μὲν ἕνα, ἔνθα δὲ δύο πολεμίους ἀπαντῶντας, τοὺς δ᾽ ἄλλους ἅπαντας συμμάχους· καὶ ὅσοι δὴ ἐν τοῖς χωρίοις Σπαρτιατῶν τύχοιεν ὄντες, ἕνα μὲν πολέμιον τὸν δεσπότην, συμμάχους δ᾽ ἐν ἑκάστῳ πολλούς. [3.3.6] ἐρωτώντων δὲ τῶν ἐφόρων πόσους φαίη καὶ τοὺς συνειδότας τὴν πρᾶξιν εἶναι, λέγειν καὶ περὶ τούτου ἔφη αὐτὸν ὡς σφίσι μὲν τοῖς προστατεύουσιν οὐ πάνυ πολλοί, ἀξιόπιστοι δὲ συνειδεῖεν· αὐτοὶ μέντοι πᾶσιν ἔφασαν συνειδέναι καὶ εἵλωσι καὶ νεοδαμώδεσι καὶ τοῖς ὑπομείοσι καὶ τοῖς περιοίκοις· ὅπου γὰρ ἐν τούτοις τις λόγος γένοιτο περὶ Σπαρτιατῶν, οὐδένα δύνασθαι κρύπτειν τὸ μὴ οὐχ ἡδέως ἂν καὶ ὠμῶν ἐσθίειν αὐτῶν. [3.3.7] πάλιν οὖν ἐρωτώντων· Ὅπλα δὲ πόθεν ἔφασαν λήψεσθαι; τὸν δ᾽ εἰπεῖν ὅτι οἱ μὲν δήπου συντεταγμένοι ἡμῶν αὐτοὶ [ἔφασάν γε] ὅπλα κεκτήμεθα, τῷ δ᾽ ὄχλῳ, ἀγαγόντα εἰς τὸν σίδηρον ἐπιδεῖξαι αὐτὸν ἔφη πολλὰς μὲν μαχαίρας, πολλὰ δὲ ξίφη, πολλοὺς δὲ ὀβελίσκους, πολλοὺς δὲ πελέκεις καὶ ἀξίνας, πολλὰ δὲ δρέπανα. λέγειν δ᾽ αὐτὸν ἔφη ὅτι καὶ ταῦτα ὅπλα πάντ᾽ εἴη ὁπόσοις ἄνθρωποι καὶ γῆν καὶ ξύλα καὶ λίθους ἐργάζονται, καὶ τῶν ἄλλων δὲ τεχνῶν τὰς πλείστας τὰ ὄργανα ὅπλα ἔχειν ἀρκοῦντα, ἄλλως τε καὶ πρὸς ἀόπλους. πάλιν αὖ ἐρωτώμενος ἐν τίνι χρόνῳ μέλλοι ταῦτα πράττεσθαι, εἶπεν ὅτι ἐπιδημεῖν οἱ παρηγγελμένον εἴη. [3.3.8] ἀκούσαντες ταῦτα οἱ ἔφοροι ἐσκεμμένα τε λέγειν ἡγήσαντο αὐτὸν καὶ ἐξεπλάγησαν, καὶ οὐδὲ τὴν μικρὰν καλουμένην ἐκκλησίαν συλλέξαντες, ἀλλὰ συλλεγόμενοι τῶν γερόντων ἄλλος ἄλλοθι ἐβουλεύσαντο πέμψαι τὸν Κινάδωνα εἰς Αὐλῶνα σὺν ἄλλοις τῶν νεωτέρων καὶ κελεῦσαι ἥκειν ἄγοντα τῶν Αὐλωνιτῶν τέ τινας καὶ τῶν εἱλώτων τοὺς ἐν τῇ σκυτάλῃ γεγραμμένους. ἀγαγεῖν δὲ ἐκέλευον καὶ τὴν γυναῖκα, ἣ καλλίστη μὲν αὐτόθι ἐλέγετο εἶναι, λυμαίνεσθαι