Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΞΕΝΟΦΩΝ

Κύρου Ἀνάβασις (4.1.23-4.2.16)

[4.1.23] Καὶ εὐθὺς ἀγαγόντες τοὺς ἀνθρώπους ἤλεγχον διαλαβόντες εἴ τινα εἰδεῖεν ἄλλην ὁδὸν ἢ τὴν φανεράν. ὁ μὲν οὖν ἕτερος οὐκ ἔφη μάλα πολλῶν φόβων προσαγομένων· ἐπεὶ δὲ οὐδὲν ὠφέλιμον ἔλεγεν, ὁρῶντος τοῦ ἑτέρου κατεσφάγη. [4.1.24] ὁ δὲ λοιπὸς ἔλεξεν ὅτι οὗτος μὲν οὐ φαίη διὰ ταῦτα εἰδέναι, ὅτι αὐτῷ ἐτύγχανε θυγάτηρ ἐκεῖ παρ᾽ ἀνδρὶ ἐκδεδομένη· αὐτὸς δ᾽ ἔφη ἡγήσεσθαι δυνατὴν καὶ ὑποζυγίοις πορεύεσθαι ὁδόν. [4.1.25] ἐρωτώμενος δ᾽ εἰ εἴη τι ἐν αὐτῇ δυσπάριτον χωρίον, ἔφη εἶναι ἄκρον ὃ εἰ μή τις προκαταλήψοιτο, ἀδύνατον ἔσεσθαι παρελθεῖν. [4.1.26] ἐνταῦθα δ᾽ ἐδόκει συγκαλέσαντας λοχαγοὺς καὶ πελταστὰς καὶ τῶν ὁπλιτῶν λέγειν τε τὰ παρόντα καὶ ἐρωτᾶν εἴ τις αὐτῶν ἔστιν ὅστις ἀνὴρ ἀγαθὸς ἐθέλοι ἂν γενέσθαι καὶ ὑποστὰς ἐθελοντὴς πορεύεσθαι. [4.1.27] ὑφίσταται τῶν μὲν ὁπλιτῶν Ἀριστώνυμος Μεθυδριεὺς [Ἀρκὰς] καὶ Ἀγασίας Στυμφάλιος [Ἀρκάς], ἀντιστασιάζων δὲ αὐτοῖς Καλλίμαχος Παρράσιος [Ἀρκὰς καὶ οὗτος] ἔφη ἐθέλειν πορεύεσθαι προσλαβὼν ἐθελοντὰς ἐκ παντὸς τοῦ στρατεύματος· ἐγὼ γάρ, ἔφη, οἶδα ὅτι ἕψονται πολλοὶ τῶν νέων ἐμοῦ ἡγουμένου. [4.1.28] ἐκ τούτου ἐρωτῶσιν εἴ τις καὶ τῶν γυμνήτων ταξιάρχων ἐθέλοι συμπορεύεσθαι. ὑφίσταται Ἀριστέας Χῖος, ὃς πολλαχοῦ πολλοῦ ἄξιος τῇ στρατιᾷ εἰς τὰ τοιαῦτα ἐγένετο.
