Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ (1139-1180)

ΘΗ. οὔτ᾽ εἴ τι μῆκος τῶν λόγων ἔθου πλέον,
1140 τέκνοισι τερφθεὶς τοῖσδε, θαυμάσας ἔχω,
οὔτ᾽ εἰ πρὸ τοὐμοῦ προύλαβες τὰ τῶνδ᾽ ἔπη·
βάρος γὰρ ἡμᾶς οὐδὲν ἐκ τούτων ἔχει.
οὐ γὰρ λόγοισι τὸν βίον σπουδάζομεν
λαμπρὸν ποεῖσθαι μᾶλλον ἢ τοῖς δρωμένοις.
1145 δείκνυμι δ᾽· ὧν γὰρ ὤμοσ᾽ οὐκ ἐψευσάμην
οὐδέν σε, πρέσβυ· τάσδε γὰρ πάρειμ᾽ ἄγων
ζώσας, ἀκραιφνεῖς τῶν κατηπειλημένων.
χὤπως μὲν ἁγὼν ᾑρέθη τί δεῖ μάτην
κομπεῖν, ἅ γ᾽ εἴσῃ καὐτὸς ἐκ ταύταιν ξυνών;
1150 λόγος δ᾽ ὃς ἐμπέπτωκεν ἀρτίως ἐμοὶ
στείχοντι δεῦρο, συμβαλοῦ γνώμην, ἐπεὶ
σμικρὸς μὲν εἰπεῖν, ἄξιος δὲ θαυμάσαι·
πρᾶγος δ᾽ ἀτίζειν οὐδὲν ἄνθρωπον χρεών.
ΟΙ. τί δ᾽ ἔστι, τέκνον Αἰγέως; δίδασκέ με,
1155 ὡς μὴ εἰδότ᾽ αὐτὸν μηδὲν ὧν σὺ πυνθάνῃ.
ΘΗ. φασίν τιν᾽ ἡμῖν ἄνδρα, σοὶ μὲν ἔμπολιν
οὐκ ὄντα, συγγενῆ δέ, προσπεσόντα πως
βωμῷ καθῆσθαι τῷ Ποσειδῶνος, παρ᾽ ᾧ
θύων ἔκυρον, ἡνίχ᾽ ὡρμώμην ἐγώ.
1160 ΟΙ. ποδαπόν; τί προσχρῄζοντα τῷ θακήματι;
ΘΗ. οὐκ οἶδα πλὴν ἕν· σοῦ γάρ, ὡς λέγουσί μοι,
βραχύν τιν᾽ αἰτεῖ μῦθον, οὐκ ὄγκου πλέων.
ΟΙ. ποῖόν τιν᾽; οὐ γὰρ ἥδ᾽ ἕδρα σμικροῦ λόγου.
ΘΗ. σοὶ φασὶν αὐτὸν ἐς λόγους μολεῖν μόνον
1165 αἰτεῖν, ἀπελθεῖν ‹τ᾽› ἀσφαλῶς τῆς δεῦρ᾽ ὁδοῦ.
ΟΙ. τίς δῆτ᾽ ἂν εἴη τήνδ᾽ ὁ προσθακῶν ἕδραν;
ΘΗ. ὅρα κατ᾽ Ἄργος εἴ τις ὑμὶν ἐγγενὴς
ἔσθ᾽, ὅστις ἄν σου τοῦτο προσχρῄζοι τυχεῖν.
ΟΙ. ὦ φίλτατε, σχὲς οὗπερ εἶ. ΘΗ. τί δ᾽ ἔστι σοι;
1170 ΟΙ. μή μου δεηθῇς. ΘΗ. πράγματος ποίου; λέγε.
ΟΙ. ἔξοιδ᾽ ἀκούων τῶνδ᾽ ὅς ἐσθ᾽ ὁ προστάτης.
ΘΗ. καὶ τίς ποτ᾽ ἐστίν, ὅν γ᾽ ἐγὼ ψέξαιμί τι;
ΟΙ. παῖς οὑμός, ὦναξ, στυγνός, οὗ λόγων ἐγὼ
ἄλγιστ᾽ ἂν ἀνδρῶν ἐξανασχοίμην κλύων.
ΘΗ. τί δ᾽; οὐκ ἀκούειν ἔστι, καὶ μὴ δρᾶν ἃ μὴ
χρῄζεις; τί σοι τοῦδ᾽ ἐστὶ λυπηρὸν κλύειν;
ΟΙ. ἔχθιστον, ὦναξ, φθέγμα τοῦδ᾽ ἥκει πατρί·
καὶ μή μ᾽ ἀνάγκῃ προσβάλῃς τάδ᾽ εἰκαθεῖν.