δ᾽ ἐῴκει τοὺς ἀφικνουμένους Λακεδαιμονίων καὶ πρεσβυτέρους καὶ νεωτέρους. [3.3.9] ὑπηρετήκει δὲ καὶ ἄλλ᾽ ἤδη ὁ Κινάδων τοῖς ἐφόροις τοιαῦτα. καὶ τότε δὴ ἔδοσαν τὴν σκυτάλην ἐκείνῳ, ἐν ᾗ γεγραμμένοι ἦσαν οὓς ἔδει συλληφθῆναι. ἐρομένου δὲ τίνας ἄγοι μεθ᾽ ἑαυτοῦ τῶν νέων, Ἴθι, ἔφασαν, καὶ τὸν πρεσβύτατον τῶν ἱππαγρετῶν κέλευέ σοι συμπέμψαι ἓξ ἢ ἑπτὰ οἳ ἂν τύχωσι παρόντες. ἐμεμελήκει δὲ αὐτοῖς ὅπως ὁ ἱππαγρέτης εἰδείη οὓς δέοι πέμπειν, καὶ οἱ πεμπόμενοι εἰδεῖεν ὅτι Κινάδωνα δέοι συλλαβεῖν. εἶπον δὲ καὶ τοῦτο τῷ Κινάδωνι, ὅτι πέμψοιεν τρεῖς ἁμάξας, ἵνα μὴ πεζοὺς ἄγωσι τοὺς ληφθέντας, ἀφανίζοντες ὡς ἐδύναντο μάλιστα ὅτι ἐφ᾽ ἕνα ἐκεῖνον ἔπεμπον. [3.3.10] ἐν δὲ τῇ πόλει οὐ συνελάμβανον αὐτόν, ὅτι τὸ πρᾶγμα οὐκ ᾔδεσαν ὁπόσον τὸ μέγεθος εἴη, καὶ ἀκοῦσαι πρῶτον ἐβούλοντο τοῦ Κινάδωνος οἵτινες εἶεν οἱ συμπράττοντες, πρὶν αἰσθέσθαι αὐτοὺς ὅτι μεμήνυνται, ἵνα μὴ ἀποδρῶσιν. ἔμελλον δὲ οἱ συλλαβόντες αὐτὸν μὲν κατέχειν, τοὺς δὲ συνειδότας πυθόμενοι αὐτοῦ γράψαντες ἀποπέμπειν τὴν ταχίστην τοῖς ἐφόροις. οὕτω δ᾽ ἔσχον οἱ ἔφοροι πρὸς τὸ πρᾶγμα, ὥστε καὶ μόραν ἱππέων ἔπεμψαν τοῖς ἐπ᾽ Αὐλῶνος. [3.3.11] ἐπεὶ δ᾽ εἰλημμένου τοῦ ἀνδρὸς ἧκεν ἱππεὺς φέρων τὰ ὀνόματα ὧν ὁ Κινάδων ἀπέγραψε, παραχρῆμα τόν τε μάντιν Τισαμενὸν καὶ τοὺς ἄλλους τοὺς ἐπικαιριωτάτους συνελάμβανον. ὡς δ᾽ ἀνήχθη ὁ Κινάδων καὶ ἠλέγχετο, καὶ ὡμολόγει πάντα καὶ τοὺς συνειδότας ἔλεγε, τέλος αὐτὸν ἤροντο τί καὶ βουλόμενος ταῦτα πράττοι. ὁ δ᾽ ἀπεκρίνατο, μηδενὸς ἥττων εἶναι ἐν Λακεδαίμονι. ἐκ τούτου μέντοι ἤδη δεδεμένος καὶ τὼ χεῖρε καὶ τὸν τράχηλον ἐν κλοιῷ μαστιγούμενος καὶ κεντούμενος αὐτός τε καὶ οἱ μετ᾽ αὐτοῦ κατὰ τὴν πόλιν περιήγοντο. καὶ οὗτοι μὲν δὴ τῆς δίκης ἔτυχον.

