[21] Ύστερα από αυτόν ο Ανάχαρσης είπε ότι, από τη στιγμή που είναι ορθή η πίστη του Θαλή ότι σε όλα [163e] τα κύρια και τα πιο μεγάλα μέρη του κόσμου υπάρχει ψυχή, δεν είναι να απορεί κανείς ότι τα πιο όμορφα πράγματα πραγματοποιούνται με τη θέληση του θεού. «Όργανο της ψυχής είναι το σώμα, και του θεού η ψυχή. Και όπως το σώμα έχει πολλές κινήσεις που έχουν την αρχή τους σ᾽ αυτό, οι περισσότερες όμως και οι καλύτερές του ξεκινούν από την ψυχή, έτσι με τη σειρά της και η ψυχή: άλλοτε ενεργεί κινημένη από τον ίδιο τον εαυτό της και άλλοτε παραδίδει τον εαυτό της στον θεό να τη χρησιμοποιεί για να την οδηγεί και να τη στρέφει προς τα όπου αυτός θέλει, δεδομένου ότι η ψυχή είναι από όλα τα όργανα το πιο εύστροφο. Γιατί θα ήταν περίεργο», είπε, «αν, τη στιγμή που η φωτιά, ο αέρας, το νερό, τα σύννεφα [163f] και οι βροχές είναι όργανα του θεού, με τα οποία αυτός συντηρεί και τρέφει ένα πλήθος από πράγματα, ενώ άλλα —πολλά και αυτά— τα καταστρέφει και τα αφανίζει, να μη χρησιμοποιεί ποτέ τα ζώα για τίποτε από αυτά που κάνει. Ίσα ίσα είναι πιο φυσικό, τα ζώα, που είναι εξαρτημένα απ᾽ του θεού τη δύναμη, να υπηρετούν τις κινήσεις του θεού και να συνταιριάζονται με αυτές περισσότερο από ό,τι τα τόξα συνταιριάζονται με τους Σκύθες ή οι λύρες και οι αυλοί με τους Έλληνες». Ύστερα από όλα αυτά ο ποιητής Χερσίας μνημόνευσε —μεταξύ των άλλων που σώθηκαν ανέλπιστα— και τον Κύψελο, τον πατέρα του Περίανδρου, που, βρέφος ακόμη, χαμογέλασε σ᾽ εκείνους που στάλθηκαν να τον σκοτώσουν, κι εκείνοι εγκατέλειψαν το σχέδιό τους, και όταν άλλαξαν πάλι γνώμη και έψαχναν να τον βρουν, δεν τον βρήκαν, [164a] γιατί η μητέρα του τον είχε κρύψει σε μια κασέλα. Γι᾽ αυτό και ο Κύψελος κατασκεύασε το οικοδόμημα στους Δελφούς, με την ιδέα ότι κάποιος θεός σταμάτησε εκείνη τη στιγμή το κλάμα του, για να μπορέσει να ξεφύγει από αυτούς που έψαχναν να τον βρουν. Και ο Πιττακός, απευθυνόμενος στον Περίανδρο είπε: «Πολύ καλά έκανε, Περίανδρε, ο Χερσίας που θυμήθηκε το οικοδόμημα· γιατί πολλές φορές ήθελα να σε ρωτήσω ποιός είναι ο λόγος για εκείνους τους βατράχους· τί θέλουν να πουν λαξευμένοι τόσο πολλοί γύρω στη βάση της φοινικιάς, και τί σχέση έχουν με τον θεό ή με τον αφιερωτή». Και όταν ο Περίανδρος τον κάλεσε να ρωτήσει τον Χερσία (γιατί αυτός ήταν γνώστης του πράγματος και ήταν παρών, [164b] όταν ο Κύψελος αφιέρωσε το οικοδόμημα στον θεό), ο Χερσίας είπε χαμογελώντας: «Δεν πρόκειται να το πω, αν πρώτα δεν μάθω από αυτούς εδώ τους φίλους τί θέλει να πει γι᾽ αυτούς το “Ποτέ, καμιά υπερβολή” και το “Γνώρισε τον εαυτό σου”, και, κυρίως, αυτό που άφησε πολλούς ανύπαντρους, πολλούς τους έκανε δύσπιστους και μερικούς τους έκανε να μένουν άφωνοι: εννοώ το “Δώσε εγγύηση… και η συμφορά είναι δίπλα”». «Και τί ανάγκη έχεις» είπε ο Πιττακός, «να σου τα εξηγήσουμε εμείς όλα αυτά; Γιατί εσύ από καιρό τώρα επαινείς τους μύθους που έπλασε, ως φαίνεται, ο Αίσωπος για το καθένα από αυτά». «Ναι, βέβαια», είπε ο Αίσωπος, «μόνο όμως όταν θέλει να με πειράξει· όταν όμως μιλάει σοβαρά, δείχνει ότι ευρετής τους είναι ο Όμηρος και λέει ότι ο Έκτορας [164c] γνώριζε τον εαυτό του· γιατί, ενώ ορμούσε σε όλους τους άλλους, μόνο τον Αίαντα απόφευγε, τον γιο του Τελαμώνα· και ότι ο Οδυσσέας επαινεί το «Ποτέ, καμιά υπερβολή», όταν συμβουλεύει τον Διομήδη Γιε του Τυδέα, πολύ ούτε να μ᾽ επαινείς ούτε και να με ψέγεις. Όσο για την εγγύηση άλλοι νομίζουν ότι ο Όμηρος τη διασύρει σαν κάτι το τιποτένιο και δίχως κανένα νόημα, όταν λέει Κι οι εγγυήσεις των κακών πάντα κακό θα φέρουν, όμως τούτος δω ο Χερσίας λέει ότι την Άτη ο Δίας την εκσφενδόνισε εδώ κάτω, γιατί ήταν μπροστά όταν [164d] ο Δίας έδωσε εγγύηση ενσχέσει με τη γέννηση του Ηρακλή και έπεσε θύμα απάτης». Πήρε τότε τον λόγο ο Σόλωνας και είπε: «Πρέπει πάντως, να πιστέψουμε τον σοφότατο Όμηρο που λέει Νυχτώνει πια, κι είναι καλό στη νύχτα να πειθόμαστε. Ας κάνουμε λοιπόν σπονδές στις Μούσες, στον Ποσειδώνα και στην Αμφιτρίτη και, αν το νομίζετε, ας δώσουμε τέλος στο συμπόσιό μας». Έτσι τελείωσε, Νίκαρχε, η συγκέντρωσή μας εκείνης της μέρας.
|