[4.2.1] Καὶ ἦν μὲν δείλη, οἱ δ᾽ ἐκέλευον αὐτοὺς ἐμφαγόντας πορεύεσθαι. καὶ τὸν ἡγεμόνα δήσαντες παραδιδόασιν αὐτοῖς, καὶ συντίθενται τὴν μὲν νύκτα, ἢν λάβωσι τὸ ἄκρον, τὸ χωρίον φυλάττειν, ἅμα δὲ τῇ ἡμέρᾳ τῇ σάλπιγγι σημαίνειν· καὶ τοὺς μὲν ἄνω ὄντας ἰέναι ἐπὶ τοὺς κατέχοντας τὴν φανερὰν ἔκβασιν, αὐτοὶ δὲ συμβοηθήσειν ἐκβαίνοντες ὡς ἂν δύνωνται τάχιστα. [4.2.2] ταῦτα συνθέμενοι οἱ μὲν ἐπορεύοντο πλῆθος ὡς δισχίλιοι· καὶ ὕδωρ πολὺ ἦν ἐξ οὐρανοῦ· Ξενοφῶν δὲ ἔχων τοὺς ὀπισθοφύλακας ἡγεῖτο πρὸς τὴν φανερὰν ἔκβασιν, ὅπως ταύτῃ τῇ ὁδῷ οἱ πολέμιοι προσέχοιεν τὸν νοῦν καὶ ὡς μάλιστα λάθοιεν οἱ περιιόντες. [4.2.3] ἐπεὶ δὲ ἦσαν ἐπὶ χαράδρᾳ οἱ ὀπισθοφύλακες ἣν ἔδει διαβάντας πρὸς τὸ ὄρθιον ἐκβαίνειν, τηνικαῦτα ἐκύλινδον οἱ βάρβαροι ὁλοιτρόχους ἁμαξιαίους καὶ μείζους καὶ ἐλάττους, οἳ φερόμενοι πρὸς τὰς πέτρας παίοντες διεσφενδονῶντο· καὶ παντάπασιν οὐδὲ πελάσαι οἷόν τ᾽ ἦν τῇ εἰσόδῳ. [4.2.4] ἔνιοι δὲ τῶν λοχαγῶν, εἰ μὴ ταύτῃ δύναιντο, ἄλλῃ ἐπειρῶντο· καὶ ταῦτα ἐποίουν μέχρι σκότος ἐγένετο· ἐπεὶ δὲ ᾤοντο ἀφανεῖς εἶναι ἀπιόντες, τότε ἀπῆλθον ἐπὶ τὸ δεῖπνον· ἐτύγχανον δὲ καὶ ἀνάριστοι ὄντες αὐτῶν οἱ ὀπισθοφυλακήσαντες. οἱ μέντοι πολέμιοι οὐδὲν ἐπαύσαντο δι᾽ ὅλης τῆς νυκτὸς κυλίνδοντες τοὺς λίθους· τεκμαίρεσθαι δ᾽ ἦν τῷ ψόφῳ. [4.2.5] οἱ δ᾽ ἔχοντες τὸν ἡγεμόνα κύκλῳ περιιόντες καταλαμβάνουσι τοὺς φύλακας ἀμφὶ πῦρ καθημένους· καὶ τοὺς μὲν κατακαίνοντες τοὺς δὲ καταδιώξαντες αὐτοὶ ἐνταῦθ᾽ ἔμενον ὡς τὸ ἄκρον κατέχοντες. [4.2.6] οἱ δ᾽ οὐ κατεῖχον, ἀλλὰ μαστὸς ἦν ὑπὲρ αὐτῶν παρ᾽ ὃν ἦν ἡ στενὴ αὕτη ὁδὸς ἐφ᾽ ᾗ ἐκάθηντο οἱ φύλακες. ἔφοδος μέντοι αὐτόθεν ἐπὶ τοὺς πολεμίους ἦν οἳ ἐπὶ τῇ φανερᾷ ὁδῷ ἐκάθηντο. [4.2.7] καὶ τὴν μὲν νύκτα ἐνταῦθα διήγαγον· ἐπεὶ δ᾽ ἡμέρα ὑπέφαινεν, ἐπορεύοντο σιγῇ συντεταγμένοι ἐπὶ τοὺς πολεμίους· καὶ γὰρ ὁμίχλη ἐγένετο, ὥστ᾽ ἔλαθον ἐγγὺς προσελθόντες. ἐπεὶ δὲ εἶδον ἀλλήλους, ἥ τε σάλπιγξ ἐφθέγξατο καὶ ἀλαλάξαντες ἵεντο ἐπὶ τοὺς ἀνθρώπους· οἱ δὲ οὐκ ἐδέξαντο, ἀλλὰ λιπόντες τὴν ὁδὸν φεύγοντες ὀλίγοι ἀπέθνῃσκον· εὔζωνοι γὰρ ἦσαν. [4.2.8] οἱ δὲ ἀμφὶ Χειρίσοφον ἀκούσαντες τῆς σάλπιγγος εὐθὺς ἵεντο ἄνω κατὰ τὴν φανερὰν ὁδόν· ἄλλοι δὲ τῶν στρατηγῶν κατὰ ἀτριβεῖς ὁδοὺς ἐπορεύοντο ᾗ ἔτυχον ἕκαστοι ὄντες, καὶ ἀναβάντες ὡς ἐδύναντο ἀνίμων ἀλλήλους τοῖς δόρασι. [4.2.9] καὶ οὗτοι πρῶτοι συνέμειξαν τοῖς προκαταλαβοῦσι τὸ χωρίον.
