Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ

Πλοῦτος (959-1005)


ΓΡΑΥΣ
ἆρ᾽, ὦ φίλοι γέροντες, ἐπὶ τὴν οἰκίαν
960ἀφίγμεθ᾽ ὄντως τοῦ νέου τούτου θεοῦ,
ἢ τῆς ὁδοῦ τὸ παράπαν ἡμαρτήκαμεν;
ΧΟ. ἀλλ᾽ ἴσθ᾽ ἐπ᾽ αὐτὰς τὰς θύρας ἀφιγμένη,
ὦ μειρακίσκη· πυνθάνει γὰρ ὡρικῶς.
ΓΡ. φέρε νυν, ἐγὼ τῶν ἔνδοθεν καλέσω τινά.
965ΧΡ. μὴ δῆτ᾽· ἐγὼ γὰρ αὐτὸς ἐξελήλυθα.
ἀλλ᾽ ὅ τι μάλιστ᾽ ἐλήλυθας λέγειν σ᾽ ἐχρῆν.
ΓΡ. πέπονθα δεινὰ καὶ παράνομ᾽, ὦ φίλτατε·
ἀφ᾽ οὗ γὰρ ὁ θεὸς οὗτος ἤρξατο βλέπειν,
ἀβίωτον εἶναί μοι πεπόηκε τὸν βίον.
970ΧΡ. τί δ᾽ ἐστίν; ἦ που καὶ σὺ συκοφάντρια
ἐν ταῖς γυναιξὶν ἦσθα; ΓΡ. μὰ Δί᾽ ἐγὼ μὲν οὔ.
ΧΡ. ἀλλ᾽ οὐ λαχοῦσ᾽ ἔπινες ἐν τῷ γράμματι;
ΓΡ. σκώπτεις· ἐγὼ δὲ κατακέκνισμαι δειλάκρα.
ΧΡ. οὔκουν ἐρεῖς ἁνύσασα τὸν κνισμὸν τίνα;
975ΓΡ. ἄκουέ νυν. ἦν μοί τι μειράκιον φίλον,
πενιχρὸν μέν, ἄλλως δ᾽ εὐπρόσωπον καὶ καλὸν
καὶ χρηστόν· εἰ γάρ του δεηθείην ἐγώ,
ἅπαντ᾽ ἐποίει κοσμίως μοι καὶ καλῶς·
ἐγὼ δ᾽ ἐκείνῳ γ᾽ αὖ τὰ πάνθ᾽ ὑπηρέτουν.
980ΧΡ. τί δ᾽ ἦν ὅ τι σου μάλιστ᾽ ἐδεῖθ᾽ ἑκάστοτε;
ΓΡ. οὐ πολλά· καὶ γὰρ ἐκνομίως μ᾽ ᾐσχύνετο.
ἀλλ᾽ ἀργυρίου δραχμὰς ἂν ᾔτησ᾽ εἴκοσιν
εἰς ἱμάτιον, ὀκτὼ δ᾽ ἂν εἰς ὑποδήματα·
καὶ ταῖς ἀδελφαῖς ἀγοράσαι χιτώνιον
985ἐκέλευσεν ἂν τῇ μητρί θ᾽ ἱματίδιον·
πυρῶν τ᾽ ἂν ἐδεήθη μεδίμνων τεττάρων.
ΧΡ. οὐ πολλὰ τοίνυν, μὰ τὸν Ἀπόλλω, ταῦτά γε
εἴρηκας· ἀλλὰ δῆλον ὅτι σ᾽ ᾐσχύνετο.
ΓΡ. καὶ ταῦτα τοίνυν οὐχ ἕνεκα μισητίας
990αἰτεῖν μ᾽ ἔφασκεν, ἀλλὰ φιλίας οὕνεκα,
ἵνα τοὐμὸν ἱμάτιον φορῶν μεμνῇτό μου.
ΧΡ. λέγεις ἐρῶντ᾽ ἄνθρωπον ἐκνομιώτατα.
ΓΡ. ἀλλ᾽ οὐχὶ νῦν ὁ βδελυρὸς ἔτι τὸν νοῦν ἔχει
τὸν αὐτόν, ἀλλὰ πολὺ μεθέστηκεν πάνυ.
995ἐμοῦ γὰρ αὐτῷ τὸν πλακοῦντα τουτονὶ
καὶ τἄλλα τἀπὶ τοῦ πίνακος τραγήματα
ἐπόντα πεμψάσης ὑπειπούσης θ᾽ ὅτι
εἰς ἑσπέραν ἥξοιμι— ΧΡ. τί ἔδρασ᾽; εἰπέ μοι.
ΓΡ. ἄμητα προσαπέπεμψεν ἡμῖν τουτονί,
1000ἐφ᾽ ᾧτ᾽ ἐκεῖσε μηδέποτέ μ᾽ ἐλθεῖν ἔτι,
καὶ πρὸς ἐπὶ τούτοις εἶπεν ἀποπέμπων ὅτι
«πάλαι ποτ᾽ ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι.»
ΧΡ. δῆλον ὅτι τοὺς τρόπους τις οὐ μοχθηρὸς ἦν.
ἔπειτα πλουτῶν οὐκέθ᾽ ἥδεται φακῇ·
1005πρὸ τοῦ δ᾽ ὑπὸ τῆς πενίας ἅπαντ᾽ ἐπήσθιεν.