ΘΗ. ἀλλ᾽ εἰ τὸ θάκημ᾽ ἐξαναγκάζει σκόπει,
1180 μή σοι πρόνοι᾽ ᾖ τοῦ θεοῦ φυλακτέα.

ΘΗ. Μήτε επειδή τα λόγια σου κάπως περίσσεψαν,
1140από χαρά που είδες πάλι τα παιδιά σου, εκπλήσσομαι,
μήτε γιατί, πριν από μένα, αντάλλαξες λόγια μαζί τους.
Μια τέτοια διαφορά καθόλου εμάς δεν μας βαραίνει.
Αφού δεν δίνουν τα λόγια λάμψη στη ζωή μας,
μάλλον οι πράξεις μας. Και νά η απόδειξη·
1145τους όρκους, γέροντα, που ορκίστηκα, σε τίποτα δεν πάτησα.
Βλέπεις τώρα τις κόρες σου, τις έχω φέρει ζωντανές
κι απείραχτες από τις απειλές.
Όσο για τον αγώνα μας, το πώς κερδήθηκε, δεν έχω λόγο
μόνος μου να παινευτώ. Ό,τι αξίζει, ο ίδιος θα το μάθεις,
τώρα που σμίξατε, από τις κόρες σου.
1150Αλλά μιαν άλλη είδηση, που μόλις έφτασε στ᾽ αφτιά μου,
όπως ερχόμουν κατά δω, γι᾽ αυτή θέλω τη γνώμη σου.
Μπορεί ν᾽ ακούγεται μικρή, αξίζει ωστόσο να της δώσουμε
τη δέουσα προσοχή. Αφού δεν πρέπει ο άνθρωπος
κανένα πράγμα αψήφιστα να παίρνει.
ΟΙ. Τί τρέχει, γιε του Αιγέα; Πες μου να καταλάβω,
1155και μη ζητάς τη γνώμη μου για κάτι που παντελώς το αγνοώ.
ΘΗ. Λένε πως κάποιος άντρας, αν όχι συμπολίτης,
πάντως συγγενής σου, έχει προσπέσει ικέτης στον βωμό
του Ποσειδώνα, όπου έτυχε κι εγώ θυσία να προσφέρω,
την ώρα που ξεκίνησα να φτάσω εδώ.
ΟΙ. Ωραία, κι από πού κατάγεται; Τί περιμένει
1160από την ικεσία αυτή;
ΘΗ. Δεν ξέρω, ένα μονάχα άκουσα να λένε· πως ικετεύει,
θέλοντας μαζί σου να μιλήσει, λίγο και μετρημένα.
ΟΙ. Συνομιλία τί λογής; Για πράγμα ασήμαντο δεν γίνεται
κάποιος ικέτης.
ΘΗ. Μ᾽ εσένα λένε θέλει να μιλήσει, αυτό μόνο ζητά,
1165μετά να φύγει αποδώ ασφαλής.
ΟΙ. Ποιός τελοσπάντων είναι αυτός που έχει προσπέσει στον βωμό;
ΘΗ. Το Άργος σκέψου, αν κάποιος συγγενής σου
κατάγεται αποκεί, και τώρα θέλει από σένα
αυτή τη χάρη.
ΟΙ. Σταμάτα, φίλε, κι άλλο μην προχωρείς.
ΘΗ. Τί σου συμβαίνει;
ΟΙ. Μη με ρωτάς.
1170ΘΗ. Τί εννοείς; μίλα επιτέλους.
ΟΙ. Άκουσα και κατάλαβα ποιός είναι ο ικέτης.
ΘΗ. Ποιός; Κι εμένα τί μου πέφτει να τον ψέξω;
ΟΙ. Ο γιος μου, πρίγκιπα, ο μισητός μου γιος·
δεν θα μπορούσα να υποφέρω τη φωνή του ακούγοντας,
θα μ᾽ έπνιγε πιο πριν ο πόνος.
ΘΗ. Όμως γιατί δεν τον ακούς; Δίχως να κάνεις
1175πράγματα που δεν τα θέλεις. Και μόνο το άκουσμα
σου φέρνει πόνο;
ΟΙ. Μίσος αβάσταχτο η φωνή του προξενεί σ᾽ έναν πατέρα·
λοιπόν μην μ᾽ αναγκάζεις σ᾽ αυτό να υποχωρήσω.