Ξενοφῶν δὲ ἔχων τῶν ὀπισθοφυλάκων τοὺς ἡμίσεις ἐπορεύετο ᾗπερ οἱ τὸν ἡγεμόνα ἔχοντες· εὐοδωτάτη γὰρ ἦν τοῖς ὑποζυγίοις· τοὺς δὲ ἡμίσεις ὄπισθεν τῶν ὑποζυγίων ἔταξε. [4.2.10] πορευόμενοι δ᾽ ἐντυγχάνουσι λόφῳ ὑπὲρ τῆς ὁδοῦ κατειλημμένῳ ὑπὸ τῶν πολεμίων, οὓς ἢ ἀποκόψαι ἦν ἀνάγκη ἢ διεζεῦχθαι ἀπὸ τῶν ἄλλων Ἑλλήνων. καὶ αὐτοὶ μὲν ἂν ἐπορεύθησαν ᾗπερ οἱ ἄλλοι, τὰ δὲ ὑποζύγια οὐκ ἦν ἄλλῃ ἢ ταύτῃ ἐκβῆναι. [4.2.11] ἔνθα δὴ παρακελευσάμενοι ἀλλήλοις προσβάλλουσι πρὸς τὸν λόφον ὀρθίοις τοῖς λόχοις, οὐ κύκλῳ ἀλλὰ καταλιπόντες ἄφοδον τοῖς πολεμίοις, εἰ βούλοιντο φεύγειν. [4.2.12] καὶ τέως μὲν αὐτοὺς ἀναβαίνοντας ὅπῃ ἐδύναντο ἕκαστος οἱ βάρβαροι ἐτόξευον καὶ ἔβαλλον, ἐγγὺς δ᾽ οὐ προσίεντο, ἀλλὰ φυγῇ λείπουσι τὸ χωρίον. καὶ τοῦτόν τε παρεληλύθεσαν οἱ Ἕλληνες καὶ ἕτερον ὁρῶσιν ἔμπροσθεν λόφον κατεχόμενον ἐπὶ τοῦτον αὖθις ἐδόκει πορεύεσθαι. [4.2.13] ἐννοήσας δ᾽ ὁ Ξενοφῶν μή, εἰ ἔρημον καταλίποι τὸν ἡλωκότα λόφον, [καὶ] πάλιν λαβόντες οἱ πολέμιοι ἐπιθοῖντο τοῖς ὑποζυγίοις παριοῦσιν (ἐπὶ πολὺ δ᾽ ἦν τὰ ὑποζύγια ἅτε διὰ στενῆς τῆς ὁδοῦ πορευόμενα), καταλείπει ἐπὶ τοῦ λόφου λοχαγοὺς Κηφισόδωρον Κηφισοφῶντος Ἀθηναῖον καὶ Ἀμφικράτην Ἀμφιδήμου Ἀθηναῖον καὶ Ἀρχαγόραν Ἀργεῖον φυγάδα, αὐτὸς δὲ σὺν τοῖς λοιποῖς ἐπορεύετο ἐπὶ τὸν δεύτερον λόφον, καὶ τῷ αὐτῷ τρόπῳ καὶ τοῦτον αἱροῦσιν. [4.2.14] ἔτι δ᾽ αὐτοῖς τρίτος μαστὸς λοιπὸς ἦν πολὺ ὀρθιώτατος ὁ ὑπὲρ τῆς ἐπὶ τῷ πυρὶ καταληφθείσης φυλακῆς τῆς νυκτὸς ὑπὸ τῶν ἐθελοντῶν. [4.2.15] ἐπεὶ δ᾽ ἐγγὺς ἐγένοντο οἱ Ἕλληνες, λείπουσιν οἱ βάρβαροι ἀμαχητὶ τὸν μαστόν, ὥστε θαυμαστὸν πᾶσι γενέσθαι καὶ ὑπώπτευον δείσαντας αὐτοὺς μὴ κυκλωθέντες πολιορκοῖντο ἀπολιπεῖν. οἱ δ᾽ ἄρα ἀπὸ τοῦ ἄκρου καθορῶντες τὰ ὄπισθεν γιγνόμενα πάντες ἐπὶ τοὺς ὀπισθοφύλακας ἐχώρουν. [4.2.16] καὶ Ξενοφῶν μὲν σὺν τοῖς νεωτάτοις ἀνέβαινεν ἐπὶ τὸ ἄκρον, τοὺς δὲ ἄλλους ἐκέλευσεν ὑπάγειν, ὅπως οἱ τελευταῖοι λόχοι προσμείξειαν, καὶ προελθόντας κατὰ τὴν ὁδὸν ἐν τῷ ὁμαλῷ θέσθαι τὰ ὅπλα εἶπε.