[3.3.1] Μετά απ᾽ αυτά ο Άγις πήγε στους Δελφούς κι αφιέρωσε στον θεό το ένα δέκατο από τα λάφυρα. Στον γυρισμό —γέρος άνθρωπος πια— αρρώστησε στην Ηραία· τον μετέφεραν ζωντανό ακόμα στη Λακεδαίμονα, όπου όμως δεν άργησε να πεθάνει. Αφού τον έθαψαν με τιμές μεγαλύτερες απ᾽ όσες συνηθίζονται γι᾽ ανθρώπους, και πέρασαν οι μέρες του πένθους, ήρθε η στιγμή ν᾽ ανακηρυχτεί καινούργιος βασιλιάς. Τότε τσακώθηκαν για το ποιός θα γίνει βασιλιάς, ο Λεωτυχίδης —που έλεγε πως ήταν γιος του Άγιδος— κι ο Αγησίλαος, που ήταν αδελφός του. [3.3.2] Ο Λεωτυχίδης είπε:
«Μα ο νόμος, Αγησίλαε, ορίζει να γίνεται βασιλιάς όχι ο αδελφός του βασιλιά, αλλά ο γιος του. Αν τύχει και δεν υπάρχει γιος, τότε γίνεται βασιλιάς ο αδελφός».
«Τότε εγώ θα ᾽πρεπε να γίνω βασιλιάς».
«Πώς, αφού υπάρχω εγώ;»
«Γιατί αυτός που ονομάζεις πατέρα σου έλεγε πως δεν είσαι παιδί του».
«Κι όμως η μάνα μου, που ξέρει πολύ καλύτερα απ᾽ αυτόν, και τώρα ακόμα λέει πως είμαι».
«Μπα! Σ᾽ έβγαλε ψεύτη μια και καλή ο Ποσειδώνας, όταν έκανε σεισμό κι ανάγκασε τον πατέρα σου να βγει στα φανερά από τον κοιτώνα της. Τη μαρτυρία του άλλωστε την επιβεβαιώνει κι ο χρόνος, που καθώς λένε δεν ξεγελάει — γιατί γεννήθηκες τον δέκατο μήνα από τότε που εκείνος σ᾽ έσπειρε και τον είδαν στον κοιτώνα».
Τέτοια στάθηκε η συζήτησή τους.
[3.3.3] Ο Διοπείθης —δεινός ερμηνευτής χρησμών— υποστήριξε τον Λεωτυχίδη λέγοντας πως υπήρχε και χρησμός του Απόλλωνα που συμβούλευε να φυλαχτούν από «κουτσή βασιλεία». Ο Λύσανδρος όμως, παίρνοντας το μέρος του Αγησιλάου, του αποκρίθηκε ότι κατά τη γνώμη του δεν είχε συμβουλέψει ο θεός να φυλαχτούν από άνθρωπο που θα κούτσαινε από χτύπημα, αλλά μάλλον να μη γίνει βασιλιάς κάποιος που δεν βαστούσε από βασιλική γενιά — γιατί τότε θα ᾽ταν στ᾽ αλήθεια κουτσή η βασιλεία, όταν δεν θα κυβερνούσαν την πόλη οι απόγονοι του Ηρακλή. [3.3.4] Αφού άκουσαν οι πολίτες τέτοια επιχειρήματα από τις δυο πλευρές, διάλεξαν για βασιλιά τον Αγησίλαο.
[397 π.Χ.]
Δεν είχε κλείσει ακόμα χρόνος που βασίλευε ο Αγησίλαος όταν, την ώρα που ᾽κανε μιαν από τις καθιερωμένες θυσίες για την πόλη, ο μάντης τού είπε πως οι θεοί φανέρωναν μια τρομακτική συνωμοσία. Αφού ξανάκανε θυσία, ο μάντης είπε πως τα σημάδια ήταν ακόμη φοβερότερα. Στην τρίτη θυσία είπε: «Αγησίλαε, τέτοια ακριβώς θα ᾽ταν τα σημάδια αν βρισκόμασταν καταμεσής στους εχθρούς». Τότε έκαναν θυσία στους Αποτροπαίους Θεούς και στους Σωτήρες, και σταμάτησαν μόνο αφού πέτυχαν, με κόπο, ευνοϊκά σημάδια.
