[4.1.23] Στη στιγμή έφεραν εκεί τους δυο ανθρώπους και ρωτούσαν να μάθουν, χωριστά από τον καθένα, αν ήξεραν άλλο δρόμο εκτός απ᾽ αυτόν που φαινόταν. Ο ένας είπε πως δεν ήξερε, παρόλο που του έκαναν πολλές φοβέρες. Επειδή λοιπόν δεν τους έλεγε τίποτε χρήσιμο, τον έσφαξαν μπροστά στα μάτια του άλλου. [4.1.24] Ο δεύτερος είπε πως ο πρώτος αρνήθηκε ότι γνωρίζει, γιατί σε κείνο το μέρος είχε μια κόρη παντρεμένη. Ο ίδιος όμως υποσχέθηκε πως θα τους οδηγήσει από ένα δρόμο που μπορούν να τον περάσουν και υποζύγια. [4.1.25] Τον ρώτησαν αν υπάρχει σ᾽ αυτόν το δρόμο κανένα δυσκολοπέραστο μέρος, κι αυτός είπε πως υπάρχει μια βουνοκορφή που, αν δεν προφτάσει κανείς να την καταλάβει, θα είναι αδύνατο να περάσει. [4.1.26] Τότε νόμισαν καλό να καλέσουν τους διοικητές των οπλιτών και των πελταστών, να τους εκθέσουν την κατάσταση και να τους ρωτήσουν ποιός απ᾽ αυτούς θα ήθελε να φανεί γενναίος άντρας και θα είχε το θάρρος να πάει εθελοντής σε μια επιχείρηση. [4.1.27] Δέχονται από τους οπλίτες οι Αρκάδες Αριστώνυμος, που καταγόταν από το Μεθύδριο, και ο Αγασίας ο Στυμφάλιος. Με αυτούς συναγωνίζεται κι ο Καλλίμαχος ο Παρράσιος (από την Αρκαδία κι αυτός), που είπε πως δέχεται να πάει, φτάνει να του δώσουν εθελοντές απ᾽ όλο το στρατό. «Γιατί, είπε, ξέρω πως θα ακολουθήσουν πολλοί νέοι, αν αναλάβω εγώ την επιχείρηση». [4.1.28] Ύστερα ρωτούν αν θέλει να πάει μαζί τους και κανένας ταξίαρχος των γυμνητών. Δέχεται ο Αριστέας ο Χιώτης, που σε πολλές περιστάσεις πρόσφερε μεγάλες υπηρεσίες στο στρατό σε τέτοια ζητήματα. [4.2.1] Ήταν απόγευμα, όταν τους έδωσαν διαταγή να φάνε και να φύγουν. Έδεσαν τον οδηγό και τους τον παραδίνουν και συνεννοούνται, αν πιάσουν τη βουνοκορφή, να τη φυλάνε όσο είναι νύχτα, και μόλις ξημερώσει να τους ειδοποιήσουν με τη σάλπιγγα. Τότε οι επάνω να βαδίσουν ενάντια σε κείνους που φύλαγαν το φανερό πέραμα, ενώ οι άλλοι να τρέξουν, όσο μπορούσαν γρηγορότερα, να τους βοηθήσουν. [4.2.2] Αυτά συμφώνησαν, και ξεκίνησαν οι εθελοντές που ήταν ως δυο χιλιάδες, ενώ άρχισε να πέφτει δυνατή βροχή. Ο Ξενοφώντας τότε, έχοντας την οπισθοφυλακή βάδιζε προς το φανερό πέραμα, για να στρέψουν οι εχθροί την προσοχή τους σ᾽ αυτόν το δρόμο, κι έτσι να μείνουν απαρατήρητοι, όσο γινόταν περισσότερο, εκείνοι που έκαναν το γύρο για να φτάσουν στη βουνοκορφή. [4.2.3] Όταν οι στρατιώτες της οπισθοφυλακής βρίσκονταν