ΓΡΙΑ
Καλοί γερόντοι, αλήθεια, είμαι φτασμένη
στου νέου θεού το σπίτι ή μπας η δόλια960
ολότελα το δρόμο έχω λαθέψει;
ΧΟΡ. Μάθε, στην πόρτα του είσαι, κοπελούδα μου,
ρωτάς σα να ᾽χει μόλις δέσει ο ανθός σου.
ΓΡΙ. Ας φωνάξω να βγει κανένας όξω.
ΧΡΕ. Μην κοπιάζεις. Εγώ από μέσα βγήκα·
Μα λέγε πρώτα τί γυρεύεις κι ήρθες.
ΓΡΙ. Συφορές έχω πάθει εγώ, χρυσό μου,
κι αδικίες. Από τότε, που ξανάρχισε
να βλέπει πάλι ο θεός αυτός, η ζωή μου
έγινε κακοζώητη. ΧΡΕ. Τί τρέχει;
Μπας κι ήσουνα και συ μες στις γυναίκες970
καταδότρα; ΓΡΙ. Μπα! μπα! Ο θεός φυλάξοι.
ΧΡΕ. Μήπως πήγες ακάλεστη σε γλέντι
για να τα κοπανήσεις; ΓΡΙ. Κοροϊδεύεις!
Εγώ καίγομαι ολάκερη η καημένη.
ΧΡΕ. Μα λέγε μας λοιπόν την καΐλα πὄχεις.
ΓΡΙ. Άκου λοιπόν. Είχα ένα παλικάρι,
φτωχούλι βέβαια, γι᾽ αγαπητικό μου,
μα νόστιμο κι ωραίο και καλοδιάθετο.
Ό,τι πράμα τού ζήταγα μου το ᾽κανε
όμορφα και πιδέξια. Κι εγώ πάλι
του πλέρωνα τον κάθε κόπο του άξια.
ΧΡΕ. Και σαν τί συνηθούσε να ζητάει;980
ΓΡΙ. Όχι μεγάλα πράματα (πολύ
με ντρεπόταν!) Καμιάν εικοσαριά
δραχμούλες για να κάνει φορεσιά
και για παπούτσια οχτώ. Γύρεψε ακόμα
και για τις αδερφάδες του να πάρει
μπλουζάκια, για τη μάνα του φουστάνι,
και μια φορά του χρειάστηκε σιτάρι
ένα τσουβάλι. ΧΡΕ. (ειρωνικά) Ναι, μά το θεό,
πολλά δεν είναι! Πόσο σε ντρεπόταν!
ΓΡΙ. Κι αυτά δε μου τα ζήταε, καθώς έλεγε,
για τον κόπο του, μόνον απ᾽ αγάπη,990
να με θυμάται, όντας φοράει τα ρούχα μου.
ΧΡΕ. Αφάνταστα, όπως βλέπω, σ᾽ αγαπούσε!
ΓΡΙ. Μα τώρα πια δεν έχει ο σιχαμένος
τα ίδια μυαλά, μόν᾽ άλλαξε πολύ.
Γιατί του ᾽στειλ᾽ αυτήν εδώ την πίτα
στην πιατέλα μαζί με συκοκάρυδα,
μηνώντας του κρυφά «θα ᾽ρθω το βράδυ…»
ΧΡΕ. (τη διακόπτει)
Και τί σου ᾽κανε; Λέγε! ΓΡΙ. Τα ξανάστειλε
όλα πίσω κι αυτόν τον τραχανά,
που πάει να πει να μην ξαναπατήσω1000
στο σπίτι του και διώχνοντας τον άνθρωπο
μου μήνυσε «πάει το πουλάκι, πέταξε»!
ΧΡΕ. Άσκημα δε σου φέρθηκε, όπως βλέπω.
Πλούτισε πια και τώρα δεν του αρέσουν
οι φακές σου. Πρωτύτερα όμως έτρωγε
από την πολλή του πείνα ό,τι του λάχαινε.
|