Βγαίνει από το σπίτι ο Φιλοκλέωνας· μαζί του ο Βδελυκλέωνας κι ένας δούλος· αυτός κρατά στα χέρια του μια ωραία μάλλινη χλαίνα και ένα ζευγάρι καινούρια παπούτσια.
ΦΙΛ., σφίγγοντας επάνω του την παλιά κάπα που φορεί.
Ποτέ όσο ζω από πάνω μου δε βγαίνει·
μ᾽ έσωσε αυτή και μόνο, όταν στη μάχη
άγριος βοριάς με χτύπαε λυσσασμένος.
ΒΔΕ. Α, δε σου αρέσουν τα όμορφα, όπως βλέπω.
ΦΙΛ., δείχνοντας τη χλαίνα που θέλει να του φορέσει ο γιος του.
Και βέβαια· τί καλό θα δω από δαύτη;
Μια μέρα, που ᾽χα φάει ψητά ψαράκια,
τρεις οβολούς μου πήρε το πλυντήριο.
ΒΔΕ. Μια δοκιμή τουλάχιστο να γίνει,
1130μια κι ανάλαβα εγώ να σε φροντίζω.
ΦΙΛ. Λοιπόν, τί θέλεις; ΒΔΕ. Πέτα αυτή την κάπα
και με τη χλαίνα τούτη καπακώσου.
ΦΙΛ. Κάνε παιδιά, σου λέει, κι ανάθρεφέ τα.
για νά ᾽ρθουνε μια μέρα να σε πνίξουν.
ΒΔΕ. Μπρος, φόρεσε τη χλαίνα κι άσ᾽ τα λόγια.
Πιέζουν το Φιλοκλέωνα να φορέσει τη χλαίνα, μα αυτός αντιστέκεται.
ΦΙΛ. Τί συφορά είναι τούτο; πώς το λένε;
ΒΔΕ. Άλλοι το λεν περσίδα, άλλοι φλοκάτη.
ΦΙΛ. Για γούνα εγώ το πέρασα φλογάτη.
ΒΔΕ. Πώς θες να τη γνωρίσεις, που δεν πήγες
1140ποτέ στις Σάρδεις; Τώρα τη γνωρίζεις;
ΦΙΛ. Καθόλου, ούτε και τώρα· αλλά νομίζω
μάλλον μ᾽ αρχοντοσάμαρο πως μοιάζει.
ΒΔΕ. Είναι υφαντό των Εκβατάνων.
ΦΙΛ., πασπατεύοντας τις ούγιες της χλαίνας.
Έτσι;
Από μαλλί εκεί φτιάχνουν κοκορέτσι;
ΒΔΕ. Τέτοιο υφαντό στις χώρες των βαρβάρων
πληρώνεται ακριβά· και τάλαντο ίσως
μαλλί το ρούχο αυτό θα ᾽χει ρουφήξει.
ΦΙΛ. Ρούφουλα τότε να το λένε κι όχι
φλοκάτη. ΒΔΕ. Καλέ στάσου, μην κουνιέσαι
την ώρα που σε ντύνουν.
ΦΙΛ., πετώντας τη χλαίνα, που την αισθάνθηκε υπερβολικά ζεστή.
Η βρομιάρα!
1150Ζεστή ρεψιά μου τίναξε στη μούρη.
ΒΔΕ. Δε θα τη βάλεις; ΦΙΛ. Όχι. ΒΔΕ. Ευλογημένε…
ΦΙΛ. Κάλλιο έχω να φορέσω ένα μαγκάλι.
ΒΔΕ. Έλα, σε ντύνω εγώ. (Στο δούλο.) Τραβήξου πέρα.
ΦΙΛ. Βάλε κοντά και μια μασιά. ΒΔΕ. Γιατί;
ΦΙΛ. Να με τραβήξεις πριν να γίνω λιώμα.
ΒΔΕ. Τα παλιοπάπουτσά σου τώρα πέτα
και τα λακωνικά αυτά φόρεσε· έλα.
ΦΙΛ. Εγώ ποτέ δε θα δεχτώ να βάλω
1160εχθρών ανθρώπων μισημένες σόλες.
ΒΔΕ. Εμπρός, κουράγιο, κι έλα βάλ᾽ το πόδι
μες στη Λακωνική. ΦΙΛ. Κακό, σε χώρα
να θέλεις εχθρική να βάλω πόδι.
ΒΔΕ. Και τ᾽ άλλο σου. ΦΙΛ. Αυτουνού ένα δάχτυλο είναι
αντιλακωνικό πολύ, να ξέρεις.
ΒΔΕ. Αλλιώς δε γίνεται, έλα. ΦΙΛ. Συφορά μου!
Χιονίστρα δε θα δω στα γερατειά μου.
ΒΔΕ. Τέλειωνε πια.
Ο Φιλοκλέωνας είναι πια έτοιμος, με τη χλαίνα και τα καινούρια παπούτσια.
Και τώρα σαν τους πλούσιους
κάμε ένα βήμα, νά έτσι, και λυγίσου.
1170ΦΙΛ, Ορίστε, σειέμαι. Με ποιόν πλούσιο μοιάζω;
Γιά κοίταξε και πες μου. ΒΔΕ. Με ποιόν πλούσιο;
Με διάσονα σκορδόφλουδα ντυμένον.
ΦΙΛ. Τα πισινά τα πάω σαν της χελώνας.
|