[4.1.23] Στη στιγμή έφεραν εκεί τους δυο ανθρώπους και ρωτούσαν να μάθουν, χωριστά από τον καθένα, αν ήξεραν άλλο δρόμο εκτός απ᾽ αυτόν που φαινόταν. Ο ένας είπε πως δεν ήξερε, παρόλο που του έκαναν πολλές φοβέρες. Επειδή λοιπόν δεν τους έλεγε τίποτε χρήσιμο, τον έσφαξαν μπροστά στα μάτια του άλλου. [4.1.24] Ο δεύτερος είπε πως ο πρώτος αρνήθηκε ότι γνωρίζει, γιατί σε κείνο το μέρος είχε μια κόρη παντρεμένη. Ο ίδιος όμως υποσχέθηκε πως θα τους οδηγήσει από ένα δρόμο που μπορούν να τον περάσουν και υποζύγια. [4.1.25] Τον ρώτησαν αν υπάρχει σ᾽ αυτόν το δρόμο κανένα δυσκολοπέραστο μέρος, κι αυτός είπε πως υπάρχει μια βουνοκορφή που, αν δεν προφτάσει κανείς να την καταλάβει, θα είναι αδύνατο να περάσει. [4.1.26] Τότε νόμισαν καλό να καλέσουν τους διοικητές των οπλιτών και των πελταστών, να τους εκθέσουν την κατάσταση και να τους ρωτήσουν ποιός απ᾽ αυτούς θα ήθελε να φανεί γενναίος άντρας και θα είχε το θάρρος να πάει εθελοντής σε μια επιχείρηση.
[4.1.27] Δέχονται από τους οπλίτες οι Αρκάδες Αριστώνυμος, που καταγόταν από το Μεθύδριο, και ο Αγασίας ο Στυμφάλιος. Με αυτούς συναγωνίζεται κι ο Καλλίμαχος ο Παρράσιος (από την Αρκαδία κι αυτός), που είπε πως δέχεται να πάει, φτάνει να του δώσουν εθελοντές απ᾽ όλο το στρατό. «Γιατί, είπε, ξέρω πως θα ακολουθήσουν πολλοί νέοι, αν αναλάβω εγώ την επιχείρηση». [4.1.28] Ύστερα ρωτούν αν θέλει να πάει μαζί τους και κανένας ταξίαρχος των γυμνητών. Δέχεται ο Αριστέας ο Χιώτης, που σε πολλές περιστάσεις πρόσφερε μεγάλες υπηρεσίες στο στρατό σε τέτοια ζητήματα.