στη χαράδρα, που έπρεπε να την περάσουν για να βγουν στην ανηφοριά, τότε οι βάρβαροι άρχισαν να κυλάνε πέτρες στρογγυλές, θεόρατες, που μόλις τις χωρούσε αμάξι, και τις μεγάλες και τις μικρές. Αυτές, καθώς κατέβαιναν προς τα κάτω, χτυπούσαν πάνω στους βράχους κι εκσφενδονίζονταν εδώ κι εκεί. Έτσι ήταν ολότελα αδύνατο να πλησιάσει κανείς στην είσοδο της χαράδρας. [4.2.4] Μερικοί όμως από τους λοχαγούς, μη μπορώντας να ζυγώσουν σ᾽ αυτό το σημείο, προσπαθούσαν να πλησιάσουν σε άλλο. Αυτά τα έκαναν ώσπου νύχτωσε. Μα όταν ενόμισαν πως μπορούν να φύγουν χωρίς να φαίνονται, τότε πήγαν να δειπνήσουν. Γιατί όσοι βρίσκονταν στην οπισθοφυλακή, έτυχε να μην έχουν φάει ούτε το μεσημέρι. Οι εχθροί όμως δεν σταμάτησαν ολόκληρη τη νύχτα να κυλάνε πέτρες. Αυτό μπορούσε να το συμπεράνει κανείς από τους κρότους. [4.2.5] Εκείνοι που είχαν μαζί τους τον οδηγό, πηγαίνοντας κυκλικά, βρίσκουν τους φρουρούς να κάθονται γύρω από τη φωτιά. Άλλους απ᾽ αυτούς σκότωσαν, άλλους κυνήγησαν, κι οι ίδιοι έμειναν εκεί με την ιδέα πως κρατούν τη βουνοκορφή. [4.2.6] Μα δεν ήταν έτσι, παρά από πάνω τους βρισκόταν ένας λόφος και κοντά σ᾽ αυτόν ήταν ο στενός δρόμος, όπου κάθονταν οι φρουροί. Από δω πάλι υπήρχε μέρος που οδηγούσε προς τους εχθρούς, εκείνους που ήταν στρατοπεδευμένοι κοντά στο φανερό δρόμο. [4.2.7] Τη νύχτα λοιπόν την πέρασαν εκεί. Όταν όμως ξημέρωνε, βάδιζαν χωρίς να μιλούν, συνταγμένοι, ενάντια στους εχθρούς. Ήταν μάλιστα ομίχλη, κι έτσι κοντοζύγωσαν χωρίς να τους καταλάβουν εκείνοι. Όταν είδαν ο ένας τον άλλον, ο ήχος της σάλπιγγας ακούστηκε, κι αυτοί με αλαλαγμούς όρμησαν καταπάνω στους εχθρούς. Εκείνοι δεν αντιστάθηκαν, παρά άφησαν το δρόμο κι άρχισαν να φεύγουν. Λίγοι σκοτώθηκαν, γιατί ήταν ελαφρά οπλισμένοι. [4.2.8] Ο Χειρίσοφος πάλι με τους στρατιώτες του μόλις άκουσαν τη σάλπιγγα, αμέσως τράβηξαν προς τα πάνω, κατά τον φανερό δρόμο. Μερικοί από τους στρατηγούς βάδιζαν ανάμεσα σε απάτητα μονοπάτια, όπου έτυχε να βρίσκεται καθένας, και μόλις κατάφεραν κι ανέβηκαν, τραβούσαν ο ένας τον άλλο με τα δόρατα. [4.2.9] Πρώτοι αυτοί συναντήθηκαν μ᾽ εκείνους που είχαν πιάσει πρωτύτερα τη βουνοκορφή. Ο Ξενοφώντας τότε με τους μισούς στρατιώτες της οπισθοφυλακής προχωρούσε προς το μέρος όπου πήγαιναν κι εκείνοι που είχαν τον οδηγό. Γιατί ο δρόμος από κει ήταν ευκολοπέραστος για τα ζώα. Τους άλλους μισούς τους