ΘΗ. Στοχάσου μήπως σ᾽ αναγκάζει η ικεσία του,
1180και πρέπει στον θεό προστάτη του να δείξεις σεβασμό.


ΘΗΣ. Ούτε πως μάκρυνες πολύ τα λόγια,
1140μες στη χαρά που απ᾽ τα παιδιά σου πήρες,
μ᾽ έχεις ξαφνίσει, ούτε αν πριν από μένα
γύρισες να μιλήσεις μ᾽ αυτές πρώτα.
Δε μας στενοχωρούν εμάς τα τέτοια,
γιατί δεν προσπαθούμε τη ζωή μας
με λόγια να λαμπρύνομε, όσο με έργα·
και την απόδειξη έχεις· γιατ᾽ απ᾽ όσα
σ᾽ ορκίστηκα, δε βγήκα, γέροντά μου,
ψεύτης σε τίποτα· και νά με που ήρθα
και σου ᾽φερα τις κόρες ζωντανές
κι άβλαβες από κείνες τις φοβέρες.
Μα ως για το πώς κερδήθηκε ο αγώνας,
τί ανάγκη να καυχόμαστε του κάκου
γι᾽ αυτά που θα τα μάθεις κι απ᾽ τις ίδιες;
1150Όμως για κάποιο λόγο πὄχω ακούσει
τώρα καθώς γυρνούσα εδώ, να δώσεις
τη γνώμη σου και συ, γιατί όσο να ᾽ναι
σύντομο να σ᾽ το πω, θαρρώ που αξίζει
να το προσέξεις, κι ο άνθρωπος δεν πρέπει
κανένα πράμα αψήφιστα να παίρνει.
ΟΙΔ. Και τί ᾽ναι, γιε του Αιγέα; φώτισέ με,
γιατί είδηση απ᾽ αυτά που λες δεν έχω.
ΘΗΣ. Μου είπαν πως ένας, όχι συμπολίτης,
μα συγγενής δικός σου, έχει προσπέσει
ικέτης στο βωμό του Ποσειδώνα,
όπου έτυχε κι εγώ να θυσιάζω
σαν έτρεξα για δω. ΟΙΔ. Κι από πού να ᾽ναι;
1160τί να ζητά κι έχει καθίσει ικέτης;
ΘΗΣ. Μόνο αυτό ξέρω· πως ζητά, όπως μου ᾽παν,
ένα μόνο μικρό λόγο από σένα,
που δε θα σε βαρύνει. ΟΙΔ. Σαν τί λόγο;
Το κάθισμά του στο βωμό δε θα ᾽ναι
γι᾽ ασήμαντη αφορμή. ΘΗΣ. Με σένα, λέει,
ζητά να ᾽ρθει μόνος του να μιλήσει
και να φύγει απ᾽ εδώ με ασφάλεια πάλι.
ΟΙΔ. Μα ποιός να ᾽ναι λοιπόν αυτός ο ικέτης;
ΘΗΣ. Σκέψου, στο Άργος μην έχετε κανένα
συγγενή, που μπορούσε να ζητήσει
αυτή τη χάρη; ΟΙΔ. Φίλτατε, ούτε λέξη·
στάσου ως αυτού. ΘΗΣ. Μα τί λοιπόν παθαίνεις;
1170ΟΙΔ. Μη με ρωτάς. ΘΗΣ. Τί πράμα, εξήγησέ μου.
ΟΙΔ. Απ᾽ όσ᾽ απ᾽ αυτές άκουσα, τον ξέρω
ποιός είναι ο ικέτης. ΘΗΣ. Και λοιπόν, ποιός είναι·
και τί εγώ θα ᾽χα φταίξιμο να τού ᾽βρω;
ΟΙΔ. Ο γιος μου, βασιλιά μου, ο μισητός μου
ο γιος, που κανενός ανθρώπου λόγια
θα μὄκαναν τέτοιο κακό ν᾽ ακούσω,
σαν τα δικά του. ΘΗΣ. Τί; και δε μπορούσε
να τον ακούσης και να μην του κάμεις,
αν δεν σ᾽ αρέσει ό,τι ζητά; τί βλάβη
έχεις να πάθεις, που θα σου μιλήσει;
ΟΙΔ. Τίποτ᾽ άλλο στον κόσμο δεν υπάρχει
πιο μισητό για μένα τον πατέρα,
σαν κι αυτού τη φωνή· και μη με φέρνεις
στην ανάγκη σ᾽ αυτό να υποχωρήσω.