[4.2.1] Ήταν απόγευμα, όταν τους έδωσαν διαταγή να φάνε και να φύγουν. Έδεσαν τον οδηγό και τους τον παραδίνουν και συνεννοούνται, αν πιάσουν τη βουνοκορφή, να τη φυλάνε όσο είναι νύχτα, και μόλις ξημερώσει να τους ειδοποιήσουν με τη σάλπιγγα. Τότε οι επάνω να βαδίσουν ενάντια σε κείνους που φύλαγαν το φανερό πέραμα, ενώ οι άλλοι να τρέξουν, όσο μπορούσαν γρηγορότερα, να τους βοηθήσουν. [4.2.2] Αυτά συμφώνησαν, και ξεκίνησαν οι εθελοντές που ήταν ως δυο χιλιάδες, ενώ άρχισε να πέφτει δυνατή βροχή. Ο Ξενοφώντας τότε, έχοντας την οπισθοφυλακή βάδιζε προς το φανερό πέραμα, για να στρέψουν οι εχθροί την προσοχή τους σ᾽ αυτόν το δρόμο, κι έτσι να μείνουν απαρατήρητοι, όσο γινόταν περισσότερο, εκείνοι που έκαναν το γύρο για να φτάσουν στη βουνοκορφή. [4.2.3] Όταν οι στρατιώτες της οπισθοφυλακής βρίσκονταν στη χαράδρα, που έπρεπε να την περάσουν για να βγουν στην ανηφοριά, τότε οι βάρβαροι άρχισαν να κυλάνε πέτρες στρογγυλές, θεόρατες, που μόλις τις χωρούσε αμάξι, και τις μεγάλες και τις μικρές. Αυτές, καθώς κατέβαιναν προς τα κάτω, χτυπούσαν πάνω στους βράχους κι εκσφενδονίζονταν εδώ κι εκεί. Έτσι ήταν ολότελα αδύνατο να πλησιάσει κανείς στην είσοδο της χαράδρας. [4.2.4] Μερικοί όμως από τους λοχαγούς, μη μπορώντας να ζυγώσουν σ᾽ αυτό το σημείο, προσπαθούσαν να πλησιάσουν σε άλλο. Αυτά τα έκαναν ώσπου νύχτωσε. Μα όταν ενόμισαν πως μπορούν να φύγουν χωρίς να φαίνονται, τότε πήγαν να δειπνήσουν. Γιατί όσοι βρίσκονταν στην οπισθοφυλακή, έτυχε να μην έχουν φάει ούτε το μεσημέρι. Οι εχθροί όμως δεν σταμάτησαν ολόκληρη τη νύχτα να κυλάνε πέτρες. Αυτό μπορούσε να το συμπεράνει κανείς από τους κρότους. [4.2.5] Εκείνοι που είχαν μαζί τους τον οδηγό, πηγαίνοντας κυκλικά, βρίσκουν τους φρουρούς να κάθονται γύρω από τη φωτιά. Άλλους απ᾽ αυτούς σκότωσαν, άλλους κυνήγησαν, κι οι ίδιοι έμειναν εκεί με την ιδέα πως κρατούν τη βουνοκορφή. [4.2.6] Μα δεν ήταν έτσι, παρά από πάνω τους βρισκόταν ένας λόφος και κοντά σ᾽ αυτόν ήταν ο στενός δρόμος, όπου κάθονταν οι φρουροί. Από δω πάλι υπήρχε μέρος που οδηγούσε προς τους εχθρούς, εκείνους που ήταν στρατοπεδευμένοι κοντά στο φανερό δρόμο. [4.2.7] Τη νύχτα λοιπόν την πέρασαν εκεί. Όταν όμως ξημέρωνε, βάδιζαν χωρίς να μιλούν, συνταγμένοι, ενάντια στους εχθρούς. Ήταν μάλιστα ομίχλη, κι έτσι κοντοζύγωσαν χωρίς να τους καταλάβουν εκείνοι. Όταν είδαν ο ένας τον άλλον, ο ήχος της σάλπιγγας ακούστηκε, κι αυτοί με αλαλαγμούς όρμησαν καταπάνω στους εχθρούς. Εκείνοι δεν αντιστάθηκαν, παρά άφησαν το δρόμο κι άρχισαν να φεύγουν. Λίγοι σκοτώθηκαν, γιατί ήταν ελαφρά οπλισμένοι. [4.2.8] Ο Χειρίσοφος πάλι με τους στρατιώτες του μόλις άκουσαν τη σάλπιγγα, αμέσως τράβηξαν προς τα πάνω, κατά τον φανερό δρόμο. Μερικοί από τους στρατηγούς βάδιζαν ανάμεσα σε απάτητα μονοπάτια, όπου έτυχε να βρίσκεται καθένας, και μόλις κατάφεραν κι ανέβηκαν, τραβούσαν ο ένας τον άλλο με τα δόρατα. [4.2.9] Πρώτοι αυτοί συναντήθηκαν μ᾽ εκείνους που είχαν πιάσει πρωτύτερα τη βουνοκορφή.