έβαλε πίσω από τα υποζύγια. [4.2.10] Προχωρώντας συναντούν ένα λόφο πιασμένο από τους εχθρούς, πάνω από το δρόμο. Αυτούς ήταν ανάγκη να τους διώξουν, αλλιώτικα έπρεπε να μείνουν χωρισμένοι από τους υπόλοιπους Έλληνες. Θα μπορούσαν βέβαια να πάνε από τον ίδιο δρόμο που πήγαν οι άλλοι, τα υποζύγια όμως δεν ήταν δυνατό να περάσουν από διαφορετικό μέρος παρά μονάχα απ᾽ αυτό. [4.2.11] Τότε έδωσαν θάρρος ο ένας στον άλλο κι έκαναν επίθεση στο λόφο, με τους άντρες παραταγμένους σε μεγάλο βάθος και μικρό μέτωπο. Δεν την έκαναν όμως απ᾽ όλα τα σημεία γύρω, παρά άφησαν ένα μέρος ανοιχτό, μήπως ήθελαν να φύγουν οι εχθροί. [4.2.12] Κι όσο ανέβαιναν αυτοί, απ᾽ όπου μπορούσε ο καθένας, οι βάρβαροι τους χτυπούσαν με βέλη και με πέτρες· όταν πλησίαζαν όμως δεν τους περίμεναν, αλλά αφήνουν την τοποθεσία και φεύγουν. Μόλις είχαν προσπεράσει αυτόν το λόφο οι Έλληνες, βλέπουν μπροστά τους έναν άλλο που τον είχαν πιάσει οι εχθροί και νόμισαν πως έπρεπε να προχωρήσουν προς τα εκεί. [4.2.13] Σκέφτηκε όμως ο Ξενοφώντας πως, αν αφήσει αφρούρητο το λόφο που είχε καταλάβει, θα μπορούσαν να τον ξαναπάρουν οι βάρβαροι και να κάμουν επίθεση την ώρα που θα περνούσαν τα υποζύγια — κι ήταν μεγάλη η γραμμή που έκαναν τα υποζύγια καθώς διάβαιναν από στενό δρόμο. Γι᾽ αυτό αφήνει πάνω στο λόφο τους λοχαγούς Κηφισόδωρο τον Αθηναίο, γιο του Κηφισοφώντα, και Αμφικράτη τον Αθηναίο, γιο του Αμφίδημου, και τον Αρχαγόρα, που ήταν εξόριστος από το Άργος, ενώ ο ίδιος με τους υπόλοιπους βάδιζε προς το δεύτερο ύψωμα, που το κυρίεψαν κι εκείνο με τον ίδιο τρόπο. [4.2.14] Τους έμενε ακόμα ένας τρίτος λόφος, πολύ πιο απότομος, εκείνος που βρισκόταν πάνω από τους φρουρούς που είχαν πιαστεί τη νύχτα από τους εθελοντές κοντά στη φωτιά. [4.2.15] Την ώρα που πλησίασαν οι Έλληνες, οι βάρβαροι, χωρίς να κάμουν μάχη, εγκαταλείπουν το λόφο. Όλοι παραξενεύτηκαν απ᾽ αυτό και υποψιάστηκαν πως άφησαν το ύψωμα, γιατί φοβήθηκαν μήπως περικυκλωθούν και πολιορκηθούν. Αλλά οι Καρδούχοι, επειδή έβλεπαν από ψηλά εκείνα που γίνονταν πίσω, βάδισαν όλοι ενάντια στους στρατιώτες της οπισθοφυλακής. [4.2.16] Ο Ξενοφώντας με τους πιο νέους άρχισε ν᾽ ανεβαίνει στο ύψωμα, ενώ στους άλλους έδωσε διαταγή να προχωρούν αργά, για να μπορέσουν οι τελευταίοι λόχοι να ενωθούν μαζί τους. Και τους είπε να βαδίσουν στον ίσιο δρόμο κι ύστερα να σταματήσουν στο πεδινό μέρος. |