Πριν περάσουν πέντε μέρες από το τέλος της θυσίας κατήγγειλε κάποιος στους εφόρους μια συνωμοσία που είχε αρχηγό τον Κινάδωνα. [3.3.5] Τούτος ήταν ένας γερός και ψυχωμένος νέος, που δεν ανήκε ωστόσο στους καθαυτό Σπαρτιάτες. Οι έφοροι ρώτησαν με ποιόν τρόπο έλεγε πως θα εκδηλωνόταν η υπόθεση. Τότε ο πληροφοριοδότης είπε ότι ο Κινάδων τον είχε οδηγήσει στην άκρη της Αγοράς και του ᾽χε ζητήσει να μετρήσει πόσοι Σπαρτιάτες βρίσκονταν στην Αγορά. «Κι εγώ», είπε, «μέτρησα τον βασιλιά, τους εφόρους, τους γερουσιαστές και μερικούς ακόμα —καμιά σαρανταριά— και τον ρώτησα: “Μα γιατί, Κινάδων, μου ᾽πες να τους μετρήσω;” Κι εκείνος μου αποκρίθηκε: “Αυτούς να τους θεωρείς εχθρούς σου, κι όλους τους άλλους συμμάχους — πάνω από τέσσερις χιλιάδες που βρίσκονται στην Αγορά”». Αλλά και στους δρόμους, είπε, του ᾽δειχνε ο Κινάδων πότε έναν, πότε δύο «εχθρούς» που συναντούσαν, ενώ οι άλλοι ήταν «σύμμαχοι»· κι απ᾽ όσους βρίσκονταν στ᾽ αγροκτήματα των Σπαρτιατών, έλεγε πως ένας ήταν στο καθένα εχθρός —ο ιδιοκτήτης— και πολλοί οι σύμμαχοι.
[3.3.6] Οι έφοροι τον ρώτησαν πόσοι υπολόγιζε ότι ήταν μυημένοι στην υπόθεση. Εκείνος αποκρίθηκε ότι κατά τα λεγόμενα του Κινάδωνος αυτός κι οι άλλοι ηγέτες είχαν μυήσει λίγους, αλλά έμπιστους· οι ίδιοι όμως έλεγαν ότι ήταν μαζί τους όλοι οι είλωτες, οι νεοδαμώδεις, οι υπομείονες και οι περίοικοι — γιατί όποτε γινόταν λόγος ανάμεσα σ᾽ αυτούς για τους Σπαρτιάτες, κανένας δεν μπορούσε να κρύψει ότι μ᾽ ευχαρίστηση θα τους έτρωγε κι ωμούς. [3.3.7] Ξανά ρώτησαν οι έφοροι: «Κι από πού λένε ότι θα πάρουν όπλα;» Αυτός απάντησε ότι ο Κινάδων είχε πει ότι «όσοι από μας ανήκουν στον στρατό έχουν φυσικά όλο τον οπλισμό που τους χρειάζεται — όσο για τον όχλο…» και τον οδήγησε στην αγορά των σιδερικών, όπου του ᾽δειξε πολλά μαχαίρια, σπαθιά, σούβλες, τσεκούρια, αξίνες και δρεπάνια, λέγοντας ότι και τούτα, που μεταχειρίζονται οι άνθρωποι για να δουλέψουν τη γη, το ξύλο ή το λιθάρι, αποτελούν όπλα· αλλά και στ᾽ άλλα επαγγέλματα αρκούσαν τα εργαλεία τους για όπλα, ιδίως επειδή οι αντίπαλοι θα ᾽ταν άοπλοι. Όταν τον ρώτησαν ξανά οι έφοροι πότε ήταν να γίνουν αυτά, είπε πως του ᾽χαν παραγγείλει να μην απομακρυνθεί από την πόλη.