ΘΗΣ. Μα κοίταξε, μήπως κι η προσφυγή του
στο βωμό σ᾽ αναγκάζει να προσέξεις,
1180πως είναι στου Θεού την προστασία.


ΘΗΣ. Μήτε κι αν κάπως πιο πολύ μίλησες στα παιδιά σου,
1140αφού για τούτα χάρηκες, θαύμασα εγώ καθόλου,
μήτε κι αν θέλησες αυτά πριν από εμέ ν᾽ ακούσεις.
Και δε μου κακοφαίνεται γι᾽ αυτά καθόλου εμένα.
Γιατί δεν προσπαθούμ᾽ εμείς να κάνουμε τη ζήση
περσότερο φανταχτερή με λόγια, παρά μ᾽ έργα.
Και σ᾽ τ᾽ αποδείχνω, γέροντα· γιατί δε βγήκα ψεύτης
διόλου σ᾽ όσα σ᾽ ορκίστηκα· γιατί ήλθα φέρνοντάς σου
ζωντανές τούτες κι άβλαφτες απ᾽ τις τρανές φοβέρες.
Και πώς τη νίκη κέρδισα ποιά ανάγκη είναι του κάκου
σαν καυχησάρης να ιστορώ όσ᾽ απ᾽ αυτές θα μάθεις;
1150Όμως το λόγο, που έτυχε προλίγου να γρικήσω,
την ώρα που εδώ ερχόμουνα, στοχάσου τον, γιατί είναι
σύντομος ίσως , μα άξιος πολύ να τον προσέξεις.
Κανένα πράμα ο άνθρωπος να τ᾽ αψηφάει δεν πρέπει.
ΟΙΔ. Παιδί του Αιγέα, τί είν᾽ αυτό; Λέγε μου για να μάθω,
γιατί δεν ξέρω τίποτις απ᾽ όσα έχεις ακούσει.
ΘΗΣ. Μου είπαν, πως κάποιος άνθρωπος, που εις τη δική σου χώρα
δε μένει, είν᾽ όμως συγγενής δικός σου, έχει καθίσει
στου Ποσειδώνα το βωμόν, όπου έκανα θυσία,
κι έπεσε παρακαλεστής, όταν για εδώ κινούσα.
1160ΟΙΔ. Πούθε είν᾽ αυτός; Και τί ζητά με την παράκλησή του;
ΘΗΣ. Μόνο ένα ξέρω: ότι από εσέ, καθώς μου λένε, θέλει
ν᾽ ακούσει λόγο σύντομο και που δε σού ειναι βάρος.
ΟΙΔ. Σαν ποιόν; Αυτό το κάθισμα δεν είν᾽ για μικρό λόγο.
ΘΗΣ. Λένε, πως ήλθε θέλοντας αυτός να σου μιλήσει
για κάτι, κι ύστερ᾽ απ᾽ εδώ μ᾽ ασφάλεια να φύγει.
ΟΙΔ. Ποιός μπορεί τάχα να είναι αυτός που εις το βωμό έχει κάτσει;
ΘΗΣ. Για σκέψου μήπως βρίσκεται κανένας συγγενής σου
μες στο Άργος, που μπορεί γι᾽ αυτό να σε παρακαλέσει.
ΟΙΔ. Αγαπημένε, μη μου λες περσότερα… ΘΗΣ. Μα τί έχεις;
1170ΟΙΔ. Μη με παρακαλέσεις πια. ΘΗΣ. Λέγε μου, για ποιό πράμα;
ΟΙΔ. Ποιός είναι ο παρακαλεστής το ξέρω εγώ από τούτες.
ΘΗΣ. Ποιός είν᾽ αυτός; σε τί μπορώ να τον κατηγορήσω;
ΟΙΔ. Γιος μου είναι, βασιλιά, σκληρός, που εγώ δεν θα βαστούσα
ν᾽ ακούω τα λόγια του, γιατί τρανή μου φέρνουν λύπη.
ΘΗΣ. Και τί; δεν ημπορείς ν᾽ ακούς και να μην κάνεις όσα
δε θέλεις; τί λυπητερό για σε είναι το ν᾽ ακούσεις;
ΟΙΔ. Είναι η φωνή του μισητή πολύ για τον πατέρα
και μη με βιάζεις, βασιλιά, σ᾽ αυτά να υποχωρήσω.
ΘΗΣ. Αλλ᾽ αν το παρακάλεσμα βιάζει, κοίταξε μήπως
1180αυτό είναι θέλημα θεού, που πρέπει να το κάμεις.