ΓΡΙΑ
Καλοί γερόντοι, αλήθεια, είμαι φτασμένη
στου νέου θεού το σπίτι ή μπας η δόλια960
ολότελα το δρόμο έχω λαθέψει;
ΧΟΡ. Μάθε, στην πόρτα του είσαι, κοπελούδα μου,
ρωτάς σα να ᾽χει μόλις δέσει ο ανθός σου.
ΓΡΙ. Ας φωνάξω να βγει κανένας όξω.
ΧΡΕ. Μην κοπιάζεις. Εγώ από μέσα βγήκα·
Μα λέγε πρώτα τί γυρεύεις κι ήρθες.
ΓΡΙ. Συφορές έχω πάθει εγώ, χρυσό μου,
κι αδικίες. Από τότε, που ξανάρχισε
να βλέπει πάλι ο θεός αυτός, η ζωή μου
έγινε κακοζώητη. ΧΡΕ. Τί τρέχει;
Μπας κι ήσουνα και συ μες στις γυναίκες970
καταδότρα; ΓΡΙ. Μπα! μπα! Ο θεός φυλάξοι.
ΧΡΕ. Μήπως πήγες ακάλεστη σε γλέντι
για να τα κοπανήσεις; ΓΡΙ. Κοροϊδεύεις!
Εγώ καίγομαι ολάκερη η καημένη.
ΧΡΕ. Μα λέγε μας λοιπόν την καΐλα πὄχεις.
ΓΡΙ. Άκου λοιπόν. Είχα ένα παλικάρι,
φτωχούλι βέβαια, γι᾽ αγαπητικό μου,
μα νόστιμο κι ωραίο και καλοδιάθετο.
Ό,τι πράμα τού ζήταγα μου το ᾽κανε
όμορφα και πιδέξια. Κι εγώ πάλι
του πλέρωνα τον κάθε κόπο του άξια.
ΧΡΕ. Και σαν τί συνηθούσε να ζητάει;980
ΓΡΙ. Όχι μεγάλα πράματα (πολύ
με ντρεπόταν!) Καμιάν εικοσαριά
δραχμούλες για να κάνει φορεσιά
και για παπούτσια οχτώ. Γύρεψε ακόμα
και για τις αδερφάδες του να πάρει
μπλουζάκια, για τη μάνα του φουστάνι,
και μια φορά του χρειάστηκε σιτάρι
ένα τσουβάλι. ΧΡΕ. (ειρωνικά) Ναι, μά το θεό,
πολλά δεν είναι! Πόσο σε ντρεπόταν!
ΓΡΙ. Κι αυτά δε μου τα ζήταε, καθώς έλεγε,
για τον κόπο του, μόνον απ᾽ αγάπη,990
να με θυμάται, όντας φοράει τα ρούχα μου.
ΧΡΕ. Αφάνταστα, όπως βλέπω, σ᾽ αγαπούσε!
ΓΡΙ. Μα τώρα πια δεν έχει ο σιχαμένος
τα ίδια μυαλά, μόν᾽ άλλαξε πολύ.
Γιατί του ᾽στειλ᾽ αυτήν εδώ την πίτα
στην πιατέλα μαζί με συκοκάρυδα,
μηνώντας του κρυφά «θα ᾽ρθω το βράδυ…»
ΧΡΕ. (τη διακόπτει)
Και τί σου ᾽κανε; Λέγε! ΓΡΙ. Τα ξανάστειλε
όλα πίσω κι αυτόν τον τραχανά,
που πάει να πει να μην ξαναπατήσω1000
στο σπίτι του και διώχνοντας τον άνθρωπο
μου μήνυσε «πάει το πουλάκι, πέταξε»!
ΧΡΕ. Άσκημα δε σου φέρθηκε, όπως βλέπω.
Πλούτισε πια και τώρα δεν του αρέσουν
οι φακές σου. Πρωτύτερα όμως έτρωγε
από την πολλή του πείνα ό,τι του λάχαινε.