[3.3.8] Μόλις τ᾽ άκουσαν αυτά οι έφοροι πίστεψαν ότι τους μιλούσε για μια καλά σχεδιασμένη συνωμοσία και τρομοκρατήθηκαν. Χωρίς να συγκαλέσουν ούτε τη λεγόμενη «Μικρή Συνέλευση», παρά συγκεντρώνοντας ο καθένας από μερικούς γερουσιαστές, αποφάσισαν να στείλουν τον Κινάδωνα μαζί μ᾽ άλλους νέους στον Αυλώνα, με διαταγή να φέρουν γυρίζοντας πίσω μερικούς Αυλωνίτες και είλωτες, που τα ονόματά τους ήταν γραμμένα σε κρυπτογραφικό μήνυμα. Τον πρόσταξαν να φέρει και μια γυναίκα που ᾽λεγαν ότι ήταν η πιο όμορφη σ᾽ εκείνα τα μέρη, αλλά που είχε τη φήμη ότι παρέσυρε στη διαφθορά όσους Λακεδαιμονίους πήγαιναν εκεί — γέρους και νέους.
[3.3.9] Ο Κινάδων είχε εκτελέσει κι άλλες τέτοιες αποστολές για λογαριασμό των εφόρων. Σ᾽ αυτόν έδωσαν λοιπόν και τούτη τη φορά το μήνυμα με τα ονόματα εκείνων που έπρεπε να συλληφθούν. Όταν αυτός ρώτησε ποιούς νέους να πάρει μαζί του: «Πήγαινε», του αποκρίθηκαν, «στον αρχαιότερο διοικητή της φρουράς και πες του να σου δώσει συνοδεία έξι εφτά που θα βρεθούν εκεί πρόχειροι». Είχαν φροντίσει να ξέρει ο διοικητής ποιούς έπρεπε να του δώσει συνοδούς, κι οι συνοδοί να ξέρουν ότι έπρεπε να συλλάβουν τον Κινάδωνα. Είπαν ακόμα στον Κινάδωνα ότι θα ᾽στελναν και τρία αμάξια, για να μη μεταφερθούν πεζή οι κρατούμενοι — και τούτο για να κρύψουν όσο μπορούσαν ότι η αποστολή προοριζόταν για τη σύλληψη ενός μονάχα ανθρώπου, αυτού του ίδιου. [3.3.10] Δεν τον συλλάμβαναν μέσα στην πόλη επειδή δεν ήξεραν την έκταση της συνωμοσίας κι ήθελαν να μάθουν από τον Κινάδωνα ποιοί ήταν οι συνένοχοί του πριν εκείνοι καταλάβουν ότι τους είχαν καταγγείλει και προλάβουν να ξεφύγουν. Αυτοί που θα τον έπιαναν είχαν εντολή να τον κρατήσουν, να μάθουν απ᾽ αυτόν τα ονόματα των συνενόχων και να τα στείλουν γραμμένα, το γρηγορότερο, στους εφόρους. Τόσο σοβαρά πήραν το πράγμα οι έφοροι, που πρόσταξαν κι ένα τάγμα ιππικού να βοηθήσει τους δικούς τους που ξεκινούσαν για τον Αυλώνα.
[3.3.11] Μόλις έγινε η σύλληψη κι ήρθε καβαλάρης με τον κατάλογο των ονομάτων που ᾽χε αποκαλύψει ο Κινάδων, την ίδια στιγμή συνέλαβαν τον μάντη Τισαμενό και τους άλλους κυριότερους συνωμότες· κατόπιν έφεραν πίσω τον Κινάδωνα. Στην ανάκριση τα ομολόγησε όλα. Όταν τέλος τον ρώτησαν τί ήθελε και τα ᾽κανε αυτά, αποκρίθηκε: «Να μην είμαι κατώτερος από κανέναν στη Λακεδαίμονα». Τότε λοιπόν του έδεσαν τα χέρια και τον λαιμό σε μια τραχηλιά και τον περιέφεραν με καμτσικιές και κεντρίσματα, αυτόν και τους δικούς του, σ᾽ ολόκληρη την πόλη. Τέτοια στάθηκε η τιμωρία τους.