Ο Ξενοφώντας τότε με τους μισούς στρατιώτες της οπισθοφυλακής προχωρούσε προς το μέρος όπου πήγαιναν κι εκείνοι που είχαν τον οδηγό. Γιατί ο δρόμος από κει ήταν ευκολοπέραστος για τα ζώα. Τους άλλους μισούς τους έβαλε πίσω από τα υποζύγια. [4.2.10] Προχωρώντας συναντούν ένα λόφο πιασμένο από τους εχθρούς, πάνω από το δρόμο. Αυτούς ήταν ανάγκη να τους διώξουν, αλλιώτικα έπρεπε να μείνουν χωρισμένοι από τους υπόλοιπους Έλληνες. Θα μπορούσαν βέβαια να πάνε από τον ίδιο δρόμο που πήγαν οι άλλοι, τα υποζύγια όμως δεν ήταν δυνατό να περάσουν από διαφορετικό μέρος παρά μονάχα απ᾽ αυτό. [4.2.11] Τότε έδωσαν θάρρος ο ένας στον άλλο κι έκαναν επίθεση στο λόφο, με τους άντρες παραταγμένους σε μεγάλο βάθος και μικρό μέτωπο. Δεν την έκαναν όμως απ᾽ όλα τα σημεία γύρω, παρά άφησαν ένα μέρος ανοιχτό, μήπως ήθελαν να φύγουν οι εχθροί. [4.2.12] Κι όσο ανέβαιναν αυτοί, απ᾽ όπου μπορούσε ο καθένας, οι βάρβαροι τους χτυπούσαν με βέλη και με πέτρες· όταν πλησίαζαν όμως δεν τους περίμεναν, αλλά αφήνουν την τοποθεσία και φεύγουν. Μόλις είχαν προσπεράσει αυτόν το λόφο οι Έλληνες, βλέπουν μπροστά τους έναν άλλο που τον είχαν πιάσει οι εχθροί και νόμισαν πως έπρεπε να προχωρήσουν προς τα εκεί. [4.2.13] Σκέφτηκε όμως ο Ξενοφώντας πως, αν αφήσει αφρούρητο το λόφο που είχε καταλάβει, θα μπορούσαν να τον ξαναπάρουν οι βάρβαροι και να κάμουν επίθεση την ώρα που θα περνούσαν τα υποζύγια — κι ήταν μεγάλη η γραμμή που έκαναν τα υποζύγια καθώς διάβαιναν από στενό δρόμο. Γι᾽ αυτό αφήνει πάνω στο λόφο τους λοχαγούς Κηφισόδωρο τον Αθηναίο, γιο του Κηφισοφώντα, και Αμφικράτη τον Αθηναίο, γιο του Αμφίδημου, και τον Αρχαγόρα, που ήταν εξόριστος από το Άργος, ενώ ο ίδιος με τους υπόλοιπους βάδιζε προς το δεύτερο ύψωμα, που το κυρίεψαν κι εκείνο με τον ίδιο τρόπο. [4.2.14] Τους έμενε ακόμα ένας τρίτος λόφος, πολύ πιο απότομος, εκείνος που βρισκόταν πάνω από τους φρουρούς που είχαν πιαστεί τη νύχτα από τους εθελοντές κοντά στη φωτιά. [4.2.15] Την ώρα που πλησίασαν οι Έλληνες, οι βάρβαροι, χωρίς να κάμουν μάχη, εγκαταλείπουν το λόφο. Όλοι παραξενεύτηκαν απ᾽ αυτό και υποψιάστηκαν πως άφησαν το ύψωμα, γιατί φοβήθηκαν μήπως περικυκλωθούν και πολιορκηθούν. Αλλά οι Καρδούχοι, επειδή έβλεπαν από ψηλά εκείνα που γίνονταν πίσω, βάδισαν όλοι ενάντια στους στρατιώτες της οπισθοφυλακής. [4.2.16] Ο Ξενοφώντας με τους πιο νέους άρχισε ν᾽ ανεβαίνει στο ύψωμα, ενώ στους άλλους έδωσε διαταγή να προχωρούν αργά, για να μπορέσουν οι τελευταίοι λόχοι να ενωθούν μαζί τους. Και τους είπε να βαδίσουν στον ίσιο δρόμο κι ύστερα να σταματήσουν στο πεδινό μέρος.